Ο Δήμος Ρόδου έχασε την κυριότητα πλατείας στην Ιαλυσό!

Mια νέα απόφαση “βόμβα” του Συμβουλίου της Επικρατείας ανοίγει το δρόμο για τη διεκδίκηση από τους αρχικούς ιδιοκτήτες όλων των ακινήτων τα οποία δεσμεύτηκαν από τη διοίκηση στα πλαίσια ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, λόγω της μη συντελέσεώς της για μακρό χρονικό διάστημα (άνω των τριάντα πέντε ετών), επιστρέφοντας σε οικογένεια της Ιαλυσού πλατεία εμβαδού 1,5 στρέμματος στην περιοχή και συγκεκριμένα στην οδό Διαγόρα, πλησίον του 1ου Δημοτικού Σχολείου.
Το ΣτΕ με την υπ’ αρίθμ. 1994/2013 απόφαση του ακυρώνει συγκεκριμένα τη ρυμοτόμηση ακινήτου στην Ιαλυσό μετά από ενέργειες του δικηγόρου κ. Παντελή Αποστολά και ανοίγει το δρόμο για την θετική έκβαση όμοιας προσφυγής στο ίδιο δημοτικό διαμέρισμα του δικηγόρου κ. Παν. Παρασκευά σε άλλη υπόθεση που εκκρεμεί στα διοικητικά δικαστήρια.
Η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, είχε επιβληθεί, με το β.δ. της 22.1-6.2.1971 (Δ΄ 34), στα ακίνητα με κτηματολογικές μερίδες γαιών Τριαντών 505 και 505 Α, τα οποία φέρονται ως ανήκοντα σε μια οικογένεια ημεδαπών και βρίσκονται εντός του σχεδίου πόλεως της πρώην Κοινότητας Τριαντών Ρόδου, που αποτέλεσε ακολούθως τον Δήμο Ιαλυσού Ρόδου.
Η δέσμευση αυτή διατηρήθηκε με το π.δ. της 8.8-4.9.1995 (Δ΄ 655), με το οποίο αναθεωρήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Ιαλυσσού. Η αναιρεσίβλητος, με την από 4.10.2005 εξώδικη δήλωση – αίτηση που επιδόθηκε στον Δήμο Ιαλυσού την 4.11.2005 ζήτησε την ανάκληση της απαλλοτριώσεως των ως άνω ακινήτων, λόγω της μη συντελέσεώς της για μακρό χρονικό διάστημα.
Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε σιωπηρώς με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την επίδοση της σχετικής αιτήσεως, ακολούθως δε η αναιρεσίβλητος άσκησε προσφυγή ενώπιον του οικείου Διοικητικού Πρωτοδικείου και ζήτησε να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη του αιτήματός της, ισχυριζόμενη ότι από την κήρυξη της επίμαχης απαλλοτριώσεως το έτος 1971 μέχρι την επίδοση της αιτήσεώς της για άρση παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 35 ετών, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως.
Η ασκηθείσα προσφυγή έγινε δεκτή. Το δικάσαν δικαστήριο έκρινε εν πρώτοις ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για ενεργητική νομιμοποίηση της αναιρεσιβλήτου. Ακολούθως έκρινε ότι τόσο η αναιρεσίβλητος όσο και η δικαιοπάροχός της ζήτησαν κατ’ επανάληψη από τη Διοίκηση, με αιτήσεις τους, να επισπεύσει τη διαδικασία συντελέσεως της επίδικης απαλλοτριώσεως και απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του Δήμου ότι η προσφυγή ασκείται καταχρηστικώς.
Περαιτέρω, έκρινε ότι από το έτος 1971, κατά το οποίο επιβλήθηκε η επίδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση των ακινήτων της αναιρεσιβλήτου και το οποίο αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο για τον υπολογισμό της δεσμεύσεώς τους, μέχρι την αίτηση για άρση της απαλλοτριώσεως που επιδόθηκε στον Δήμο την 4.11.2005, παρήλθε μακρότατος χρόνος, άνω των 30 ετών, χωρίς να συντελεσθεί η απαλλοτρίωση.
Έκρινε, επίσης, ότι την ως άνω υπέρβαση του ευλόγου χρόνου δεν δύνανται να δικαιολογήσουν ούτε οι αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ιαλυσού κατά τα έτη 1998, 2000 και 2002 περί συντάξεως πράξεως αναλογισμού, δεδομένου ότι τέτοια πράξη τελικώς δεν συντάχθηκε, ούτε η απόφαση του Δήμου για διερεύνηση της δυνατότητας εξαγοράς των επίμαχων ακινήτων, δεδομένου ότι η εξαγορά, η οποία τελικώς δεν πραγματοποιήθηκε, δεν συνάπτεται με τη διαδικασία της απαλλοτριώσεως, αλλά αποτελεί διακριτή διαδικασία
Το ΣτΕ έκρινε ότι ενόψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, καθώς και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο.
Επομένως, όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας διατηρούνται πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως των βαρυνομένων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμοδίου κατά περίπτωση οργάνου της Διοικήσεως να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους απαιτείται η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης.
Εξ άλλου, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, οφείλει, αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, να επιληφθεί προκειμένου να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον με μόνη την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο.
Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση ενόψει της υποχρεώσεώς της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, βάσει, όμως, των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος.