Με επιστολή της προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ημερομηνίας 1η Αυγούστου 2025, η Τουρκία προβάλλει μια σειρά από ισχυρισμούς κατά της Ελλάδας, υποστηρίζοντας ότι έκανε «ατυχείς και άσχετες αναφορές» στο Κυπριακό και στην «τουρκική μειονότητα στη Δυτική Θράκη και τα Δωδεκάνησα».
Οι τουρκικοί ισχυρισμοί αφορούν αναφορές της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ανοιχτής συζήτησης του Συμβουλίου Ασφαλείας με θέμα τη συνεργασία του ΟΗΕ με περιφερειακούς οργανισμούς και, συγκεκριμένα, τον Οργανισμό Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC).
Στην επιστολή, που κυκλοφόρησε επίσημα ως έγγραφο του Συμβουλίου (S/2025/503), ο Τούρκος Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, Αχμέτ Γιλντίζ αναφέρει ότι η Τουρκία «εκφράζει τη λύπη της για τις απόπειρες εκτροπής της θεματολογίας της συζήτησης» μέσω «άσχετων αναφορών κατά του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας».
Η συνεργασία μεταξύ του OIC και των Τουρκοκυπρίων «ξεκίνησε το 1975», ήτοι μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την τουρκική κατοχή, ενώ το 2004, «μετά την απόρριψη από την ελληνοκυπριακή πλευρά του Σχεδίου Ανάν, ο OIC αναγνώρισε ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν εκπροσωπούν τους Τουρκοκύπριους» και αποφάσισε τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του Οργανισμού «με την ονομασία που προβλεπόταν στο Σχέδιο Ανάν», υποστηρίζεται στην επιστολή.
Η Τουρκία ισχυρίζεται στην επιστολή ότι, από τότε οι Τουρκοκύπριοι εκπροσωπούνται ως «τουρκοκυπριακό κράτος» και η «τδβκ» διαθέτει «αποτελεσματικά λειτουργούντες κρατικούς μηχανισμούς, δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και νομοθετικό σώμα, ανεξάρτητη δικαιοσύνη και όλα τα άλλα θεσμικά όργανα του κράτους».
Η Τουρκία καλεί και άλλους περιφερειακούς οργανισμούς «να καθιερώσουν διαύλους επικοινωνίας» με το ψευδοκράτος και υπογραμμίζει τη σημασία της συνέχισης της εμπλοκής του OIC με την «τδβκ».
Παράλληλα, η Άγκυρα υποστηρίζει ότι η Ελλάδα «αρνείται τα απαράγραπτα δικαιώματα της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη και του τουρκικού πληθυσμού στα Δωδεκάνησα». Στην επιστολή γίνεται λόγος για απόρριψη αιτημάτων για «δημιουργία ιδιωτικών δίγλωσσων (ελληνόφωνων-τουρκόφωνων) νηπιαγωγείων».
«Η τουρκική μειονότητα που ζει στα νησιά της Ρόδου και της Κω στερείται βασικών αναγκών, όπως η εκπαίδευση στην τουρκική γλώσσα και η ύπαρξη τόπων λατρείας» ισχυρίζεται ο κ. Γιλντίζ.
Ειδική αναφορά γίνεται σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την Τουρκία να σημειώνει ότι «το ΕΔΑΔ έχει διαπιστώσει παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις, οι οποίες σχετίζονται με την άρνηση αναγνώρισης της εθνοτικής ταυτότητας», ωστόσο -υποστηρίζεται στην επιστολή – «οι ελληνικές αρχές εξακολουθούν να αποφεύγουν την εφαρμογή τους και αρνούνται την καταχώριση μειονοτικών συλλόγων που φέρουν στις ονομασίες τους τις λέξεις ‘τουρκικός’ και ‘μειονότητα’».
Η Άγκυρα καταλήγει ότι «αναμένει από την Ελλάδα να λάβει απτά μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη και του τουρκικού μουσουλμανικού πληθυσμού στα Δωδεκάνησα, μέσω ουσιαστικής διαβούλευσης και διαλόγου με τις ίδιες τις κοινότητες».
Η επιστολή εκτός από τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας κοινοποιήθηκε και στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.
Πηγή: ΚΥΠΕ