• Την 3η Νοεμβρίου 2025 θα αναβιώσει στο Εφετείο η υπόθεση που προκάλεσε έντονο προβληματισμό στην τοπική κοινωνία, με επίκεντρο τις κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της κοινότητας των Ρομά
Μία από τις πλέον ευαίσθητες ποινικές υποθέσεις που απασχόλησαν τη Δωδεκάνησο τα τελευταία χρόνια επανέρχεται στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δωδεκανήσου την 3η Νοεμβρίου 2025.
Κατηγορούμενος είναι ένας 32χρονος υπήκοος Αλβανίας, ο οποίος πρωτοδίκως κρίθηκε ένοχος για γενετήσιες πράξεις με ανήλικη που είχε συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη της ηλικίας της, πράξεις που τελέστηκαν κατ’ εξακολούθηση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του είχε αναγνωρίσει το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, επιβάλλοντάς του ποινή φυλάκισης τριών ετών με τριετή αναστολή.
Η υπόθεση είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις τόσο λόγω της φύσεως του αδικήματος όσο και εξαιτίας των ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες φέρεται να τελέστηκε.
Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου, με συνήγορο την κ. Ματούλα Παπαβεργή, υποστήριξε ότι η πράξη δεν πρέπει να κριθεί αποκομμένα από το πολιτισμικό πλαίσιο της κοινότητας των Ρομά, όπου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στο δικαστήριο, δεν θεωρείται ασύνηθες το φαινόμενο γάμων σε νεαρή ηλικία.
Το χρονικό της καταγγελίας
Η υπόθεση ήρθε στο φως στις 25 Ιουνίου 2019, όταν μια 13χρονη προσήλθε μαζί με τη μητέρα της στο Τμήμα Ασφαλείας Κω και κατήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος, από τον Μάιο του ίδιου έτους, είχε συνάψει μαζί της ερωτική σχέση και ότι είχαν προχωρήσει σε ολοκληρωμένες σεξουαλικές επαφές τουλάχιστον δύο φορές. Η ανήλικη, σύμφωνα με την προανακριτική της κατάθεση, περιέγραψε με σαφήνεια τη φύση της σχέσης τους, αλλά και την ψυχική αναστάτωση που της προκάλεσε το γεγονός.
Η αποκάλυψη προς τη μητέρα της έγινε, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, όταν η ανήλικη παρουσίασε κάποια συμπτώματα που την οδήγησαν να φοβηθεί το ενδεχόμενο εγκυμοσύνης. Η μητέρα της, ενημερωθείσα για τα περιστατικά, προχώρησε άμεσα στην καταγγελία, οδηγώντας στην ποινική διερεύνηση της υπόθεσης.
Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου
Ο 32χρονος από την πρώτη στιγμή αρνήθηκε τις κατηγορίες. Υποστήριξε ότι είχε ειλικρινή πρόθεση να παντρευτεί την ανήλικη και πως η σχέση τους δεν υπήρξε προϊόν εξαναγκασμού. Εμφανίστηκε μάλιστα βέβαιος ότι η καταγγελία προήλθε από τη μητέρα της ανήλικης, η οποία, όπως ισχυρίστηκε, είχε άλλες προθέσεις για την κόρη της.
Κατά την απολογία του, ανέφερε ότι δεν ήταν εκείνος που προσέγγισε πρώτο το κορίτσι, αλλά η ίδια, και πως εκείνη ήταν που επισκέφθηκε την οικία του, εισερχόμενη από την μπαλκονόπορτα, προκειμένου να συνευρεθούν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι γνώριζε πως η ανήλικη δεν ήταν παρθένα και ότι η μεταξύ τους σχέση είχε τη συναίνεσή της.
Από το αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ήταν γείτονας της ανήλικης, η οποία ζούσε με τη μητέρα της στην Κω. Το χρονικό διάστημα της εποχικής εργασίας της μητέρας, ο άνδρας φέρεται να προσέγγισε την ανήλικη, εκφράζοντας την επιθυμία να συνάψουν δεσμό με προοπτική γάμου. Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι ερωτικές συνευρέσεις έλαβαν χώρα στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου κατά το διάστημα Μαΐου έως Ιουνίου 2019, χωρίς τη χρήση μεθόδων αντισύλληψης, όπως περιέγραψε η ίδια η ανήλικη.
Η περιγραφή της ανήλικης θεωρήθηκε από τις αρχές πειστική και συμβατή με τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, ωστόσο το δικαστήριο, αξιολογώντας το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, αναγνώρισε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου το ελαφρυντικό της καλής μετέπειτα συμπεριφοράς, γεγονός που οδήγησε στην αναστολή της ποινής του.
Η υπεράσπιση του 32χρονου είχε επιμείνει πως οι πράξεις του κατηγορουμένου θα πρέπει να εξεταστούν μέσα στο πλαίσιο των ηθών και εθίμων της κοινότητας όπου ζούσε, όπου, όπως τόνισε, δεν υπάρχει κοινωνικός αποκλεισμός ή στιγματισμός για σχέσεις ή γάμους με ανήλικα κορίτσια. Το δικαστήριο ωστόσο, αν και έλαβε υπόψιν τις κοινωνικές παραμέτρους, δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι η ελληνική έννομη τάξη προστατεύει απολύτως τα πρόσωπα κάτω των 14 ετών από οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη, ανεξαρτήτως συναίνεσης ή πολιτισμικής αναφοράς.
Η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό αναμένεται να ρίξει νέο φως σε μια υπόθεση που εξακολουθεί να προκαλεί έντονα ερωτήματα για τα όρια ανάμεσα στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και το ποινικό δίκαιο, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο η Δικαιοσύνη οφείλει να προσεγγίζει τέτοιες περιπτώσεις.