• Ο Εισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Νικόλαος Α. Νικολάου προτείνει απόρριψη της αναίρεσης και περιγράφει βήμα προς βήμα το ιστορικό της υπόθεσης από το 2004 έως την εφετειακή κρίση και τη συζήτηση στις 5 Νοεμβρίου 2025
Η υπόθεση που ταλάνισε την τοπική κοινωνία της Καρπάθου και άνοιξε δύσκολα ερωτήματα για τις δικλίδες ασφαλείας στη χορήγηση δανείων πέρασε στο αυστηρό φίλτρο του αναιρετικού ελέγχου.
Στο Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, όπου η αίτηση αναίρεσης συζητήθηκε, ο Εισαγγελέας Νικόλαος Α. Νικολάου εισηγήθηκε ρητά την απόρριψή της, καταθέτοντας ένα αναλυτικό ιστορικό που φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο σχηματίστηκε η κατηγορία της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση σε βάρος τραπεζικού ιδρύματος.
Πώς ξετυλίχθηκε το κουβάρι των δανείων
Στο επίκεντρο βρίσκεται η κατάρτιση δανειακών συμβάσεων την περίοδο από τον Μάρτιο του 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2007, οι οποίες αξιολογήθηκαν τελικά ως πλαστές. Το οικονομικό αποτύπωμα που αποδίδεται στη δράση αυτή ανέρχεται σε 289.000 ευρώ, ποσό που συγκροτεί το όριο για τη βαριά μορφή της πράξης και εξηγεί την παραπομπή σε κακούργημα.
Τον Μάιο του 2024, το Β’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών καταδίκασε τον τότε κατηγορούμενο για πλαστογραφία με χρήση, κρίνοντάς τον ένοχο με το ελαφρυντικό του μετέπειτα σύννομου βίου. Η ποινή που επιβλήθηκε ήταν κάθειρξη πέντε ετών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτοδίκως είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη οκτώ ετών, ποινή η οποία είχε ανασταλτικό χαρακτήρα υπό τον όρο καταβολής χρηματικής εγγύησης.
Η υπόθεση ξεκίνησε από καταγγελίες του αδελφού ενός παραπληγικού κατοίκου Καρπάθου, ο οποίος είχε καταστεί πελάτης της Αγροτικής Τράπεζας. Ο πρώην διευθυντής κατηγορήθηκε ότι, εκμεταλλευόμενος την αναπηρία και την ευάλωτη θέση του, κατήρτισε δανειακές συμβάσεις με πλαστές υπογραφές, σε συνεργασία με άγνωστους συνεργούς.
Σύμφωνα με το πόρισμα της τράπεζας, ο κατηγορούμενος είχε αλλοιώσει τα στοιχεία επικοινωνίας του πελάτη ώστε να μην μπορεί να εντοπιστεί από το πιστωτικό ίδρυμα, ενώ στην πραγματικότητα δημιουργήθηκε ένας «πελάτης-φάντασμα» που φαινόταν να λαμβάνει δάνεια χωρίς να έχει γνώση ή συμμετοχή.
Στη δίκη αποκαλύφθηκε από πόρισμα της ΑΤΕ ότι ο κατηγορούμενος στις καρτέλες πελάτη στην ΑΤΕ του παραπληγικού είχε καταχωρήσει λανθασμένα τηλέφωνα επικοινωνίας για να μην είναι δυνατή η επικοινωνία μαζί του. Ο Εισαγγελέας της έδρας τόνισε ότι ο κατηγορούμενος είχε δημιουργήσει έναν πελάτη-φάντασμα και εξέδιδε δάνεια στο όνομά του.
Ο αδελφός του εγκαλούντος γεννήθηκε το έτος 1964 και από την παιδική του ηλικία προσεβλήθη από βαριάς μορφής πολυομυελίτιδα και μυϊκή ατροφία, η δε μετακίνησή του γινόταν με αναπηρικό αμαξίδιο.
Σχεδόν πάντα συνοδευόταν και υποβοηθούνταν από δύο άνδρες ή έναν άνδρα και μία γυναίκα, και οι οποίοι είτε εκτελούσαν χρέη νοσοκόμου, είτε κινούσαν το αμαξίδιο, είτε τον βοηθούσαν να μιλήσει στο τηλέφωνο, είτε να διαβάσει κάποιο έγγραφο, είτε να πάρει το μολύβι ή το στυλό για να υπογράψει. Αναφορικά με τη διανοητική του κατάσταση, αυτή φαινόταν διαυγής και οξεία.
Στην Κάρπαθο, είχε εμφανιστεί ως νομικός σύμβουλος και σύμβουλος επιχειρήσεων και είχε αποκτήσει διάφορους πελάτες, οι οποίοι είχαν επιχειρήσεις στο νησί.
Στην ΑΤΕ, υποκατάστημα Καρπάθου, αρχικά εμφανίσθηκε ως σύμβουλος επιχειρηματιών και με σκοπό να διαπραγματευθεί τον διακανονισμό των χρεών τους.
Φαινόταν δε να γνωρίζει τα τραπεζικά πράγματα. Στη βεβαίωση σπουδών από το οικονομικό κολλέγιο «BCA», την οποία προσκόμισε ο μηνυτής, τη μεγαλύτερη βαθμολογία την είχε στο μάθημα «τεχνική συναλλαγών».
Επισκεπτόταν την Κάρπαθο χειμώνα και καλοκαίρι για να «βλέπει», όπως έλεγε, τους επιχειρηματίες πελάτες του και μιλούσε ο ίδιος για τις επαγγελματικές επιτυχίες του και την επαγγελματική δεινότητά του στο να διαχειρίζεται θέματα «real estate», όπως ο ίδιος τα αποκαλούσε, θέματα χρηματιστηρίου και γενικά οικονομικά θέματα.
Μάλιστα από την εποχή του χρηματιστηρίου και για μεγάλο διάστημα, είχε γίνει γνωστό ότι είχε τηλεοπτική εκπομπή στο κανάλι EXTRA, η οποία αφορούσε σε θέματα του χρηματιστηρίου.
Επίσης, πέραν των άλλων δραστηριοτήτων του, ο ίδιος έλεγε, υπερηφανευόμενος, ότι διαπραγματευόταν την αγορά ποδοσφαιρικών ομάδων, όπως π.χ. των ομάδων «ΙΑΛΥΣΟΣ ΡΟΔΟΥ», «ΠΑΝΗΛΕΙΑΚΟΣ» «ΠΑΣ ΓΙΑΝΝΙΝΑ», «ΑΣΤΕΡΑΣ ΑΜΑΛΙΑΔΑΣ», «ΙΩΝΙΚΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ» κ.λπ.
Περαιτέρω το έτος 1996 άνοιξε στην ΑΤΕ προσωπικό λογαριασμό (τρεχούμενο και ταμιευτηρίου) και βεβαίως υπέγραψε αυτοπροσώπως και ιδιοχείρως και ενώπιον του κατηγορουμένου και διευθυντή της ΑΤΕ, αλλά και ενώπιον του προσωπικού της Τράπεζας όλα τα αναγκαία έγγραφα.
Ταυτόχρονα παρέλαβε και προσωπικό μπλοκ επιταγών.
Έτσι, λόγω των συχνών οικονομικών συναλλαγών που είχε με το υποκατάστημα της ΑΤΕ στην Κάρπαθο, γνωρίστηκε με τον διευθυντή της.
Ο τελευταίος, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως διευθυντή της ΑΤΕ, υποκατάστημα Καρπάθου, τη γνωριμία μαζί του και το ευάλωτο της θέσης του, λόγω της σωματικής του αναπηρίας κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του έτους 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2007, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άγνωστους στην ανάκριση συνεργούς, κατάρτισε δανειακές συμβάσεις.
Οι συμβάσεις όμως φέρονται να ήταν πλαστές, αφού ουδέποτε υπεγράφησαν από τους φερόμενους ως δανειολήπτες και οι υπογραφές τους τέθηκαν κατά απομίμηση της γνήσιας. Η δε ζημία που προκλήθηκε ανέρχεται στο ποσό των 289.000 ευρώ.
Το σημείο τριβής με το πόρισμα του 2010
Κατά την ακροαματική διαδικασία στο Εφετείο, η υπεράσπιση επιχείρησε να αναδείξει ένα παλαιό έγγραφο ως αντίβαρο στην κατηγορία. Ζητήθηκε η αναβολή για να προσκομιστεί πόρισμα ελέγχου της Διεύθυνσης Εσωτερικής Επιθεώρησης και Ελέγχου της τότε Αγροτικής Τράπεζας, με ημερομηνία 19 Φεβρουαρίου 2010. Το έγγραφο επικαλούνταν ότι συγκεκριμένα δάνεια ήταν έγκυρα και νόμιμα και συνδέθηκε υπερασπιστικά με μεταγενέστερη πολιτική δίκη στην οποία, κατά την προσέγγιση της υπεράσπισης, αναδείχθηκαν όψιμες γνώσεις της εκκαθάρισης για ύποπτες κινήσεις.
