Διετάχθη η κατάσχεση 6 λογαριασμών γνωστής ξενοδοχειακής επιχείρησης

Σε κατάσχεση έξι λογαριασμών που τηρούν τρεις εκπρόσωποι γνωστής ξενοδοχειακής εταιρείας της Δωδεκανήσου προχώρησε, με διάταξη που εξέδωσε, ο πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης κ. Π. Νικολούδης.
Όπως αποκαλύπτει σήμερα η «δημοκρατική», η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, διενήργησε έλεγχο, μέσω αρμόδιας επιτροπής σε Δωδεκανησιακή ανώνυμη ξενοδοχειακή εταιρεία, εκπροσωπούμενη από τρία άτομα ηλικίας 67, 69 και 72 ετών.
Από τον έλεγχο προέκυψε ότι η εταιρεία είχε δηλώσει ότι προτίθεται να προβεί στην υλοποίηση επενδυτικού σχεδίου στον κλάδο του τουρισμού και ζήτησε την ένταξη της επένδυσης στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα του ΕΣΠΑ 2007-2013, για να λάβει την σχετική επιχορήγηση.
Τον Δεκέμβριο του 2010 εκδόθηκε απόφαση υπαγωγής της η οποία προέβλεπε ότι η συνολική ενισχυόμενη δαπάνη θα ανέλθει στο ποσό των 250.339 ευρώ, εκ των οποίων η εγκριθείσα επιχορήγηση θα ανέρχετο στο ποσό των 162.500 ευρώ, με τελικό ποσό καταβολής 156.174,95 ευρώ και η ίδια συμμετοχή των εταίρων στο ποσό των 88.920 ευρώ.

Η ίδια συμμετοχή προβλέπετο να καταβληθεί σε μετρητά από τους εταίρους και η καταβολή της ιδίας συμμετοχής πιστοποιείται από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.
Η ίδια απόφαση υπαγωγής προέβλεπε παραπέρα ότι η επιχορήγηση κατά το ήμισυ θα καταβληθεί εφόσον προηγηθεί έλεγχος από τον Ειδικό Φορέα Διαχείρισης, για την πιστοποίηση του οικονομικού αντικειμένου (εξόφληση τιμολογίων και έλεγχο του κόστους) σε ποσοστό 50% επί του εγκεκριμένου συνολικού προϋπολογισμού της επένδυσης, καθώς και την καταβολή της ίδιας συμμετοχής του δικαιούχου της ενίσχυσης, σε ποσοστό τουλάχιστον 50% της συνολικά προβλεπομένης.
Προκειμένου η εταιρεία να λάβει την συνολική επιχορήγηση, έπρεπε να τηρηθούν οι όροι της απόφασης υπαγωγής περί ίδιας συμμετοχής. Για το λόγο αυτό η εταιρεία έπρεπε να προβεί σε αύξηση του εταιρικού της κεφαλαίου κατά 88.920 ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στην συνολική ίδια συμμετοχή των εταίρων της.
Το ποσό αυτό εφέρετο ότι καλύφθηκε από την αύξηση εταιρικού κεφαλαίου ποσού 88.920 ευρώ, όπως αυτή περιγράφηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως στο οικείο τεύχος, τον Οκτώβριο του 2011.
Από την κίνηση του λογαριασμού όψεως της εταιρείας προέκυψε ωστόσο ότι οι εταίροι, με τρόπο παραπλανητικό, πέτυχαν να εμφανίσουν ότι προέβησαν σε κατάθεση της ίδιας συμμετοχής, ύψους 88.920 ευρώ.
Από τον έλεγχο προέκυψαν συγκεκριμένα τα εξής:
Τον Ιανουάριο του 2011 εμφανίστηκε να έχει κατατεθεί το ποσό των 8.000 ευρώ στον ως άνω λογαριασμό σε όνομα καταθέτη ενός εκ των εκπροσώπων της και αιτιολογία «αύξηση μετοχικού κεφαλαίου» και ακολούθησε μια μέρα μετά ανάληψη του ποσού.
Πέντε μέρες μετά υπήρξε νέα ισόποση κατάθεση με όνομα καταθέτη έτερου εκπροσώπου της εταιρείας και την ίδια αιτιολογία. Την ίδια μέρα υπήρξε ανάληψη ποσού 8.500 ευρώ.
Τον Φεβρουάριο υπήρξαν δύο νέες καταθέσεις σε ονόματα εκπροσώπων ύψους 16.500 ευρώ με την ίδια αιτιολογία και αυθημερόν ισόποση ανάληψη.
Τον ίδιο μήνα υπήρξαν ακόμη δύο καταθέσεις σε ονόματα εκπροσώπων ύψους 16.000 ευρώ για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και αυθημερόν νέα ισόποση ανάληψη.
Τον Μάρτιο του 2011 εμφανίστηκε να έχει κατατεθεί το ποσό των 26.500 ευρώ στον ίδιο λογαριασμό για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου από έναν εκπρόσωπο και αυθημερόν υπήρξε εκ νέου ισόποση ανάληψη.
Τα τέλη του ίδιου μήνα υπήρξε ακόμη μια κατάθεση 27.000 ευρώ και την ίδια μέρα ισόποση ανάληψη ενώ τον Απρίλιο του 2011 κατάθεση 11.000 ευρώ που είχε την ίδια τύχη, όπως κι ακόμη δύο καταθέσεις ύψους 19.000 ευρώ τον ίδιο μήνα.
Η αρχή «ξεπλύματος μαύρου χρήματος» έκρινε ότι πρόκειται για εικονικές καταθέσεις, τα παραστατικά των οποίων ήταν στην ουσία ψευδή αφού δεν αποδείκνυαν την ύπαρξη κατατεθειμένων κεφαλαίων, καθώς αναλαμβάνονταν αμέσως μετά την τυπική κατάθεσή τους.
Θεωρεί ότι οι τρεις εκπρόσωποι της εταιρείας, με τρόπο παραπλανητικό πέτυχαν να εμφανίσουν ότι προέβησαν σε κατάθεση του ποσού της ίδιας συμμετοχής, δεδομένου ότι αποτελούσε αναγκαίο όρο προκειμένου να εγκριθεί και στη συνέχεια να τους δοθεί το ποσό της επιχορήγησης και που ουδέποτε θα είχε εγκριθεί ούτε θα τους κατέβαλαν οι αρμόδιοι, για την εκταμίευση και καταβολή του, εκπρόσωποι του Ελληνικού Δημοσίου, αν γνώριζαν την αληθή κατάσταση και συγκεκριμένα αν γνώριζαν ότι δεν υπήρχε πράγματι «ίδια συμμετοχή» γεγονός που καθιστούσε την επένδυση τουλάχιστον επισφαλή.
Με τον τρόπο αυτό, φέρεται να επήλθε, περιουσιακή βλάβη του Δημοσίου ίση προς το ποσό της επιχορήγησης 156.174,95 ευρώ.
Η αρχή θεωρεί μάλιστα ότι το συγκεκριμένο ποσό αποτελεί εγκληματικό προϊόν απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο οι προαναφερόμενοι διοχέτευσαν μέσω του τραπεζικού συστήματος σε δικούς τους ατομικούς λογαριασμούς, μεταβίβασαν και ανέμειξαν με νομίμως κατεχόμενη απ’ αυτούς περιουσία με σκοπό να πετύχουν τη νομιμοποίησή του.