Διαβάζοντας με ενδιαφέρον τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας για τον ρόλο των υποδομών στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών νησιών, με έπιασε μελαγχολία αναλογιζόμενος κάτι ανάλογο, σίγουρα ευρύτερο, που είχε εκπονήσει το ΙΝΣΕΤΕ το 2021 για την πορεία του τουρισμού μας προς το 2030. Το παράδοξο είναι πως παρότι η τότε μελέτη συζητήθηκε πολύ, σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας και τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και ιδιωτών, ελάχιστα μεταφράστηκε σε εφαρμοσμένη πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, τα νούμερα που έθετε ως στόχους φαίνεται να επιτυγχάνονται και μάλιστα νωρίτερα, παρά το γεγονός ότι ελάχιστες από τις προϋποθέσεις έχουν ικανοποιηθεί. Το εύλογο λοιπόν ερώτημα σήμερα είναι, θα διατηρηθεί η υψηλή μας ανταγωνιστικότητα όπως την περιγράφει η ΕΤΕ, ακολουθώντας τις υποδείξεις της πολύ καλής μελέτης, ή το δόγμα του «αυτόματου πιλότου» θα υπερισχύσει για ακόμη μία φορά;
Ο τουρισμός είναι απόλυτα συνδεδεμένος με τις ζωές των κατοίκων του προορισμού. Δεν υπάρχει ευτυχής τουρίστας εάν δεν είναι ευτυχής ο κάτοικος. Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Προφανώς με τη βελτίωση της καθημερινότητας. Ενα μέρος με κακές υποδομές μεταφοράς, ελλιπή δίκτυα κοινής ωφέλειας και αδυναμία διαχείρισης των αποβλήτων του, όσο ταλαιπωρεί τον κάτοικό του, άλλο τόσο ταλαιπωρεί και τον επισκέπτη του. Προφανώς λοιπόν χρειάζονται επενδύσεις σε υποδομές. Επενδύσεις όμως χωρίς στρατηγική κινδυνεύουν να είναι χωρίς αντίκρισμα. Και στρατηγική για τον τουρισμό, τέσσερα χρόνια μετά τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ και τρία χρόνια μετά τον COVID, αρνούμαστε πεισματικά να εκπονήσουμε και να εφαρμόσουμε. Χωρίς σαφή κατεύθυνση και στοχοθεσία, ακόμη και οι επενδύσεις σε υποδομές που είναι σε εξέλιξη πιθανότατα να μην μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τον σκοπό τους. Και δεν είναι μόνο αυτό το έλλειμμα που προβληματίζει τον τομέα, είναι και μία επιπλέον απαξίωση, ελπίζω ακούσια, από τη μεριά της κεντρικής εξουσίας, με τελευταίο παράδειγμα την αφαίρεση της λέξης «τουρισμός» για πρώτη φορά εδώ και χρόνια από το προοίμιο του επενδυτικού νόμου. Λες και ο τουρισμός οφείλει να είναι διαρκώς απολογούμενος για την κατά κοινή ομολογία καθολική στήριξη που δέχθηκε τη διετία 2020-2022, όταν μέσα σε μία χρονιά, λόγω της πανδημίας, απώλεσε το 75% των εσόδων του.
Απαιτούνται επενδύσεις 35 δισ. στα νησιά
Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί γιατί η στρατηγική είναι τόσο σημαντική, όταν από μόνη της η δυναμική της ζήτησης του προϊόντος μας παραμένει ισχυρή. Η απάντηση είναι απλή: προβλέπεις, σχεδιάζεις, θέτεις στόχους και KPI’s, για να εξασφαλίσεις περαιτέρω ανάπτυξη, ανθεκτικότητα και βελτίωση ανταγωνιστικότητας. Γίνεται πολλή κουβέντα τα τελευταία χρόνια για την κλιματική αλλαγή και τη βίαιη προσαρμογή που πρέπει να γίνει για να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειές της. Μόνο με την επιβολή τελών, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα. Το περίπου μισό δισ. τον χρόνο που εισπράττεται από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις γι’ αυτόν τον λόγο, κανείς δεν ξέρει πώς, για ποιο λόγο ή πότε θα αξιοποιηθεί. Επιπλέον, με την παραδοχή πως η παρούσα κυβέρνηση έχει επιδείξει στρατηγική στη γενική φορολογική πολιτική της, πώς αποδεικνύεται αυτό στον τομέα του τουρισμού, ο οποίος σε μία εξαετία ραγδαίας αποκλιμάκωσης της φορολογίας έχει υποστεί υπέρμετρες επιβαρύνσεις;
Εν κατακλείδι, μελέτες υπάρχουν, καθ’ όλα αξιόλογες. Βούληση εφαρμογής δεν φαίνεται να υπάρχει. Και αυτή τη στιγμή καλύπτεται από την υπεραπόδοση του τουρισμού. Τι θα συμβεί όμως όταν η τάση αναστραφεί; Γιατί κάποια στιγμή θα αναστραφεί. Ετσι γίνεται πάντα…
ΤΟ ΆΡΘΡΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
* Ο κ. Γιάννης Ρέτσος είναι πρόεδρος του ΙΟΒΕ, CEO των Electra Hotels & Resorts και πρώην πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
Πηγή: kathimerini.gr



















