Πολιτιστικά

Οι αριθμοί πίσω από τη λάμψη των Οσκαρ

Ο πυρετός χτυπάει «κόκκινο» στο Χόλιγουντ ενόψει της αποψινής 87ης απονομής των Οσκαρ. Αγνωστο εάν και φέτος στην κατά παράδοση υπέρλαμπρη τελετή την παράσταση θα κλέψουν τα selfies των διασήμων ή τα χάπενιγκς με πίτσες. Η δημιουργική φαντασία, που έφτασε σε σημείο σουρεαλιστικής… εκτροπής, κρίνοντας από το «Birdman» και το «Ξενοδοχείο Grand Budapest», συναγωνίζεται αληθινές ιστορίες: βιογραφίες σπουδαίων επιστημόνων, όπως του Στίβεν Χόκινγκ («H θεωρία των πάντων») και του Αλαν Τιούριγκ («Το παιχνίδι της μίμησης»), αλλά και αμφιλεγόμενων σύγχρονων Αμερικανών ηρώων όπως ο υπαρκτός «Ελεύθερος σκοπευτής» Κρις Κάιλ.

Η στατιστική, πάντως, προσγειώνει και τα φετινά Οσκαρ σε μια πραγματικότητα πιο πεζή από αυτήν που φωτίζουν οι προβολείς ή διαφημίζουν τα πρωτοσέλιδα. Η βιτρίνα της 87ης απονομής, οι επτά παραγωγές που αγωνιούν για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας, δεν αντιπροσωπεύει την αιχμή της κινηματογραφικής βιομηχανίας όπως συνέβαινε παλιά. Οι αριθμοί περιγράφουν εύγλωττα μια απόκλιση του ποιοτικού από το εμπορικό, η οποία έχει γίνει κυρίαρχη τάση κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις του κανόνα.

Τα Οσκαρ ήταν ανέκαθεν η πιο ψυχρή και αντικειμενική εικόνα του Χόλιγουντ. Εμφανίστηκαν τη χρονιά του μεγάλου κραχ μαζί με τον ομιλούντα κινηματογράφο, ως μια χειρονομία που επισφράγιζε δημοσίως το new deal ανάμεσα στους Μαικήνες του θεάματος και στις συντεχνίες των καλλιτεχνών και των τεχνικών. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, εποχές αναγέννησης και αφηγηματικής σιγουριάς του Χόλιγουντ παρά τις κάποιες αναταράξεις, τα Οσκαρ έγιναν το απόλυτο φετίχ της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ηταν, δε, πάντα με τη μεριά των ταινιών που σάρωναν το box office. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει στη δεκαετία του ’90, όταν για πρώτη φορά χρειάστηκε ν’ αγκαλιάσουν την πραγματική οικονομία: το πιο δυναμικό και δημιουργικό κομμάτι του αμερικανικού κινηματογράφου, το λεγόμενο ανεξάρτητο.

Οι νέες τεχνολογίες, οι οικονομίες κλίμακας (multiplex παντού), αλλά και οι εξωτερικές οικονομίες που έκαναν δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στο σινεμά και το βιντεογκέιμ άρχισαν να μετατρέπουν τον όρο blockbuster σε κινηματογραφικό είδος. Οι «μικρές» ταινίες, αντίθετα, ήταν πιο ευέλικτες και με μικρότερο ρίσκο και, το κυριότερο, αποτελούσαν επενδύσεις που κράτησαν ζωντανή την πραγματική οικονομία και το έμψυχο υλικό του κινηματογράφου: τους σεναριογράφους, τους σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς, τους φωτογράφους, τους σκηνογράφους. Η στροφή των Οσκαρ προς τους «μικρούς» έγινε κανόνας με την αυγή της χιλιετίας. Ο Χάρι Πότερ και ο Κινγκ Κονγκ γέμιζαν τα ταμεία, με εισπράξεις πάνω από 200 εκατομμύρια δολάρια έκαστος. Το «Crash» των 50 εκατομμυρίων εισπράξεων, όμως, σήκωνε το βαρύτιμο Οσκαρ.

