Ρεπορτάζ

ΑΤΕ Καρπάθου: «Ξεκλείδωσε» νέο ντόμινο αποκαλύψεων με δανειακές συμβάσεις παραπληγικού

Τραπεζικά σκάνδαλα, πλαστά δάνεια και ευθύνες που αναζητούνται • Από τις πλαστές υπογραφές σε δανειακές , στην εγγραφή υποθηκών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ • Η δικαστική διαδρομή μίας υπόθεσης που ξεκίνησε από την Κάρπαθο και έφτασε στα κτηματολογικά γραφεία της Αττικής και της Φθιώτιδας

Μία υπόθεση που ξεκίνησε από μία επαρχιακή τράπεζα και έναν παραπληγικό κάτοικο Καρπάθου, με κατηγορίες πλαστογραφίας και καταδολίευσης, εξελίχθηκε σε μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες του τραπεζικού συστήματος τα τελευταία χρόνια.
Μία υπόθεση που ήρθε στο φως χάρη στην επιμονή του αδελφού ενός παραπληγικού άνδρα, ο οποίος, αφού πέθανε, άφησε πίσω του όχι μόνο μνήμες, αλλά και μια σειρά δανείων που ποτέ δεν υπέγραψε. Οι συμβάσεις που εμφανίζονταν ως ενυπόγραφες από τον ίδιο είχαν υπογραφές που, όπως αποδείχθηκε, ήταν πλαστές – απομιμήσεις της πραγματικής του υπογραφής.
Στις 22 Μαΐου 2024, το Β’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών είχε καταδικάσει σε ποινή κάθειρξης 5 ετών πρώην διευθυντή του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος στην Κάρπαθο, κρίνοντάς τον ένοχο για πλαστογραφία κατ’ επάγγελμα με χρήση, με ελαφρυντικό του μετέπειτα σύννομου βίου.
Η υπόθεση αφορά στη χρήση πλαστών υπογραφών σε σειρά δανειακών συμβάσεων που, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, ουδέποτε υπεγράφησαν από τους φερόμενους ως δανειολήπτες.
Πρωτοδίκως είχε επιβληθεί ποινή κάθειρξης 8 ετών, ωστόσο η κατηγορία της απάτης κατ’ επάγγελμα δεν εξετάστηκε επί της ουσίας, καθώς η υπό εκκαθάριση πλέον ΑΤΕ δεν υπέβαλε αίτημα συνέχισης της διαδικασίας.
Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε έπειτα από καταγγελία του αδελφού παραπληγικού, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Κάρπαθο και χρησιμοποιείτο -εν αγνοία του- ως “βιτρίνα” για πλήθος δανείων συνολικού ύψους περίπου 289.000 ευρώ.
Η εκμετάλλευση της σωματικής αναπηρίας του και η κοινωνική του απομόνωση αποτέλεσαν το εργαλείο για τον τότε διευθυντή, ο οποίος, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, πλαστογράφησε τις υπογραφές του, ενώ κατέγραφε σκόπιμα λανθασμένα στοιχεία επικοινωνίας στα τραπεζικά συστήματα ώστε να μην μπορεί να εντοπιστεί.

Η δεύτερη πράξη: Από την Κάρπαθο στα κτηματολογικά γραφεία της Αθήνας
Το 2012, όταν η ΑΤΕ είχε ήδη αρχίσει να οδεύει προς εκκαθάριση, ξεκινάει το δεύτερο μέρος της υπόθεσης. Στο προσκήνιο έρχεται ο τότε διευθυντής του καταστήματος καθυστερήσεων Αθηνών της Αγροτικής Τράπεζας, ο οποίος προχωρά σε μία κίνηση που χαρακτηρίστηκε από τη Δικαιοσύνη ως χρήση πλαστών εγγράφων με σκοπό να παραπλανήσει δημόσια αρχή και να εγγράψει υποθήκες σε ακίνητα ύψους 700.000 ευρώ.
Εν αγνοία των συγγενών των φερόμενων δανειοληπτών, ο διευθυντής υπέβαλε αιτήσεις εγγραφής υποθηκών τόσο στο Κτηματολογικό Γραφείο Χαλανδρίου όσο και στο Κτηματολογικό Γραφείο Αταλάντης. Οι αιτήσεις αυτές βασίζονταν σε πλαστές συμβάσεις που είχε συντάξει ο καταδικασθείς πρώην διευθυντής της Καρπάθου. Ο προϊστάμενος του ΚΓ Χαλανδρίου απέρριψε την αίτηση, επισημαίνοντας ότι του είχαν προσκομιστεί πλαστές βεβαιώσεις, οι οποίες, αντί να οδηγήσουν στην εγγραφή υποθήκης, διαβιβάστηκαν στην Εισαγγελία.

Οι υποθήκες της ΑΤΕ και ο ρόλος του διευθυντή  καθυστερήσεων
Πιο συγκεκριμένα τρία χρόνια μετά την εκκίνηση των αποκαλύψεων στην Κάρπαθο, η υπόθεση παίρνει νέα τροπή. Το 2012, όταν η Αγροτική Τράπεζα βρισκόταν στα πρόθυρα εκκαθάρισης, ο διευθυντής του Καταστήματος Καθυστερήσεων Αθηνών της ΑΤΕ, υπέβαλε αιτήσεις εγγραφής υποθηκών για συνολικά επτά ακίνητα, επικαλούμενος τις ίδιες αμφισβητούμενες συμβάσεις. Συγκεκριμένα, υπέγραψε και κατέθεσε:
• την 03.04.2012 αίτηση στο Κτηματολογικό Γραφείο Χαλανδρίου για υποθήκη 300.000 ευρώ,
• και την 29.06.2012 αίτηση στο Κτηματολογικό Γραφείο Αταλάντης για υποθήκη 400.000 ευρώ.
Οι αιτήσεις βασίστηκαν σε συμβάσεις στεγαστικών και προσωπικών δανείων από το 2004 έως το 2007, με φερόμενους δανειολήπτες ή εγγυητές μέλη της οικογένειας. Ωστόσο, οι συμβάσεις αυτές είχαν ήδη καταγγελθεί ως πλαστές. Ο διευθυντής, παρ’ όλα αυτά, προχώρησε στη χρήση τους, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε γνώση περί πλαστότητας και ότι ενήργησε για τη διασφάλιση των συμφερόντων της Τράπεζας.
Ο προϊστάμενος του ΚΓ Χαλανδρίου απέρριψε την αίτηση υποθηκών, παραπέμποντας την υπόθεση στην Εισαγγελία, επικαλούμενος μεταξύ άλλων την ύπαρξη πλαστών βεβαιώσεων προηγούμενων εγγραφών που είχαν κατασκευαστεί από τον ήδη καταδικασθέντα πρώην διευθυντή Καρπάθου.
Παρά την απόρριψη, ο διευθυντής καθυστερήσεων δεν σταμάτησε εκεί. Αντί να αναμείνει το αποτέλεσμα των ενδίκων βοηθημάτων κατά της απόφασης, προχώρησε με δεύτερη αίτηση στην Αταλάντη, όπου και εγκρίθηκε η εγγραφή υποθηκών ύψους 400.000 ευρώ σε βάρος επτά ακινήτων.

Η απολογία και το κατηγορητήριο
Σύμφωνα με την απολογία του, ο διευθυντής του Καταστήματος Καθυστερήσεων ισχυρίστηκε ότι είχε ελέγξει τους τραπεζικούς λογαριασμούς και είχε πεισθεί ότι τα δάνεια είχαν εκταμιευτεί στους φερόμενους δανειολήπτες. Δήλωσε ότι ακολούθησε τις εντολές της Τράπεζας, βασίστηκε στις εκθέσεις των Εσωτερικών Ελεγκτών της ΑΤΕ που χαρακτήριζαν τις συμβάσεις έγκυρες και προχώρησε στις αιτήσεις υποθηκών, θεωρώντας πως ενεργεί σύννομα.
Ωστόσο, το κατηγορητήριο είναι βαρύ: χρήση πλαστών εγγράφων με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 120.000 ευρώ, με δόλο και πρόθεση παραπλάνησης δημόσιας αρχής. Η κατηγορία στηρίζεται στη συνειδητή χρήση δανειακών συμβάσεων με πλαστές υπογραφές, τις οποίες ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει για να εγγράψει υποθήκες σε περιουσίες τρίτων, εν αγνοία τους.
Η δικογραφία έχει ήδη ολοκληρωθεί και από τον Φεβρουάριο του 2025 βρίσκεται στα χέρια του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο οποίος πρόκειται να καταθέσει πρόταση στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο.

Ένα τραπεζικό σύστημα χωρίς φραγμούς
Η υπόθεση αποκαλύπτει μία θεσμική ανεπάρκεια ελέγχων, ένα πλαίσιο στο οποίο διευθυντές τραπεζών είχαν τη δυνατότητα να κινούνται με σχεδόν απόλυτη αυτονομία, χωρίς ουσιαστική εποπτεία. Οι εσωτερικοί έλεγχοι έρχονταν εκ των υστέρων και σε πολλές περιπτώσεις δεν οδηγούσαν σε ουσιαστικά μέτρα.
Ανακύπτει επίσης η ανάγκη να εξεταστεί κατά πόσον και άλλες υποθέσεις, με παρόμοια δομή, βρίσκονται κρυμμένες στους φακέλους τραπεζών που έκλεισαν ή συγχωνεύτηκαν, όπως η ΑΤΕ. Η ύπαρξη πλαστών βεβαιώσεων, η εγγραφή υποθηκών χωρίς πραγματικές συμφωνίες, και η μεταφορά ευθυνών μεταξύ διευθυντών και υπηρεσιών δημιουργεί ένα δαιδαλώδες περιβάλλον νομικής και θεσμικής ασάφειας.
Πέρα από τις ποινικές ευθύνες, η υπόθεση αποτελεί ένα μνημείο τραπεζικής αποτυχίας. Κι όσο ο χρόνος κυλά, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη να αποδοθούν πλήρως οι ευθύνες σε όλα τα επίπεδα.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου