«Επιβάλλεται η τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της πόλης»

Τον «δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» θέτει, με μια άκρως αποκαλυπτική επιστολή του για τις ευθύνες αιρετών και υπηρεσιακών παραγόντων για την κατάντια στην οποία έχει περιέλθει η Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου, ο προϊστάμενος του Τμήματος Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Δωδεκανήσου κ. Νίκος Φαρμακίδης.
Σε έγγραφο του προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου συγκεκριμένα ο κ. Φαρμακίδης απαντά ουσιαστικώς σε ερώτηση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ κ.κ. Δημ. Γάκη και Μιχάλη Κριτσωτάκη με θέμα: «¶μεσα μέτρα για την προστασία της Μεσαιωνικής Πόλης της Ρόδου, από την ηχορύπανση και την υποβάθμιση της περιοχής».
Στην απάντηση του κ. Φαρμακίδη αναφέρονται τα εξής:
“Ιστορική αναδρομή στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την Μ.Πόλη:
1. Το Β.Δ. της 6.3.50 (ΦΕΚ 104/Α/22.5.50) «περί εγκρίσεως του πολεοδομικού σχεδίου της πόλεως Ρόδου κλπ.)
2. Η Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου, τελεί υπό ειδικό καθεστώς προστασίας, βάσει της Υπουργικής Απόφασης με αριθ.4262/5720/28-12-1959 (ΦΕΚ 24/Β/22-1-1960) με την οποία χαρακτηρίστηκε Ιστορικό Διατηρητέο Μνημειακό Συγκρότημα «άπασα η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου …»
3. Το Β.Δ./9-12-1961 (ΦΕΚ148/Δ/23-12-1961) «Περί επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Ρόδου (εντός των τειχών) και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού».
4. Με το Β.Δ./18-10-1963 (ΦΕΚ176/Δ/23-10-1963) που τροποποιεί το 9-12-61 Β.Δ. (ΦΕΚ148/Δ/23-12-1961) «περί επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Ρόδου (εντός των τειχών) και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού».
5. Με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της πόλης Ρόδου (ΦΕΚ 193/Δ/11.3.87).
6. Η εγγραφή της Μεσαιωνικής Πόλης της Ρόδου στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO /1988
7. Η Αποφ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/48764/2052/28-5-09 (ΦΕΚ-277/ΑΑΠ/15-6-09) που αφορά στην «οριοθέτηση της Μεσαιωνικής Πόλης της Ρόδου Νομού Δωδ/σου ως αρχαιολογικού χώρου.».
Όπως προκύπτει λοιπόν από τα παραπάνω, με το 1 εγκρίθηκε το σχέδιο πόλης Ρόδου, το οποίο δεν περιέλαβε την εντός των τειχών πόλη (Μεσαιωνική πόλη), αφού στηρίχτηκε στην λογική της πολεοδόμησης των Ιταλών.
Με το 2 σχετ. χαρακτηρίστηκε το έτος 1960 ολόκληρη η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ιστορικό Διατηρητέο Μνημειακό Συγκρότημα.
Με τα 3 και 4 σχετ., τα έτη 1961 και 1963 με Βασιλικά Διατάγματα, επεκτάθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης της Ρόδου και εντός της Μεσαιωνικής Πόλης, δηλαδή εντός του ήδη χαρακτηρισμένου Ιστορικού Διατηρητέου Μνημειακού Συγκροτήματος, ρυμοτομώντας μνημεία με χαρακτηριστικότερο την ρυμοτόμηση των τειχών της πόλης. Ειδικότερα το σχέδιο πόλης εντός των τειχών παρουσιάζει σοβαρές ανεπάρκειες, είναι αντιεπιστημονικό και χωρίς πρακτική αξία και για τον λόγο αυτό δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα.
Με το (5 σχετ). Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της πόλης Ρόδου (ΦΕΚ 193/Δ/11.3.87), που προφανώς δεν έλαβε υπόψη του τις διατάξεις του Π.Δ. (ΦΕΚ/161/Δ/3-3-1987), δόθηκαν χωροταξικές κατευθύνσεις που αφορούσαν και στον προσδιορισμό των χρήσεων γης. Ειδικότερα δε στο κεφ. Α παρ. β, αναφέρεται ρητά: «Διατήρηση της μορφής γενικής κατοικίας στο σύνολο του οικισμού της Ρόδου». Επίσης στην παρ. ε του ιδίου κεφ. περί καθορισμού ζωνών, χαρακτηρίζει το Μ Πόλη (Παλιά Πόλη), ως ζώνη περιβαλλοντικής εξυγίανσης. Στον χάρτη που το συνοδεύει καθορίζονται χρήσεις κατοικίας, τοπικού κέντρου, κεντρικές λειτουργίες πόλης, πολιτισμός εκπαίδευση κλπ. Όμως αυτές οι κατευθύνσεις δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, αφού η προβλεπόμενη αναθεώρηση του σχεδίου πόλης δεν έγινε.
Στην συνέχεια το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ροδίων με την με αριθ.418/22-6-1994 Απόφαση του, που αφορά στην «Γνωμάτευση επί του σχεδίου Π.Δ. περί χαρακτηρισμού της Μ.Πόλης ως παραδοσιακού οικισμού, καθορισμού ειδικών όρων και περιορισμών και καθορισμού επιτρεπομένων χρήσεων εντός αυτού», επί της ουσίας, κάνει μια προσπάθεια διαχωρισμού των χρήσεων γης στην περιοχή, προσπάθεια, όμως, που κρίνοντας την εκ του αποτελέσματος, ήταν ατυχής, διότι δεν ακολούθησε τις θεσμοθετημένες από την κείμενη νομοθεσία διαδικασίες με απόρροια την έκδοση μιας ατελούς απόφασης, έξω από τα πλαίσια των ισχυουσών πολεοδομικών διατάξεων, αφού έπρεπε να προηγηθεί τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου με δεδομένο την κήρυξη της Παλιάς Πόλης ως μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς.
Ο Ν.3028/2002 (ΦΕΚ 153/Α/28-6-2002) «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» σύμφωνα και με το άρθρο 24 του Συντάγματος επιτάσσει την διαφύλαξη του πολιτιστικού περιβάλλοντος καθώς και ιστορικών χώρων στους οποίους αυτό διαμορφώθηκε. Όπως προκύπτει από το άρθρο 10 του 3028/02, για την προστασία των ακινήτων μνημείων είναι δυνατόν με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου να επιβάλλονται περιορισμοί στη χρήση και στον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς και στους όρους δόμησης τους κατά παρέκκλιση από κάθε ισχύουσα διάταξη..
Η Παλιά Πόλη της Ρόδου, ως μοναδικό στο είδος του μνημείο στον ελληνικό χώρο, έχει ανάγκη από ειδικές διατάξεις. Για τους λόγους αυτούς, είναι επιτακτική η τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της πόλης, η οποία εκτός των νέων δεδομένων για την λειτουργία της Παλιάς Πόλης, πρέπει να λάβει υπόψη της και τον χαρακτηρισμό της. Αφού λοιπόν τροποποιηθεί το Γ.Π.Σ. τότε μόνον θα πρέπει να συνταχθεί, σχέδιο πόλης ή να θεσμοθετηθούν κανονιστικές διατάξεις, σύμφωνα με το νόμο και το Σύνταγμα, που εκτός από τα προβλήματα ουσίας, να λύνουν και τα διαδικαστικά. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι, η τροποποίηση του ΓΠΣ της Ρόδου ξεκίνησε με την Απόφαση Γ.Γ. Περιφέρειας το 2002 (Α.Π. 924/2011.02/ ΦΕΚ 1130/Δ/23.12.02), έχει φτάσει στο τελικό στάδιο και δεν προωθείται από τον Δήμο, προφανώς, όπως φαίνεται και από αυτή τη περίπτωση, γιατί οι κανόνες, που εκ των πραγμάτων θα επιβληθούν, έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των διοικούντων. Αυτό άλλωστε φαίνεται καθαρά, διότι οι μέχρι τώρα προσπάθειες είναι παράνομες και αντισυνταγματικές και δημιουργούν προβλήματα και αντιπαραθέσεις μεταξύ των κατοίκων και των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στη περιοχή. Επιπλέον η παρελκυστική πολιτική των Δημοτικών Αρχών, δημιούργησε εκ των πραγμάτων καταστάσεις, που επιβαρύνουν το μνημείο, ενώ οι αρμόδιες αρχαιολογικές υπηρεσίες δεν παρεμβαίνουν ως όφειλαν, είτε γιατί δεν μπορούν, είτε γιατί δεν τις αφήνουν”.