Έχοντας παρακολουθήσει την πολιτική σκηνή για πάνω από τρεις δεκαετίες, ως δημοσιογράφος αλλά και ως ενεργός πολίτης, νιώθω πια ότι μπορώ να μιλήσω όχι μόνο για τα γεγονότα, αλλά και για τα πρόσωπα πίσω από αυτά. Για τους χαρακτήρες που επηρεάζουν τις αποφάσεις, για τις εσωτερικές τους συγκρούσεις που καθορίζουν τη δημόσια συμπεριφορά. Όχι με διάθεση ψυχαναλυτικής «αυθαιρεσίας», αλλά με τη σωρευτική εμπειρία της παρατήρησης. Διότι συνήθως, οι δημοσιογραφία ασχολείται με το αποτέλεσμα και σπανίως με το αίτιο. Ίσως, διότι δεν είναι ο ρόλος της αυτός. Ωστόσο, εντοπίζοντας το αίτιο, «διαβάζεις» και κρίνεις πιο σωστά το αποτέλεσμα.
Εν προοιμίου θα αποσαφηνίσω ότι αν κάποιοι αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στις παρακάτω γραμμές, η συντάκτης ουδεμία ευθύνη φέρει. Το παρόν κείμενο δεν απευθύνεται σε πρόσωπα, αλλά σε φαινόμενα. Οποιαδήποτε ταύτιση με συγκεκριμένες συμπεριφορές αποτελεί ευθύνη και συμπέρασμα του αναγνώστη και όχι πρόθεση του συντάκτη. Άλλωστε, η παρατήρηση της πολιτικής ζωής προϋποθέτει απόσταση – και η ερμηνεία της, αυτογνωσία.
Αυτό το άρθρο δεν φιλοδοξεί να “ψυχαναλύσει” πολιτικά πρόσωπα. Φιλοδοξεί να καταδείξει ότι η ψυχολογική ανωριμότητα, όταν ανεβαίνει στην εξουσία, δεν παραμένει ιδιωτική υπόθεση. Γίνεται δημόσιο πρόβλημα. Συχνά, αυτό που καθορίζει μια πορεία, μια απόφαση, μια κρίση, είναι η ψυχοσύνθεση του προσώπου που κατέχει την εξουσία.
Η πολιτική δεν είναι απλώς ζήτημα ιδεολογιών, θεσμών και νόμων. Είναι πρωτίστως πεδίο ανθρώπινων χαρακτήρων. Και όταν άνθρωποι με βαθιά προσωπικά συμπλέγματα ανέρχονται σε θέσεις εξουσίας, το πρόβλημα παύει να είναι ατομικό και γίνεται συλλογικό.
Οι πολιτικοί που φέρουν έντονο αίσθημα κατωτερότητας, ανάγκη επιβεβαίωσης ή ακόμη και εκδίκησης προς έναν “κόσμο” που τους υποτίμησε, συχνά μετατρέπουν την άσκηση εξουσίας σε ψυχολογική εκτόνωση. Αντί για ηγεσία με όραμα, έχουμε μικρόψυχη διοίκηση. Αντί για θεσμικότητα, βλέπουμε κακοήθη αυταρχισμό.
Αυτός ο τύπος εξουσίας δεν λειτουργεί με όρους κοινού συμφέροντος, αλλά με κίνητρο την προσωπική αποκατάσταση του “τραύματος” κάθε ανασφαλούς ηγέτη. Όποιος τον αντιμάχεται είναι “εχθρός”, όποιος υπερτερεί, πρέπει να εξοντωθεί. Η πολιτική μετατρέπεται σε ψυχολογικό θέατρο, όπου οι πολίτες γίνονται θεατές – και θύματα – μιας εσωτερικής πάλης που δεν τους αφορά, αλλά τους καταδυναστεύει, αφού επιδρά στον δημόσιο βίο, τον επηρεάζει, τον διαμορφώνει.
Τα παραδείγματα, είναι πολλά γύρω μας σε όλο τα φάσμα του δημόσιου βίου. Πολιτικοί που φλερτάρουν με τον αυταρχισμό, απρόβλεπτοι, «αψυχολόγητοι», που συχνά πίσω από την αλαζονεία και τη ρητορική πυγμής κρύβουν μια βαθύτατα ανασφαλή προσωπικότητα.
Το ερώτημα είναι: πώς φτάνουν τέτοιοι χαρακτήρες στην εξουσία; Η απάντηση είναι πικρή: γιατί συχνά, η πολιτική δεν λειτουργεί ως φίλτρο ποιότητας, αλλά ως καθρέφτης της κοινωνίας. Όταν η κοινωνία επιβραβεύει την επιθετικότητα, τον κυνισμό, την “αποφασιστικότητα” χωρίς περιεχόμενο, την ψευτομαγκιά, ως επίδειξη πυγμής, τότε ανοίγει τον δρόμο σε ανθρώπους με εσωτερικά κενά, να τα καλύψουν με εξωτερικά αξιώματα.
Και τότε, η ανασφάλεια ντύνεται με στολή εξουσίας. Και οι πολίτες πληρώνουν το τίμημα, όχι μόνο με κακή διακυβέρνηση, αλλά και με μια ατμόσφαιρα κοινωνικής ασφυξίας, όπου κυριαρχεί η μικρότητα και η δηλητηριώδης τοξικότητα.
Δεν είναι μόνο οι πολίτες που υφίστανται τις επιπτώσεις της συμπλεγματικής εξουσίας. Είναι και οι υπόλοιποι θεσμοί. Οι ανεξάρτητες αρχές, η Δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, η αντιπολίτευση – αλλά ακόμη και συνεργάτες ή υφιστάμενοι του συμπλεγματικού ηγέτη – αντιμετωπίζονται ως απειλές. Η βασική λογική είναι η εξής: “αν δεν μπορώ να τους ελέγξω, πρέπει να τους απαξιώσω”. Δεν υπάρχει χώρος για συνύπαρξη και συνεννόηση, παρά μόνο για εξόντωση και εξοστρακισμό.
Η εξουσία, λένε, αποκαλύπτει τον χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, τον μεγεθύνει. Και αν ο χαρακτήρας είναι διαποτισμένος από απωθημένα, ελλείψεις και επιθυμία “ρεβάνς”, τότε η πολιτική μετατρέπεται σε μηχανισμό εκδίκησης, όχι διακυβέρνησης. Ο δημόσιος βίος όμως δεν είναι το ψυχολογικό πεδίο θεραπείας του κάθε ανασφαλούς.
Η πολιτική υγεία του δημόσιου βίου, εξαρτάται τελικά σε πολύ μεγάλο βαθμό από το κατά πόσο οι κατέχοντες και ασκούντες εξουσία, έχουν λύσει – ή έστω αναγνωρίσει – τα προσωπικά τους συμπλέγματα. Η αληθινή ηγεσία χρειάζεται αυτογνωσία, γενναιοδωρία και αντοχή στη διαφωνία. Χρειάζεται ανθρώπους που μπορούν να συνυπάρχουν με άλλες πηγές κύρους, να εμπνέονται από την αριστεία των συνεργατών τους, να σέβονται τις ανεξάρτητες φωνές και να αντέχουν την κριτική. Όλα αυτά είναι αδύνατα για έναν άνθρωπο που προσπαθεί να αποδείξει – μέσα από την εξουσία – την αξία που δεν κατάφερε να νιώσει στη ζωή του.
Εν κατακλείδι, το χειρότερο δεν είναι να κυβερνούν οι ανεπαρκείς. Είναι να κυβερνούν οι βαθιά ανασφαλείς – όσοι δεν υπηρετούν τίποτε άλλο πέρα από την ανάγκη τους να νιώσουν σημαντικοί. Και όταν αυτοί φτάνουν σε θέση εξουσίας, η πολιτική δεν υπηρετεί πια τον πολίτη, αλλά το εσωτερικό κενό εκείνων που την κατέχουν.
Σημείωση:
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις και διαπιστώσεις μου έδωσε το βιβλίο του λόρδου Ντέιβιντ Όουεν “Ασθενείς ηγέτες στην εξουσία”.
Στην πρωτότυπη μελέτη του ο Ντέιβιντ Όουεν, γιατρός και πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, εξετάζει τη λεπτή σχέση πολιτικής και ασθένειας την περίοδο 1901-2007, και ιδιαίτερα το πώς μια σωματική ή πνευματική νόσος, αλλά και η αντιμετώπισή της, μπορεί να σπρώξει τους πολιτικούς ηγέτες σε παράλογες και απερίσκεπτες ενέργειες, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η διαδικασία λήψης αποφάσεων και η λειτουργία του κράτους. Ο συγγραφέας εστιάζει ιδιαίτερα σε εκείνους τους πολιτικούς αρχηγούς, που, ενώ δεν έπασχαν από κλινικά νοσήματα, εμφάνιζαν το “σύνδρομο της ύβρεως”, δηλαδή μια αλλοιωμένη αντίληψη της πραγματικότητας, καθώς και μια υπερβολική αυτοπεποίθηση και απαξίωση των αντίθετων απόψεων ή και όλων των απόψεων πλην των δικών τους. Ένα βιβλίο που φέρνει στο φως τις άγνωστες πτυχές των γνωστότερων προσώπων και γεγονότων του προηγούμενου αιώνα και ταυτόχρονα ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα για όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία ή την ιατρική.
Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα!