Δικαστική έρευνα για εκβίαση σε βάρος γνωστής επιχειρηματία

Eνα σατανικό σχέδιο οικονομικής αφαίμαξης και ψυχικής εξόντωσης μιας γνωστής επιχειρηματία της Ρόδου, από άτομα που έβαλε στη ζωή της και εμπιστεύθηκε, καταγγέλθηκε στις αρχές και αποτελεί αντικείμενο ενδελεχούς ελέγχου αστικών δικαστηρίων αλλά και της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Η φερόμενη ως θύμα, παντρεμένη και μητέρα, δραστηριοποιείται από πολλών ετών στον τουριστικό κλάδο στα Δωδεκάνησα.
Περί τις αρχές του έτους 2008, περίοδο κατά την οποία προσπαθούσε να πουλήσει μια επιχείρησή της, γνώρισε την αντίδικό της, η οποία, όπως αναφέρει σε δικόγραφά της, της συνεστήθη ως μεσίτρια ακινήτων. Στο πλαίσιο της συνεργασίας τους αναπτύχθηκε μεταξύ τους φιλική σχέση. Η αντίδικος της φέρεται να της είχε μιλήσει για την επαγγελματική, οικογενειακή και προσωπική της πορεία, της είχε αναφέρει ότι είχε διαζευχθεί το σύζυγό της, της είχε συστήσει έναν εκ των συνεργών της ως σύντροφό της και της είχε εκμυστηρευτεί ότι αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και με δυσκολία κάλυπτε τα έξοδα διαβίωσης τόσο της ιδίας όσο και των δύο παιδιών της. Η επιχειρηματίας διατείνεται ότι τη συνέδραμε με διάφορα χρηματικά ποσά.
Στο πλαίσιο της φιλικής σχέσης, που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, φέρεται επιπλέον να εκμυστηρεύθηκε στην αντίδικό της ότι μετά από μια βαθιά κρίση στο γάμο της, συνδέθηκε με έναν άλλον άνδρα επίσης έγγαμο και επιχειρηματία, που δραστηριοποιείται και κατοικεί μόνιμα στη Ρόδο.
Η επιχειρηματίας ένιωθε ότι βρισκόταν εν μέσω συμπληγάδων, είχε περιέλθει σε δεινή ψυχολογική κατάσταση και δεν μπορούσε να μοιραστεί τις ανησυχίες της με κανέναν. Υποστηρίζει ότι υπό το κράτος της έντονης ψυχολογικής της φόρτισης θεώρησε ότι το κατάλληλο πρόσωπο, στο οποίο θα μπορούσε να εκμυστηρευθεί το πρόβλημά της ήταν η πρώην φίλη της την οποία θεωρούσε ως το μοναδικό εχέμυθο πρόσωπο, που θα την καταλάβαινε, θα την στήριζε και θα την βοηθούσε να λάβει ορθές αποφάσεις. Έτσι της απεκάλυψε με κάθε λεπτομέρεια το χρονικό της εξωσυζυγικής της σχέσης και εκείνη φέρεται να την αντιμετώπισε με κατανόηση και παρηγορητική διάθεση. 
Μετά την πώληση όμως επιχείρησής της, η επιχειρηματίας διαπίστωσε, όπως περιγράφει σε δικόγραφά της, ότι η αντίδικός της άρχισε να απομακρύνεται αποφεύγοντας τις συναντήσεις και κάθε είδους επικοινωνία μαζί της. Φέρεται να περιορίστηκε στα τυπικά και εκείνη υπέθετε ότι είχε ενοχληθεί, διότι επώλησε την επιχείρηση της χωρίς τη μεσολάβησή της ως μεσίτριας.
Όπως υποστηρίζει η φιλία τους όχι μόνο δεν αναθερμάνθηκε αλλά αποδείχθηκε μία καλοστημένη παγίδα, στην οποία την παρέσυρε με σκοπό να της αποσπάσει από κοινού με τους συνεργάτες της, τεράστια χρηματικά ποσά.
Στις αρχές του Σεπτεμβρίου 2011 επισκέφθηκε, όπως υποστηρίζει, την επιχείρησή της ένας άνδρας, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε στην πορεία, ήταν ο γιος της. Φέρεται να της συστήθηκε με ψεύτικο όνομα και παρουσιάστηκε ως ελληνοϊταλός.
Ο άνδρας αυτός, όπως διατείνεται, της αποκάλυψε ότι κατέχει ένα CD, που περιέχει βίντεο, στο οποίο απεικονίζονται  προσωπικές της στιγμές και ζήτησε να του καταβάλει 500.000 ευρώ, διαφορετικά θα αναρτούσε το βίντεο στο διαδίκτυο διασύροντάς την στο πανελλήνιο.
Της ανέφερε, όπως ισχυρίζεται, ότι γνώριζε λεπτομέρειες για τα παιδιά της και ότι την απείλησε ότι θα απήγαγε συγγενή της αν αποκάλυπτε την εκβίαση στις αρχές.
Όπως τονίζει η φερόμενη ως θύμα, η ιδέα της ανάρτησης στο διαδίκτυο ενός βίντεο με προσωπικές της στιγμές προκαλούσε τρόμο και έντονη ανησυχία έστω και αν δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ο εκβιαστής της να «μπλόφαρε».
Κυρίως όμως ανησυχούσε για τη ζωή συγγενικών της προσώπων.
Ο άνδρας αυτός φέρεται να της τηλεφώνησε με απόκρυψη τον Οκτώβριο του 2011 και του απάντησε ότι είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει 200.000 ευρώ και του ζήτησε προθεσμία για τα υπόλοιπα. Φέρεται να ακολούθησαν νέες απειλές και σε συνάντησή τους περί τα τέλη του Νοεμβρίου 2011 υποστηρίζει ότι του παρέδωσε μια σακούλα με 200.000 ευρώ σε μετρητά.
Ο άνδρας, όπως περιγράφει, της επέδειξε το όπλο που είχε κρυμμένο σε τσέπη του σακακιού του και της δήλωσε ότι θα της έδινε διορία υπό την προϋπόθεση ότι θα του παρέδιδε ως εγγύηση επιταγές, κοσμήματα και το ακριβό αυτοκίνητό της.
Η φερόμενη ως θύμα ισχυρίζεται ότι του παρέδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, δύο βραχιόλια, και τέσσερις επιταγές ύψους 213.000 ευρώ.
Μάλιστα φέρεται να την εξανάγκασε να υπογράψει ένα έγγραφο από το οποίο προκύπτει ότι οι επιταγές είναι εγγύηση και προέρχονται από μεταξύ τους δανεισμό.
Τον Ιανουάριο του 2012 η φερόμενη ως θύμα υποστηρίζει ότι δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την δήθεν φίλη της η οποία αξίωσε επιτακτικά να της καταβάλει 40.000 ευρώ προκειμένου να μην αποκαλύψει την εξωσυζυγική της σχέση.
Τότε αντιλήφθηκε ότι ήταν συνεργάτες με τον άνδρα που την εκβίαζε (αργότερα διαπίστωσε, όπως λέει, ότι ήταν και γιος της) και έτσι της παρέδωσε σε μετρητά 12.000 ευρώ και δύο συναλλαγματικές, ύψους 12.500 ευρώ έκαστη.
Περί τα τέλη του Φεβρουαρίου 2012, όπως υποστηρίζει, κατέβαλε ακόμη 70.000 ευρώ στον γιο της και της ζήτησε να της επιστρέψει το αυτοκίνητο και τα κοσμήματα.
Τον Μάρτιο ο ίδιος φέρεται να αξίωσε να του καταβάλει ακόμη 200.000 ευρώ πέραν των επιταγών.
Τότε φοβούμενη απευθύνθηκε σε ιδιωτικό ντέντεκτιβ ο οποίος φέρεται να τη συνέδραμε στις επόμενες συναντήσεις της.
Σε συνάντηση που ακολούθησε ο φερόμενος ως εκβιαστής, όπως διατείνεται η επιχειρηματίας, προσποιήθηκε ότι δεν θυμόταν ότι του είχε καταβάλει 270.000 ευρώ σε μετρητά. Φέρεται να του ζήτησε προθεσμία για νέα καταβολή χρημάτων τον Απρίλιο του 2012.
Ο ντέντεκτιβ ακολούθησε τον φερόμενο ως εκβιαστή στο αεροδρόμιο. Εκεί είδε από το εισιτήριο του τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητάς του και τον άκουσε να μιλά με ένα άτομο στο τηλέφωνο και να του περιγράφει τι είχε προηγηθεί στη συνάντησή τους. Ο ίδιος άνδρας φέρεται επίσης να είχε δεχτεί ένα δεύτερο τηλεφώνημα και στο τηλεφώνημα αυτό ξεστόμισε ένα όνομα γνωστού της προσώπου.
Αφού πληροφορήθηκε τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια από τον ντέντεκτιβ έξαλλη τηλεφώνησε στο άτομο αυτό που γνώριζε, το οποίο, όπως περιγράφει, την απείλησε.
Ο ντέντεκτιβ εντόπισε στην πορεία το αυτοκίνητό της στην Αθήνα και μέσω συνεργατών της το πήρε από τους καταγγελλόμενους οι οποίοι φέρονται εκ νέου να την απείλησαν.
Η καταγγελλόμενη για τον εκβιασμό πρώην φίλη της φέρεται στην πορεία να της υπέβαλε μήνυση με αποτέλεσμα να κινηθεί διαδικασία για την παραπομπή της. Τότε διαπίστωσε ότι υποστήριξε στη μήνυσή της σε βάρος της ότι της είχε δανείσει 480.000 ευρώ, ότι ως εγγύηση της είχε δώσει επιταγές, το αυτοκίνητό, δύο συναλλαγματικές και δύο κοσμήματα κ.α.
Όπως υποστηρίζει η επιχειρηματίας η αντίδικός της, που αδυνατούσε να εξασφαλίσει τα προς το ζην, διατείνεται ότι τα οικονομικά της δεδομένα της επέτρεπαν να δανείσει και μάλιστα ατόκως το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 480.000 ευρώ στην επιχειρηματία που δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα ρευστότητας. Οι απειλές μάλιστα φέρονται να συνεχίστηκαν ακόμη και με μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο.
Την υπόθεση χειρίζονται οι δικηγόροι κ.κ. Στέλιος Αλεξανδρής και Γιάννης Καραμιχάλης.