Γκάφα, κυνισμός ή καλομελετημένη σκοπιμότητα;

Διέπραξε τελικώς «γκάφα» ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας με την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης; Ή είναι τόσο κυνικά αδίστακτος πολιτικάντης, εθισμένος σε κινήσεις μικροπολιτικής, ώστε προκάλεσε σε μια μείζονα πολιτική αντιπαράθεση τη δικομματική κυβέρνηση, επί τριήμερον, προκειμένου να υπερβεί δικά του εσωκομματικά προβλήματα;
Οσοι έσπευσαν να απαντήσουν καταφατικά στα δύο αυτά ερωτήματα, προφανώς είναι πεπεισμένοι ότι στο ΣΥΡΙΖΑ δεν γνωρίζουν αριθμητική, όπως κι ότι αγνοούν τη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία του τόπου. Η έγκριση της πρότασης δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ απαιτούσε τη θετική ψήφο 151 βουλευτών και είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι στην Κουμουνδούρου θυμούνται ακόμη να… κάνουν πρόσθεση. Να αθροίζουν, δηλαδή, τον αριθμό των βουλευτών των κομμάτων της αντιπολίτευσης που δεσμεύθηκαν ότι στηρίζουν την πρόταση δυσπιστίας, για να καταλήξουν στο προφανές. Το «151» είναι απλησίαστο…
Ιστορική γνώση και μνήμη
Επίσης, ανήκει στη σφαίρα του αυτονόητου όχι τα παλαιότερα εκ των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτουν την αναγκαία ιστορική γνώση και μνήμη, που υπενθυμίζει ότι στα 39 χρόνια του μεταπολιτευτικού κύκλου της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας καμία, ούτε μία κυβέρνηση έπεσε από την εξουσία επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση μέμφθηκε τα έργα και τις ημέρες της. Στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις χάνουν την εξουσία στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών, όχι στις ψηφοφορίες στο κοινοβούλιο.
Στις δύο περιπτώσεις που ο κανόνας αυτός δεν επιβεβαιώθηκε ήταν γιατί ο βουλευτής Κιλκίς Γιώργος Συμπιλίδης, το 1993, ήρε την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, χωρίς να παραδώσει και την έδρα του και γιατί ακριβώς πριν από δυο χρόνια, μια πολύ συγκεκριμένη και συγκροτημένη ομάδα βουλευτών του ΠΑΣΟΚ αξίωσε από τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Γ. Α. Παπανδρέου να παραιτηθεί, προκειμένου να παράσχουν ψήφο εμπιστοσύνης, σε μια στιγμή που η χώρα μετεωριζόταν πάνω από την άβυσσο κι αντιμετώπιζε την προοπτική έξωσης από την Ευρωζώνη. Τούτων δοθέντων -και υπό την αυτονόητη παραδοχή- ότι στο ΣΥΡΙΖΑ διατηρούν επαφή με την πραγματικότητα των αριθμών και της ιστορικής πολιτικής παράδοσης, είναι βάσιμο να εκτιμηθεί ότι τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και τα ηγετικά στελέχη του δεν ανέμεναν ότι η δικομματική κυβέρνηση θα «έπεφτε» το βράδυ της Κυριακής…

Με το βλέμμα στις εκλογές
Η πρόταση δυσπιστίας κατατέθηκε με το βλέμμα στραμμένο στο τέλος του επόμενου εξαμήνου, οπότε θα έχουν διεξαχθεί οι εκλογές για την αυτοδιοίκηση και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στις οποίες η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να καταγράψει μια μεγάλη διαφορά από τη ΝΔ, προκειμένου το ίδιο εκείνο βράδυ να θέσει, με πειστικό και πιεστικό τρόπο, ζήτημα διενέργειας εθνικών εκλογών, καθώς θα έχει αποκτήσει υπόσταση ο ισχυρισμός του περί «δυσαρμονίας κυβέρνησης και λαϊκής βούλησης».
Στην πορεία προς εκείνο το ορόσημο, κατά τη λογική όσων χαράσσουν τη στρατηγική και την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει:
• Να εκκαθαριστεί ο χώρος μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
• Να οδηγηθεί το ΠΑΣΟΚ, υποκύπτοντας στη λογική της «εθνικής ανάγκης» σε μια τέτοια «ταύτιση» με τη ΝΔ, ώστε να μην έχει λόγο αυτόνομης παρουσίας.
• Να ναυαγήσει τώρα η απόπειρα συγκρότησης ενός διακριτού σοσιαλδημοκρατικού πόλου, ικανού να αμφισβητήσει την πολιτική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ.
• Να «διευκολυνθεί» η ΔΗΜΑΡ να επιλέξει στρατόπεδο, εν όψει και μιας μελλοντικής, κυβερνητικής, συνεργασίας.
Εγγενείς αδυναμίες
Η τριήμερη συζήτηση στη Βουλή ανέδειξε πάντως και τις εγγενείς αδυναμίες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Η «κυβερνησιμότητα» παραμένει ζητούμενο, όπως και η «ομογενοποίηση» του λόγου των στελεχών του, αλλά και η ανάδειξη στο καθημερινό προσκήνιο των πλέον σοβαρών κι ικανών εξ αυτών. Τέλος, δεν είναι χωρίς σημασία -και δίχως μεγάλη δυσκολία-η «αναδιαπαιδαγώγηση» στελεχών κι οπαδών και η προσαρμογή τους στις ανάγκες που αναδεικνύει η ζοφερή πραγματικότητα της χώρας.