Με το ποσό των 518.513,26 ευρώ καταλογίστηκε με απόφαση του IV τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο Υποδιευθυντής Οικονομικού του Κρατικού Θεραπευτηρίου Λέρου στον οποίο αποδίδεται συνευθύνη για την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατούσε στα οικονομικά του νοσηλευτικού ιδρύματος.
Ο ανωτέρω προσέφυγε συγκεκριμένα ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου αιτούμενος την ακύρωση της 2331/9.8.2004 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π) του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία καταλογίστηκε, εις ολόκληρον με τον τότε ταμία του θεραπευτηρίου, με το ποσό των 379.622,28 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι συνιστά έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση του ως άνω νπδδ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.1996 έως 31.10.2003 καθώς και με τις αναλογούσες στο έλλειμμα αυτό προσαυξήσεις, ύψους 335.318,59 ευρώ, δηλαδή συνολικά με το ποσό των 714.940,87 ευρώ.
Από τους Επιθεωρητές του Τομέα Διοικητικού Οικονομικού Ελέγχου του ΣΕΥΥΠ διενεργήθηκε έλεγχος της χρηματικής διαχείρισης του Κρατικού Θεραπευτηρίου Λέρου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1996 έως 31.10.2003, καθ’ όλη τη διάρκεια του οποίου ο εκκαλών είχε διατελέσει Υποδιευθυντής Οικονομικού στο ως άνω νοσηλευτικό ίδρυμα.
Του ελέγχου των Επιθεωρητών είχαν προηγηθεί δύο εσωτερικοί διοικητικοί έλεγχοι, κατά τους οποίους διαπιστώθηκαν, μεταξύ άλλων, πλημμελείς λογιστικές εγγραφές (πόρισμα 8225/9.7.2002), αλλά και διενέργεια δαπανών χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής καθώς και πρωτόκολλα κλεισίματος των λογιστικών βιβλίων (ετών 2000, 2001, 2002), τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα (πόρισμα 10449/30.10.2003).
Περαιτέρω οι Επιθεωρητές διενήργησαν έλεγχο τόσο στη χρηματική διαχείριση, όσο και στη διαχείριση των συντάξεων και του αποθεματικού των ασθενών, δοθέντος ότι και τις δύο διαχειρίσεις τις ασκούσε ο ταμίας και κατέγραψαν τις διαπιστώσεις τους σε τρεις εκθέσεις.
Κατά τη διάρκεια του ελέγχου διαπίστωσαν ότι επικρατούσε μεγάλη διαχειριστική αταξία εκ μέρους του Ταμία και απουσία ελέγχου από τους Προϊσταμένους του, που είχε οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση, με ανάμιξη των δυο διαχειρίσεων και πλημμελείς διαχειριστικές ενέργειες στη χρηματική διαχείριση του θεραπευτηρίου όπως έκδοση διπλών γραμματίων είσπραξης ή γραμματίων είσπραξης χωρίς την ύπαρξη αντίστοιχης κατάθεσης, διενέργεια καταθέσεων χωρίς γραμμάτια είσπραξης ή με γραμμάτια είσπραξης εκδοθέντα σε άλλα έτη, διενέργεια δαπανών χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής και ετήσια πρωτόκολλα κλεισίματος των βιβλίων που δεν είχαν συνταχθεί με βάση πραγματικά στοιχεία, αλλά προσάρμοζαν τα ταμειακά υπόλοιπα των Τραπεζών στα δεδομένα των βιβλίων του λογιστηρίου.
Ειδικότερα ο εκκαλών φέρεταο, πέραν του ότι δεν ασκούσε κανέναν έλεγχο στη διαχείριση και στον απαράδεκτο τρόπο ασκήσεως της διαχείρισης από τον Ταμία, συνυπέγραφε και ο ίδιος τις επιταγές, ακόμα και στις περιπτώσεις που είχε παραλειφθεί η νόμιμη διαδικασία έκδοσης των αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων και υποβολής τους για θεώρηση από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ είχε συνυπογράψει και τα ετήσια πρωτόκολλα κλεισίματος των λογιστικών βιβλίων των ετών 1996-2000, εκ των οποίων τα πρωτόκολλα των ετών 1996-1999 συντάχθηκαν μόλις το έτος 2000.
Στην καταλογιστική απόφαση των επιθεωρητών του αποδίδεται ότι κατά το διάστημα από 1.1.1996 έως 31.10.2003, που υπηρετούσε ως Υποδιευθυντής Οικονομικού του Κρατικού Θεραπευτηρίου, με τις ενέργειες και τις παραλείψεις του προκάλεσε έλλειμμα στο ταμείο του Θεραπευτηρίου και συγκεκριμένα: α. Δεν ασκούσε κανένα έλεγχο στον τρόπο λειτουργίας του ταμία, με αποτέλεσμα να καθίσταται συνυπεύθυνος στην δημιουργία του ελλείμματος. β. Δεν έλεγχε τα αναγραφόμενα στα πρωτόκολλα κλεισίματος στοιχεία, με αποτέλεσμα να μην εντοπίσει την ύπαρξη του πλεονάσματος και τις υπέρ αναλήψεις που έκανε ο ταμίας. Επίσης δεν έλεγχε τα αντίγραφα της κίνησης των λογαριασμών με αποτέλεσμα να υπάρχουν καταθέσεις χωρίς γραμμάτια είσπραξης ή να γίνονται καταθέσεις χρημάτων πολύ μετά τις εισπράξεις τους. γ. Δεν προέβαινε, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι υπήρχαν προβλήματα στο ταμείο, σε τακτικό ή αιφνιδιαστικό κλείσιμο αυτού. δ. Δεν εισηγήθηκε στην Διοίκηση του Ιδρύματος, το διαχωρισμό των διαχειρίσεων του θεραπευτηρίου και του λογαριασμού των συντάξεων των ασθενών, που ασκούνταν από τον ταμία και μάλιστα χωρίς απόφαση. ε. Δεν υλοποίησε τις αποφάσεις της Διοίκησης σχετικά με αντικατάσταση του ταμία και το άνοιγμα καινούργιων κατά έτος λογαριασμών».
Ο εκκαλών αμφισβήτησε την ύπαρξη της αποδοθείσας σ’ αυτόν ευθύνης για το προκληθέν έλλειμμα, επικαλούμενος ότι είχε μεγάλο φόρτο εργασίας, ότι ήταν αδύνατο λόγω φόρτου εργασίας να πραγματοποιεί ελέγχους, ότι με αναφορές του είχε ζητήσει την τοποθέτηση Τμηματάρχη Οικονομικού, αναφερόμενος σε δυσχέρεια στη λειτουργία της υπηρεσίας και σε καθυστερήσεις στη συμφωνία και το κλείσιμο των βιβλίων.
Τόνισε επίσης ότι με την 32/24.11.1994 απόφαση του ΔΣ τοποθετήθηκε στη θέση αυτή άλλος υπεύθυνος, στον οποίο δεν στάθηκε εμπόδιο στην άσκηση των καθηκόντων του για έλεγχο, ότι είχε αναφέρει προφορικά στο Διοικητικό Διευθυντή το πρόβλημα των καθυστερήσεων στη σύνταξη των πρωτοκόλλων κλεισίματος και επομένως ήταν γνωστό το πρόβλημα της έλλειψης ουσιαστικού ελέγχου στη διαχείριση, ότι ο ταμίας προφασιζόταν φόρτο εργασίας και ανέβαλε τη σύνταξη των πρωτοκόλλων κλεισίματος 1996-2000, τα οποία υπέγραψε καλή τη πίστη, ότι ούτε οι Τμηματάρχες Οικονομικού προέβησαν ποτέ σε έλεγχο αιφνιδιαστικό ή περιοδικό του ταμείου, ότι η επιτροπή που είχε οριστεί για έλεγχο δεν αναφέρθηκε σε έλλειμμα, ότι ο ίδιος δεν διέθετε εξειδικευμένες γνώσεις, ότι ευθύνονται και άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες και όχι μόνο αυτός.
Επεσήμανε παραπέρα ότι η διαχείριση των συντάξεων γινόταν εξωλογιστικά, παρά την αντίθετη θέση του, με απόφαση του ΔΣ, ότι η μόνη αναφορά που υπάρχει για αντικατάσταση του Ταμία είναι δική του (11.2.2002), ότι είχε ζητήσει προφορικά από το Διοικητικό Διευθυντή και τη Διοίκηση την υλοποίηση της 4/11.2.2002 απόφασης του ΔΣ για την αντικατάστασή του, ότι στις επιταγές υπήρχαν πάντα τα δικαιολογητικά και υπήρχαν περιπτώσεις όπου, λόγω του επείγοντος, δεν μπορούσαν να αναμείνουν τη θεώρηση του ΧΕ καθώς και ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλες επιταγές με παραποιημένη την υπογραφή του.
Εξάλλου, ο εκκαλών με την 169/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου κρίθηκε αθώος για τις κατηγορίες της από κοινού με τον ταμία τελέσεως των εγκλημάτων της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, της απιστίας κατ’ εξακολούθηση και της παράβασης καθήκοντος κατ΄ εξακολούθηση, καθώς έγινε δεκτό ότι δεν προσπορίστηκε κανένα όφελος και ότι το διαπιστωθέν έλλειμμα είναι λογιστικό και όχι πραγματικό, αφού δεν ιδιοποιήθηκε τα σχετικά ποσά αλλά αυτά διατέθηκαν για την κάλυψη δαπανών του .