Οι πίνακες του αμερικανικού box office είναι ενδεικτικοί αυτής της εικόνας. Αν παρακάμψουμε εμβληματικούς τίτλους όπως το «Αvatar» και τον «Αρχοντα των δαχτυλιδιών», το «Ιnception» και το «Gravity» (ταινίες που ήταν κάτι περισσότερο από υβρίδια-φούσκες της ψηφιακής τεχνολογίας και των οπτικών εφέ), τα προϊόντα της βαριάς χολιγουντιανής βιομηχανίας είναι αποκλεισμένα ακόμη και από τις υποψηφιότητες για Οσκαρ καλύτερης ταινίας, σεναρίου ή σκηνοθεσίας. Μόνο στις κατηγορίες των τεχνικών βραβείων κυριαρχούν.

Συγκρίνοντας τα κόστη παραγωγής και τις εισπράξεις

Εχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τις επιδόσεις στο αμερικανικό box office των επτά ταινιών, που φέτος είναι υποψήφιες για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας. Μια διαφορά 200 εκατομμυρίων δολαρίων χωρίζει τον πρωτοπόρο «Ελεύθερο σκοπευτή» του Κλιντ Ιστγουντ από το συνυποψήφιο «Παιχνίδι της μίμησης» που ακολουθεί δεύτερο σε εισπράξεις. Καλύτερα συμπεράσματα, όμως, βγαίνουν από την εικόνα του αμερικανικού τοπ 10: ο «Ελεύθερος σκοπευτής» είναι τρίτος, πίσω από τους πρόσφατους «Αγώνες πείνας» και τους «Φύλακες του γαλαξία», σε έναν κατάλογο γεμάτο blockbuster και animation.

Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό; Τα φαινόμενα δεν λένε ακριβώς την αλήθεια. Συγκρίνοντας κόστη παραγωγής και εισπράξεις, οι «Αγώνες πείνας» και οι «Φύλακες του γαλαξία» πήγαν καλά. Στοίχισαν 125 και 170 εκατ. αντίστοιχα, ενώ απέφεραν 335 και 333 εκατ. Στην αντίπερα όχθη, όμως, μικροσκοπικές ταινίες με ποιότητα πήγαν καλύτερα τηρουμένων των αναλογιών. Το «Μεγαλώνοντας» κόστισε 4 εκατ. και έχει αποφέρει μέχρι στιγμής 25 εκατ. ενώ το «Χωρίς μέτρο», κόστους 3,3 εκατ., αγγίζει τα 10 εκατ. σε τζίρο. Αυτή τη δυναμική στηρίζουν τα Οσκαρ, κυρίως με τη στρατηγική τους στην επιλογή υποψηφίων στην κατηγορία της καλύτερης ταινίας που από το 2010 αυξήθηκαν και μπορεί να φτάσουν μέχρι και τους δέκα.

Χαρακτηριστική, αν και κάπως διαφορετική είναι και η περίπτωση του «Ελεύθερου σκοπευτή», ο οποίος κόστισε 59 εκατ. και έχει αποφέρει μέχρι στιγμής 286 εκατ. δολάρια. Είναι το μοναδικό από τα blockbuster της χρονιάς που σεβάστηκε τις κλασικές αφηγηματικές παραδόσεις. Κατάφερε να ξαναφέρει μαζικά το ενήλικο κοινό στους κινηματογράφους, ενεργοποιώντας μάλλον τα πατριωτικά αντανακλαστικά των Αμερικανών.

Οι πίνακες του αμερικανικού box office της τελευταίας δεκαετίας μας οδηγούν με σιγουριά και σε ένα ακόμη συμπέρασμα: η συνέπεια ανάμεσα στο ποιοτικό και το εμπορικό έχει μετακομίσει από τις ταινίες μυθοπλασίας με ζωντανούς ηθοποιούς στις ταινίες κινουμένων σχεδίων. Στην κατηγορία καλύτερου animation τα Οσκαρ βραβεύουν σχεδόν πάντα την πιο εμπορική ταινία.

Καθημερινή

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου