Συζητήθηκε χθες, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, η έφεση που άσκησε κατά της υπ΄αριθμ. 38/2012 απόφασης του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, η πρώην προϊσταµένη συναλλαγών του υποκαταστήµατος της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, στην πλατεία Aκαδηµίας κατηγορούμενη για απάτη, υπεξαίρεση και πλαστογραφία µε συνολικό όφελος ή βλάβη που υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ.
Η υπάλληλος φέρεται να πρωτοστάτησε στο σκάνδαλο που εκτυλίχθηκε στο ως άνω υποκατάστηµα της Συνεταιριστικής Tράπεζας Δωδεκανήσου µε αντικανονικές – παράνοµες δοσοληψίες και αναλήψεις µέσω του τµήµατος χορηγήσεων. H δραστηριότητά της αυτή έγινε αντιληπτή και η τράπεζα προσέφυγε τόσο στα ποινικά όσο και στα αστικά δικαστήρια για την αποκατάσταση της ζηµίας που υπέστη αλλά και της φήµης της.
Με την πρωτόδικη απόφαση είχε διαταχθεί να αποζημιώσει την τράπεζα με το χρηματικό ποσό των 351.913,97 ευρώ, νομιμότοκα.
Σύµφωνα µε την πρωτόδικη απόφαση, η εναγόµενη προσελήφθη στις 12 Ιανουαρίου 1998 ως υπάλληλος µε σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατά τη διάρκεια της σύµβασης, της ανατέθηκαν καθήκοντα προϊσταµένης του τµήµατος χορηγήσεων. Η ανώνυµη εταιρεία µε την επωνυµία «Ι. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε», συνήψε µε την τράπεζα σύµβαση ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασµού και 5 αυξητικές πράξεις του. Για την εξυπηρέτηση των συµβάσεων ετηρούντο δυο χορηγητικοί λογαριασµοί, ένας παγίων και ένας κεφαλαίου κίνησης.
Επειδή η έδρα της εταιρείας ήταν στη νήσο Σύµη και η επικοινωνία µε τη Ρόδο δεν ήταν εύκολη για την εξυπηρέτησή της, στις τραπεζικές της συναλλαγές, ο νόµιµος εκπρόσωπος συµφώνησε µε την εναγόµενη, ως προϊσταµένη χορηγήσεων και της υπέγραψε εν λευκώ εντάλµατα αναλήψεων.
Η ανώνυµη εταιρεία διατηρούσε συγχρόνως στην ALPHA BANK λογαριασµό όψεως µε δικαίωµα εκδόσεως επιταγών. Όταν έπρεπε να πληρωθούν επιταγές έδινε εντολή στην εναγόµενη, η οποία ανελάµβανε από το λογαριασµό της τα αντίστοιχα ποσά τα οποία στη συνέχεια πίστωνε στο λογαριασµό της εταιρείας στην ALPHA BANK.
Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο προέκυψε ότι η εναγόµενη χωρίς την εντολή της εταιρείας και κάνοντας χρήση των υπογραµµένων ενταλµάτων, τα οποία είχε στα χέρια της, εκταµίευσε από τους τηρούµενους λογαριασµούς της συνολικά 270.307,97 ¤, τα οποία δεν πίστωσε στη Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου. Το θέµα αυτό απασχόλησε µάλιστα το Πολυµελές Πρωτοδικείο που υποχρέωσε την τράπεζα να αποζηµιώσει µε 189.215,58 ευρώ την εταιρεία.
Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι πρόβληµα δηµιουργήθηκε από την εναγόµενη και µε άλλους πελάτες της Συνεταιριστικής.
Έγινε εσωτερικός έλεγχος και διαπιστώθηκε συγκεκριµένα ότι ο Θ. Β. είχε λάβει δάνειο παγίων (ανέγερση κτηρίου) ποσού 250.000 ¤ και κεφάλαιο κίνησης µε όριο κεφαλαίου κίνησης το ποσό των 220.000 ¤. Αποδείχθηκε ότι η εναγόµενη τοποθέτησε την υπογραφή του σε 12 εντάλµατα πληρωµής συνολικού ύψους 71.616 ¤ και ότι το διάστηµα από 4-12-2003 έως 27-07-2004 αλλοίωσε το όριο του λογαριασµού του κεφαλαίου κίνησης.
Φέρεται επιπλέον να παρέστησε ψευδώς στο διευθυντή της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου Σ. Κ. και στους ταµίες Ε. Π. και Α. Κ. ότι τα ως άνω αναφερόµενα εντάλµατα πληρωµής είχαν την υπογραφή του πελάτη.
Φέρεται να προέκυψε επίσης ότι κατά το χρονικό διάστηµα από 8-10-2002 έως 30-12-2004 ιδιοποιήθηκε παράνοµα το ως άνω ποσό.
Ο Γ. Τ., πελάτης της ίδιας τράπεζας, είχε συνάψει στις 26-11-2003 δάνειο µε όριο κεφαλαίου κίνησης 6.000 ευρώ µε εγγυήτρια την Ε. Τ. Το όριο αυτό τροποποιήθηκε από την εναγόµενη, χωρίς να υπάρχει σχετική έγκριση και αυξήθηκε στα 8.000 ευρώ στις 28-06-2004, και ακολούθως, την ίδια ηµέρα, περιορίστηκε στα 6.400 ευρώ και εκταµιεύτηκε ποσό 4.000 ευρώ και το υπόλοιπο του δανείου ανήλθε σε 7.544,41 ¤ και αργότερα -πάντα την ίδια ηµέρα, 28-06-2004, έγινε κατάθεση ποσού 1.600 ¤. Στις 26-07-2004 το όριο επανήλθε στα 6.000 ¤ για να τροποποιηθεί εκ νέου στις 29-07-2004 από 6.000 ¤ σε 6.500 ¤, και την ίδια ηµέρα [29-07-2004] έγινε εκταµίευση ποσού 1.750 ¤ καθ’ υπέρβαση του ορίου το οποίο ανήλθε σε 6.194 ¤.
Αποδείχθηκε δε ότι η Μ. Π. τοποθέτησε την υπογραφή του πελάτη σε δύο εντάλµατα πληρωµών συνολικής αξίας 5.000 ¤ και παρέστησε ψευδώς στο διευθυντή και στους ταµίες ότι οι υπογραφές ήταν γνήσιες. Φέρεται δε να ιδιοποιήθηκε το ποσό των 5.000 ευρώ.
Ο Σ. Τ. έλαβε από τη Συνεταιριστική ανοικτό δάνειο ύψους ποσού 3.000 ¤ µε εγγυήτρια την Ε. Τ. Στις 07-04-2004 εγκρίθηκε αύξηση του δανείου από 3.000 ¤ σε 6.000 ¤. Αποδείχθηκε, σύµφωνα µε την απόφαση, ότι η εναγόµενη τοποθέτησε την υπογραφή και του συγκεκριµένου πελάτη σε ένταλµα ποσού 3.000 ¤ την 14-04-2004 και ότι ιδιοποιήθηκε το ποσό αυτό. Ο Α. Ξ., έλαβε από τη Συνεταιριστική Τράπεζα κεφάλαιο κίνησης ποσού 90.000 ¤ µε εξασφαλίσεις την προσηµείωση υποθήκης σε διαµέρισµα ηµιυπόγειου ορόφου. Η εναγόµενη φέρεται να έθεσε την υπογραφή του, σε δέκα συναλλαγµατικές από 30-11-2003 ως 30-12-2003 µε αποδέκτες τους Π. Γ., Ν. Τ., Μ. Χ., Π. Γ., Φ. Κ., Μ. Κ., Γ. Δ., Γ. Φ. και Γ. Χ. και σε άλλες 10 από 30-08-2004 ως 30-12-2004 µε αποδέκτες τους Π. Γ., Ν. Τ., Μ. Χ., Π. Γ., Φ. Κ., Μ. Κ., Γ. Δ., Γ. Φ., Δ. Μ., Α. Τ. και Γ.Χ., συνολικού ποσού 70.000 ¤, οι οποίες ενεχυριάστηκαν στο δάνειο που αυτός τηρούσε.
Προέκυψε επιπλέον ότι παρέστησε ψευδώς ότι οι υπογραφές ήταν γνήσιες στο διευθυντή της Συνεταιριστικής. Οι ατασθαλίες, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, προκύπτουν από το περιεχόµενο του από 16.11.2004 εγγράφου του διευθυντή εσωτερικού ελέγχου της τράπεζας Ι. Χ., το οποίο εκτιµάται ελεύθερα από το δικαστήριο ως γνωµοδότηση προσώπου, που έχει ειδικές γνώσεις επιστήµης, καθώς προέρχονται από τραπεζικό στέλεχος και άπτεται λογιστικών και οικονοµικών θεµάτων και το οποίο είναι εµπεριστατωµένο, καθώς παραπέµπει σε διεξοδικά αναφερόµενα έγγραφα, ήτοι παραστατικά, εντάλµατα πληρωµών και χορηγήσεων, υπεύθυνες δηλώσεις καταθετών, δανειακές συµβάσεις, παραστατικά καταθέσεων, και εκτυπώσεις λογαριασµών ταµιευτηρίου και συµπίπτουν ως προς τις διαπιστώσεις του και τα προσκοµιζόµενα έγγραφα και παραστατικά του ενάγοντα.
Την τράπεζα εκπροσωπούν οι δικηγόροι κ.κ. Στ. Στεφανίδης και Λίνα Στεφανίδη και την εναγόµενη πρώην υπάλληλο ο δικηγόρος κ. Μ. Κουτσούκος.















