Τοπικές Ειδήσεις

Αντώνης Καμπουράκης: Η αντισυνταγματικότητα, δεν μπορεί να λειτουργεί ως «παρασιτοκτόνο» ή «αντιβιοτικό»

Απάντηση στις αιτιάσεις Κολιάδη για το εκλογικό σύστημα στους ΟΤΑ – Τονίζεται μεταξύ άλλων ότι δεν συντρέχει λόγος παραπομπής προς κρίση της συνταγματικότητας του εκλογικού συστήματος στους ΟΤΑ στο ΣτΕ

Απάντηση στις αιτιάσεις της παρατάξεως Κολιάδη περί αντισυνταγματικότητας του εκλογικού συστήματος με το οποίο διενεργήθηκαν οι δημοτικές εκλογές στους ΟΤΑ έδωσε ο Αντώνης Καμπουράκης με την προσθήκη αντίκρουση που υπέβαλε προχθές ενώπιον του Εκλογοδικείου.
Η παράταξη Καμπουράκη τονίζει μεταξύ άλλων ότι, ουδείς λόγος υφίσταται, για την εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 και την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΣτΕ, σχετικά με την συνταγματικότητα του άρθρου 24 του ν. 4804/2021, όπως αιτείται η παράταξη Κολιάδη.
Στο οικείο κεφάλαιο της προσθήκης αντίκρουσης αναφέρονται και τα εξής:
«Η δήθεν αντισυνταγματικότητα του άρθρου 24 του ν. 4804/2021
Προβάλλουν, προσθέτως με το υπόμνημά τους, οι αντίδικοι ότι η κρίσιμη διάταξη του άρθρου 24 του ν. 4804/2021 είναι ευθέως αντισυνταγματική, ήτοι αντίθετη με την αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής βούλησης, της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος (sic) και της απορρέουσας από την έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αρχής της ευρύτερης δυνατής εκπροσώπησης.


Η αντισυνταγματικότητα αυτή, επιχειρείται να θεμελιωθεί σε δύο βασικές σκέψεις:
Πρώτον, ότι οι αποφάσεις 3684-3687/2009 της Ολομέλειας του ΣτΕ «αφορούν στο προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του νόμου 3463/2006, πριν την δραστική μεταρρύθμιση του Καλλικράτη, ουσιώδες στοιχείο της οποίας ήταν το εκλογικό σύστημα σε δύο γύρους με επίτευξη ποσοστού 50% συν 1». Κατά δεύτερον υποστηρίζεται, ότι οι ως άνω αποφάσεις του ΣτΕ «καταφάσκουν επί της συνταγματικότητας του τότε ενισχυμένου εκλογικού συστήματος σε κλίμακα δήμων πολύ μικρότερης εκείνης των νυν Καλλικρατικών δήμων». Κατά το ίδιο σκεπτικό προβάλλεται περαιτέρω ότι «πράγματι, στους μικρότερους δήμους η ανάγκη επίτευξης πλειοψηφιών είναι ενδεχομένως μεγαλύτερη. Αντιθέτως στους μεγάλους δήμους όπως ο νυν Δήμος Ρόδου με τα διευρυμένα διοικητικά όρια και το αυξημένο πληθυσμό και δη από ετερόκλητους μικρούς και μεγάλους οικισμούς, θα πρέπει να διασφαλίζεται η ανάγκη της αναλογικότερης δυνατής απεικόνισης της λαϊκής βούλησης, με ασφαλιστική δικλείδα για την αποτελεσματική διακυβέρνηση την αυξημένη πλειοψηφία μόνο μετά το 50% συν 1 του β’ γύρου».
Είναι προφανές όμως, ότι το βασικό ως άνω επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο ο Καλλικρατικός νόμος δημιούργησε πολύ μεγαλύτερους δήμους, σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, επιχειρείται να θεμελιωθεί επί προφανώς εσφαλμένης προϋποθέσεως. Τούτο δε, καθώς από τις σχετικές νομολογιακές σκέψεις, προκύπτει ότι η συνταγματικότητα του ποσοστού 42%, ουδόλως συνδέθηκε με το πληθυσμιακό μέγεθος των δήμων. Προδήλως, και υπό την ισχύ του προηγούμενου Καποδιστριακού μοντέλου, υπήρχαν οι ίδιοι μεγάλοι Δήμοι, οι οποίοι ουδόλως έχουν υποστεί μεταβολές, από άποψη πληθυσμού (βλ. λ.χ. Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς κ.λπ.). Αντιθέτως, αυξήθηκε από τότε στο σύνολο της Επικρατείας, ο αριθμός των ψηφοφόρων, λόγω της μείωσης του ορίου ηλικίας, για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος.
Συνεπώς, οι ίδιοι νομικοί λόγοι, που οδήγησαν την νομολογία στην θέση, ότι το ποσοστό του 42%, το οποίο προβλεπόταν υπό προγενέστερο καθεστώς, είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα, επιβάλλουν την αποδοχή της άποψης, ότι το ποσοστό του 43% (συν μία ψήφος), που ορίζει η διάταξη του άρθρου 24 του ν. 4804/2021, είναι πολλώ μάλλον σύμφωνο με το Σύνταγμα.
Εξάλλου η αντισυνταγματικότητα, δεν μπορεί να λειτουργεί ως «παρασιτοκτόνο» ή «αντιβιοτικό», προκειμένου να αποφεύγεται η εφαρμογή μιας αντίθετης με τα συμφέροντά μας και ανεπιθύμητης για τον λόγο αυτό διάταξης και, συνεπώς, εξοβελιστέας από την έννομή μας τάξη. Εν προκειμένω, η παγίως κρατούσα σχετική νομολογία είναι απολύτως σαφής και ανεπίδεκτη παρερμηνειών. Τα πραγματικά και νομικά δεδομένα, που οδήγησαν σε αυτήν, όχι μόνο εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά οι όποιες μεταβολές που επήλθαν (μείωση ορίου ηλικίας για την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν), ενισχύουν και δικαιολογούν a fortiori, την κρατούσα νομολογιακή θέση».
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν και η θέσεις της παρατάξεως Καμπουράκη για την σύνδεση του αποτελέσματος της πρώτης Κυριακής, με αυτό της επαναληπτικής εκλογής της δεύτερης Κυριακής.
Αναφέρονται επί του προκειμένου τα εξής:
«Η αυθεντική λαϊκή ψήφος στις αυτοδιοικητικές εκλογές, είναι αυτή που δίδεται την πρώτη Κυριακή, αφού το ουσιαστικό νόημά της, οι πραγματικές προθέσεις του εκλογέα και το μήνυμα που θέλει να αποστείλει, αποτυπώνονται γνήσια κατά την πρώτη εκλογή. Κοινώς αποδεκτή είναι η θέση, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα της δεύτερης Κυριακής, επηρεάζεται καθοριστικά από πολλαπλούς παράγοντες, όπως ευκαιριακές πολιτικές ή προσωπικές συμμαχίες και συμφέροντα, ευρύτερες ή τοπικές σκοπιμότητες, παντός είδους συγκυρίες κ.ά.


Αυτονόητο είναι επίσης το ό,τι η μόνη αιτιακή σχέση, μεταξύ πρώτης και δεύτερης εκλογής, είναι η αδυναμία όλων των υποψηφίων της πρώτης Κυριακής να συγκεντρώσουν το ex lege προβλεπόμενο ποσοστό του 43% (συν μια ψήφο). Συνεπώς, η δεύτερη εκλογή τελεί υπό την συγκεκριμένη αίρεση, ότι δηλαδή κανείς υποψήφιος δεν πέτυχε το κρίσιμο εν λόγω ποσοστό. Εφόσον όμως ένας υποψήφιος επιτύχει το συγκεκριμένο ποσοστό, το νομικό γεγονός της επαναληπτικής εκλογής της δεύτερης Κυριακής, δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Επομένως, όλως αποπροσανατολιστικά, γίνεται διαρκής επίκληση από τους αντιδίκους, του αποτελέσματος της δεύτερης Κυριακής, για την πλασματική δημιουργία εντυπώσεων.
Το μόνο ίσως νομικό επιχείρημα που μπορεί να αντληθεί από την σύγκριση μεταξύ των εκλογών πρώτης και δεύτερης Κυριακής, είναι ο τρόπος ενημέρωσης και ροής των εκλογικών αποτελεσμάτων. Στην μεν πρώτη Κυριακή, όπου έπρεπε πάση θυσία να αποτραπεί ο κίνδυνος απευθείας εκλογής μου, διαπιστώνονται οι ανωμαλίες και τα στατιστικά παράδοξα, που αναφέρουμε στα δικόγραφα μας της ένστασης, των προσθέτων λόγων και του υπομνήματος, ενώ κατά την δεύτερη Κυριακή, όταν από πολύ νωρίς φάνηκε ο κίνδυνος αυτός να εκλείπει, είχαμε μια συνήθη και ομαλή ενημέρωση και ροή αποτελεσμάτων.
Αξιολογούμενη νομικώς η άποψη της αντίδικης πλευράς, ότι δηλαδή με την ένστασή μας ζητούμε την παραχάραξη της εκφρασθείσας λαϊκής βουλήσεως, προκειμένου «σώνει και καλά» να επιτευχθεί ένα πλασματικό ποσοστό 43%, οδηγεί στην διαπίστωση ότι, η έννομή μας τάξη δεν επιτρέπει την άσκηση του δικαιώματός μας, για δικαστικό έλεγχο νομιμότητας των αυτοδιοικητικών εκλογών. Με άλλα λόγια, οι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της οικείας εκλογικής διαδικασίας, θα πρέπει να διαφεύγουν του δικαστικού ελέγχου και να αποτελούν κανονιστικό άβατο για τον δικαστή. Είναι προφανές όμως, ότι το ελληνικό δικονομικό σύστημα, την μόνη κατηγορία διοικητικών πράξεων, που γνωρίζει ότι εξαιρούνται του δικαστικού ελέγχου, είναι αυτή των κυβερνητικών πράξεων. Καταφανώς όμως, οι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη των αυτοδιοικητικών οργάνων, όπως και αυτές για την ανάδειξη των βουλευτών, ουδέποτε στην ελληνική έννομη τάξη αντιμετωπίσθηκαν ούτε από τον νομοθέτη ούτε από την νομολογία, ως κυβερνητικές πράξεις, καθώς δεν πληρούν κανένα από τα σχετικά κριτήρια.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου