• Η διεθνολόγος αναλύει το τέλος ενός κύκλου συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, τον ρόλο του Τραμπ ως ειρηνοποιού και τη θέση της Ελλάδας στη νέα διεθνή τάξη πραγμάτων
Η υπογραφή της Συμφωνίας Ειρήνης στη Γάζα, ύστερα από δύο και πλέον χρόνια αιματηρών συγκρούσεων, φέρνει ξανά στο προσκήνιο το διαχρονικό ερώτημα: Μπορεί η Μέση Ανατολή να γνωρίσει, επιτέλους, μια σταθερή ειρήνη; Το ιστορικό τραπέζι του Σαρμ Ελ Σέιχ, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών και με τη συμμετοχή καθοριστικών παικτών όπως η Αίγυπτος, η Τουρκία και το Κατάρ, σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής όχι μόνο για την περιοχή, αλλά και για τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων.
Η Ελευθερία Φτακλάκη, με μακρά πορεία στη δημόσια διοίκηση και βαθιά γνώση των διεθνών σχέσεων, μιλά αποκλειστικά για το τι σηματοδοτεί αυτή η εξέλιξη: από το όραμα του Προέδρου Τραμπ για μια «Νέα Μέση Ανατολή», μέχρι τη νέα πραγματικότητα ισχύος που διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και φυσικά, τη θέση της Ελλάδας ως κόμβου σταθερότητας και διαμεσολάβησης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Σε μια συζήτηση που αγγίζει τη διπλωματία, την ενέργεια, την ασφάλεια και τη διεθνή συνεργασία, η κα Φτακλάκη θέτει το πλαίσιο μιας εποχής που αλλάζει ραγδαία και μιας Ελλάδας που καλείται να σταθεί στο ύψος των γεωπολιτικών της ευθυνών.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
• Κύρια Φτακλάκη, μόλις υπογράφηκε η Συμφωνία Ειρήνης στη Γάζα. Τι σηματοδοτεί αυτή η εξέλιξη για τη Μέση Ανατολή;
Η συμφωνία που υπογράφηκε στο Σαρμ Ελ Σέιχ υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών, με τη συμμετοχή του Κατάρ, της Τουρκίας και της Αιγύπτου, αποτελεί ίσως το πιο ελπιδοφόρο βήμα στη Μέση Ανατολή των τελευταίων είκοσι ετών. Δύομισι χρόνια αιματηρών συγκρούσεων φαίνεται να πλησιάζουν στο τέλος τους, με μια εκεχειρία που επιχειρεί να μετατραπεί σε δοκιμή πολιτικής συνύπαρξης.
Η δέσμευση του Προέδρου Τραμπ για τερματισμό της εμπόλεμης κατάστασης στην περιοχή γίνεται πλέον πράξη. Αν η Συμφωνία αυτή εφαρμοστεί με συνέπεια και από τις δύο πλευρές, μπορεί να ανοίξει τον δρόμο προς το όραμα του Προέδρου για μια «Νέα Μέση Ανατολή» —ένα όραμα που πρωτοπαρουσίασε κατά την πρώτη του θητεία με τις Συμφωνίες του Αβραάμ.
• Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται είναι αν Ισραήλ και Παλαιστίνη θα αποδεχθούν χωρίς παρεκκλίσεις τα στάδια υλοποίησης αυτής της Συμφωνίας Ειρήνης;
Ήδη στο πρώτο στάδιο, που αφορά την εκεχειρία και την ανταλλαγή ομήρων, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται δυσκολίες και καθυστερήσεις, γεγονός που δείχνει ότι ο δρόμος προς τη σταθερότητα μόνο εύκολος δεν θα είναι.
Οι όροι της Συμφωνίας περιλαμβάνουν πολλές προκλήσεις και «αγκάθια» τα οποία θα μπορούσαν, στην πορεία, να προκαλέσουν αντιδράσεις και στις δύο πλευρές. Μεταξύ αυτών, ο αφοπλισμός της Χαμάς με αντάλλαγμα την παροχή αμνηστίας στα μέλη της, το πολιτικό μέλλον της Παλαιστινιακής Αρχής, και η συγκρότηση μιας μεταβατικής, πολυεθνικής διοίκησης με επικεφαλής τον Πρόεδρο Τραμπ και τον πρώην Βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ, πλαισιωμένων από τεχνοκράτες και διπλωμάτες, με αποστολή την προετοιμασία ενός βιώσιμου πλαισίου κρατικής οικοδόμησης (national building). Το κρίσιμο ζήτημα, ωστόσο, παραμένει η δημιουργία του Παλαιστινιακού κράτους —ένα θέμα που αγγίζει τα θεμέλια της ειρηνευτικής διαδικασίας. Καθορισμός συνόρων, εγγυήσεις εδαφικής κυριαρχίας, αμοιβαία αναγνώριση και ασφάλεια αποτελούν ζητήματα που θα κρίνουν την επιβίωση ή την κατάρρευση της προσπάθειας.
Επίσης, ας μην αγνοούμε το ρόλο του Ιράν και την επιρροή που εξακολουθεί να ασκεί στη Χαμάς, διατηρώντας αδιάλλακτη στάση απέναντι στη Συμφωνία. Η στάση της Τεχεράνης θα αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα για τη διαρκή σταθερότητα ή την αποσταθεροποίηση της περιοχής.
Συνεπώς, αν και η ιστορική αυτή συμφωνία αποτελεί σημαντικό ορόσημο ύστερα από δεκαετίες αντιπαράθεσης, ο δρόμος προς μια πραγματική, βιώσιμη ειρήνη ανάμεσα στους δύο λαούς παραμένει μακρύς και γεμάτος προκλήσεις. Το μέλλον θα δείξει αν η Συμφωνία της Γάζας θα μετατραπεί σε μια νέα αρχή ή θα μείνει ως μια εύθραυστη ανακωχή, όπως τόσες άλλες στο παρελθόν. Ας μη ξεχνάμε πως στην ιστορία της Μέσης Ανατολής έχουν υπάρξει αρκετές σημαντικές ειρηνευτικές πρωτοβουλίες που επιχείρησαν να τερματίσουν τη μακρόχρονη σύγκρουση Ισραήλ – Παλαιστίνης, με διαφορετικά επίπεδα επιτυχίας και αντοχής στον χρόνο. Στο παρελθόν, Ισραήλ και Παλαιστίνη έχουν υπογράψει αρκετές δοκιμαστικές συμφωνίες: Πολλαπλά κύματα διαπραγματεύσεων, όπως αυτές του Καμπ Ντέιβιντ το 1978 , οι Συμφωνίες του Όσλο τη δεκαετία του 1990 που αποτέλεσαν σταθμό, φέρνοντας προσωρινή ανακούφιση και θεσπίζοντας την Παλαιστινιακή Αρχή, χωρίς όμως να εξασφαλίσουν μόνιμη ειρήνη, η Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία το 2002, διαμόρφωσαν ένα ασταθές υπόβαθρο με συχνές αναζωπυρώσεις εχθροπραξιών. Οι περισσότερες εκεχειρίες ήταν εύθραυστες, με συχνά πισωγυρίσματα, εξαιτίας βαθιών πολιτικών, εδαφικών και ιστορικών διαφορών. Γι’ αυτό η σημερινή Συμφωνία Ειρήνης στη Γάζα χρειάζεται συγκρατημένη αισιοδοξία: η πραγματική δοκιμασία είναι αν θα αντέξει στις προκλήσεις που οδήγησαν σε αποτυχία προηγούμενες προσπάθειες συμφιλίωσης.
Προσωπικά, έχω δηλώσει από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης πως διατηρώ μια συγκρατημένη αισιοδοξία αλλά και την ελπίδα αυτή η Συμφωνία να είναι η οριστική σε μια διαχρονική έχθρα μεταξύ των δυο αντιμαχόμενων πλευρών.
• Μελλοντικές Προβολές και Νέα Ισορροπία Δυνάμεων- Ο Τραμπ ως ειρηνοποιός ή ως θεματοφύλακας των αμερικανικών συμφερόντων;
Η ειρηνευτική συμφωνία της Γάζας και η στροφή της Ουάσιγκτον προς την Ουκρανία σηματοδοτούν τη μετάβαση σε μια «μετα-κρίση» διεθνή πραγματικότητα, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες επανέρχονται δυναμικά ως ο πρωτεύων διαμεσολαβητής στις διεθνείς εξελίξεις. Ο Πρόεδρος Τραμπ, ακολουθώντας το δόγμα της «ειρήνης μέσω ισχύος» (peace through strength), επιλέγει να αναδιαμορφώσει το διεθνές σκηνικό στη βάση των διμερών συμφωνιών και της στρατηγικής ισχύος, απορρίπτοντας το πολυμερές μοντέλο του διεθνούς δικαίου και παραμερίζοντας θεσμούς όπως ο ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά τη Συμφωνία Ειρήνης στη Γάζα, μεταφέρει τη διπλωματική του πρωτοβουλία στην Ουκρανία, επιχειρώντας να κεφαλαιοποιήσει το «momentum» της επιτυχίας του στη Μέση Ανατολή.
Όμως, πίσω από τη ρητορική της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας, ο Τραμπ επιμένει να συνδέει την αμερικανική εμπλοκή με απτά εθνικά οφέλη. Στις διαπραγματεύσεις με την ουκρανική πλευρά τίθεται το ζήτημα των σπάνιων γαιών και η πρόσβαση των ΗΠΑ σε στρατηγικούς πόρους, κάτι που στηρίζει τη λογική του «America First». Ομοίως, στην ομιλία του στην Κνεσέτ, αναφέρθηκε στο όραμά του για την πραγμάτωση του IMEC, του νέου εμπορικού διαδρόμου που φιλοδοξεί να ανταγωνιστεί την κινεζική πρωτοβουλία Belt and Road.
Στο αναδυόμενο περιβάλλον της realpolitic – της ισχύς των ισχυρών, η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με ένα υπαρξιακό δίλημμα: να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτονομία ή να συνεχίσει να λειτουργεί υπό την αμερικανική «ομπρέλα» ασφάλειας, τη στιγμή που η Ουάσιγκτον δίνει όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στην αντιπαλότητα με την Κίνα και προαναγγέλλει σταδιακή μετατόπιση στρατιωτικών και οικονομικών πόρων προς την Ασία μέχρι το 2035. Ο διάλογος για μια γαλλο-βρετανική πυρηνική ομπρέλα εντός Ευρώπης δεν υποκαθιστά, προς το παρόν, τις αμερικανικές εγγυήσεις, αλλά φανερώνει την ανασφάλεια των ευρωπαϊκών κρατών μπροστά στη νέα «α λα καρτ» δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Στο νέο αυτό περιβάλλον, η φράση-κλειδί της εποχής είναι «σταθερότητα μέσω συνέργειας και της συνεργασίας». Οι χώρες που θα μπορέσουν να τη μετατρέψουν σε πράξη —συνδυάζοντας ισχύ, θεσμική αξιοπιστία και περιφερειακή συνεργασία— θα είναι εκείνες που θα καθορίσουν τις ισορροπίες του αυριανού διεθνούς συστήματος
• Μέσα σε αυτό το νέο διεθνές σκηνικό, ποιος είναι ο ρόλος της Ελλάδας;
Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια νέα φάση εξωτερικής πολιτικής με ενεργό και πολυδιάστατο ρόλο στο διεθνές σκηνικό. Στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπου συναντώνται τα συμφέροντα Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, η χώρα λειτουργεί ως γέφυρα σταθερότητας, ασφάλειας και διαλόγου. Το 2025 σηματοδοτεί την ανάδειξή της σε παράγοντα ισορροπίας, με ευρύτερη επιρροή τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σημαντική στιγμή για τη διεθνή της εικόνα αποτέλεσε η πρόσκληση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στη Διάσκεψη Ειρήνης για τη Γάζα, στο Σαρμ Ελ Σέιχ. Η συμμετοχή της Ελλάδας πλάι σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αίγυπτος και η Κύπρος είχε βαθιά σημειολογική αξία: κατέδειξε την αναβάθμιση του κύρους της ελληνικής διπλωματίας και την εμπιστοσύνη των μεγάλων δυνάμεων στη διαμεσολαβητική της ικανότητα. Η Αθήνα αντιμετωπίστηκε ως κράτος-γέφυρα με σχέσεις εμπιστοσύνης τόσο με το Ισραήλ όσο και με τον αραβικό κόσμο, στοιχείο που της επιτρέπει να συμβάλει ουσιαστικά στην ειρηνευτική και αναπτυξιακή μετάβαση της περιοχής.
Η θητεία της Ελλάδας ως μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας για την περίοδο 2025–2026 ενισχύει ακόμη περισσότερο τον διεθνή της ρόλο. Η Αθήνα προβάλλει μια πολιτική αρχών που στηρίζεται στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου, στην ειρηνική επίλυση διαφορών και στην προστασία των παιδιών και των αμάχων σε εμπόλεμες ζώνες.
Παράλληλα, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την προώθηση της θαλάσσιας ασφάλειας διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο στη χάραξη των νέων διεθνών κανόνων για τους ωκεανούς, στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών του ΟΗΕ για τη βιώσιμη διακυβέρνηση της θάλασσας, προχωρά στη δημιουργία των δυο μεγάλων θαλάσσιων πάρκων στο Ιόνιο και στο Αιγαίο, και στην ανάπτυξη καινοτόμων συστημάτων επιτήρησης για την αντιμετώπιση παράνομης αλιείας και ρύπανσης..
Στο ενεργειακό και αμυντικό επίπεδο, η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε καίριο κόμβο ενέργειας και ασφάλειας για την Ευρώπη. Οι υποδομές LNG στην Αλεξανδρούπολη και την Καβάλα, το αναπτυσσόμενο δίκτυο αγωγών —TAP, IGB και ο υπό σχεδίαση EastMed— καθώς και οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις με την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο μέσω των έργων EuroAsia Interconnector και GREGY, ενισχύουν αποφασιστικά τον ρόλο της χώρας ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου. Παράλληλα, οι στρατηγικές συνεργασίες της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο παγιώνουν τη θέση της ως παράγοντα περιφερειακής ισορροπίας και προβλεψιμότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Με τη συμμετοχή της στις αποστολές IRINI, Atalanta και Aspides, η Ελλάδα παγιώνει την ταυτότητά της ως ναυτική δύναμη σταθερότητας και πυλώνας ασφάλειας στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτό το σύνολο δράσεων και πρωτοβουλιών, η χώρα αναδεικνύεται πλέον σε ώριμο διεθνή παράγοντα: μια ευρωπαϊκή δύναμη ειρήνης, διαμεσολάβησης και βιώσιμης γεωπολιτικής ηγεσίας.