Η πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εξηγεί γιατί το αίτημα δεν μπορούσε να ανατρέψει τη ροή της διαδικασίας. Καταγράφεται ότι ο Εισαγγελέας της έδρας στο Εφετείο πρότεινε ρητά ενοχή για πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση με ζημία 289.000 ευρώ, εξέλιξη που κατά τη νομολογία καλύπτει και τα υποβληθέντα αιτήματα, άρα δεν γεννάται ακυρότητα από την απόρριψη της αναβολής. Το Εφετείο αιτιολόγησε ότι το υπάρχον αποδεικτικό υλικό επαρκούσε για πλήρη δικανική πεποίθηση.
Από την Κάρπαθο στο εδώλιο και από το εδώλιο στον Άρειο Πάγο
Η δικογραφία χαρτογραφεί μια αλληλουχία πράξεων που, κατά τα δικαστικά πορίσματα, συνιστούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση. Το μοντέλο ήταν σταθερό και επαναλαμβανόμενο μέσα στο ίδιο υποκατάστημα, με σκοπό περιουσιακού οφέλους σε ύψος που υπερβαίνει το νομοθετικό όριο. Ο κατ’ εξακολούθηση χαρακτήρας σημαίνει ότι οι επιμέρους πράξεις συνεκτιμώνται στο σύνολο για την αποτίμηση της ζημίας και για την ποινική μεταχείριση, κάτι που ο Εισαγγελέας αναλύει ρητά στη νομική του θεμελίωση.
Τι είδε η Εισαγγελία στο αποδεικτικό υλικό
Η εισαγγελική πρόταση στέκεται σε τρία σημεία. Πρώτον, ότι η διαδικασία στο Εφετείο διεξήχθη με τις εγγυήσεις του νόμου και ότι η συνολική πρόταση περί ενοχής ενσωμάτωσε και την απόρριψη των αιτημάτων της υπεράσπισης. Δεύτερον, ότι η απόφαση μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους και τα συνεκτιμά ώστε να τεκμηριώσει την ενοχή για κακουργηματική πλαστογραφία με ζημία 289.000 ευρώ. Τρίτον, ότι ο κατ’ εξακολούθηση χαρακτήρας και ο σκοπός περιουσιακού οφέλους συνάγονται από το σύνολο των περιστατικών και δεν χρειάζεται να τεκμηριωθεί κάθε μερικό επεισόδιο ως αυτοτελές κακούργημα.
Το ερώτημα του «πρότερου σύννομου βίου» και γιατί δεν ανατρέπει τα γεγονότα
Η υπεράσπιση επιδίωξε να αναγνωριστεί ευρύτερα το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου. Η εισήγηση ξεκαθαρίζει ότι ο σύννομος βίος δεν ισοδυναμεί με λευκό ποινικό μητρώο και ότι ο δικαστής συνεκτιμά συνολικά την προτέρα ζωή μέχρι τον χρόνο τέλεσης. Από αυτή τη διευκρίνιση προκύπτει ότι, ακόμη και αν υπήρχαν στοιχεία υπέρ της προσωπικής διαδρομής, δεν αναιρείται το ιστορικό των μεθοδικών πράξεων που στοιχειοθετούν την πλαστογραφία.
Το συμπέρασμα του Αρείου Πάγου ως προς το χρονικό
Η εισαγγελική πρόταση δεν περιορίζεται σε νομικά σημεία αλλά στηρίζει την αποτίμηση των ετών 2004 έως 2007 ως ενιαίας εγκληματικής δράσης με συγκεκριμένη οικονομική ζημία. Επισημαίνεται ότι το Εφετείο αξιολόγησε επαρκώς τα κρίσιμα στοιχεία, ενώ το ζήτημα του πορίσματος του 2010 και της επίμαχης πολιτικής δίκης δεν δημιουργεί ρήγμα στην ήδη σχηματισμένη κρίση για τα γεγονότα. Έτσι, το ιστορικό παραμένει συμπαγές, γεγονός που επιτρέπει στον αναιρετικό λόγο περί ελλιπούς αιτιολογίας να καταπέσει.















