Η ανάγκη επενδύσεων και ευρύτερου σχεδιασμού για να συνεχιστεί η ανάπτυξη μετά το φετινό ρεκόρ


Καθώς ο ελληνικός τουρισμός ολοκληρώνει το 2025 επιτυγχάνοντας ένα ακόμα ιστορικό ρεκόρ αφίξεων και ταξιδιωτικών εισπράξεων, καθίσταται σαφές ότι έχει φτάσει σε σημείο καμπής.
Η περαιτέρω ανάπτυξή του και η διάχυση των ωφελειών του γεωγραφικά, χρονικά αλλά και συνολικά στην ελληνική κοινωνία απαιτεί έναν νέο, προσεκτικό σχεδιασμό. Σχεδιασμό ικανό να δώσει απαντήσεις στις προκλήσεις που συνοδεύουν την επιτυχία του και να διασφαλίσει την ομαλή ανάπτυξή του για τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες. Η χώρα θα εισπράξει φέτος κοντά στα 23,5 δισ., σχεδόν 8% περισσότερα από πέρυσι, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις που βασίζονται σε στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλων φορέων. Μια χώρα με λίγο περισσότερους από 10 εκατ. κατοίκους υποδέχθηκε πάνω από 37 εκατ. ξένους επισκέπτες, χωρίς καν να συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς όσοι έφθασαν εδώ με κρουαζιερόπλοια ή με ιδιωτικά σκάφη αναψυχής, που κατέκλυσαν τις ελληνικές θάλασσες και ακτές.

Την ίδια ώρα, όμως, προβλήματα υδροδότησης, καθαριότητας, διαχείρισης λυμάτων, λιμενικών υποδομών, ηλεκτροδότησης, στάθμευσης, κυκλοφοριακής συμφόρησης και πολλά ακόμα εκδηλώθηκαν σε δημοφιλείς προορισμούς αλλά και σε μέχρι πρόσφατα λιγότερο πολυσύχναστους τόπους. Ορισμένα νησιά μάλιστα, που εμφάνιζαν τέτοια συμπτώματα ήδη από τα προηγούμενα χρόνια, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, είδαν ακόμα και μείωση των αφίξεων.
Σημάδι ίσως ότι οι επισκέπτες έχουν παρατηρήσει τις ολιγωρίες στη διαχείριση των ροών και τις ελλείψεις υποδομών και αναζητούν πλέον αυθεντικές εμπειρίες και όχι κορεσμένα μοντέλα τουρισμού. Παράλληλα, η απουσία εδώ και δεκαετίες ενός ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού για τον τουρισμό, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, παράγει από τη μια πλευρά άναρχη ανάπτυξη και από την άλλη περιορίζει την ασφάλεια των επενδύσεων – και επομένως την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Επανειλημμένες έρευνες του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) έχουν δείξει ότι η ισχύς του ελληνικού τουριστικού brand βασίζεται στην εγγενή αίσθηση φιλοξενίας και φιλικότητας που αισθάνεται ο επισκέπτης στην Ελλάδα, στις εγκαταστάσεις και στα καταλύματα διαμονής, στην αίσθηση ασφάλειας και στη γαστρονομία, και ακολουθούν οι παραλίες και τα τοπία. Αντιθέτως, τα στοιχεία στα οποία η Ελλάδα μειονεκτεί έναντι του ανταγωνισμού συνδέονται κυρίως με τη λειτουργία προορισμών και θέματα όπως η καθαριότητα, η πληροφόρηση, η άναρχη πολεοδομία και η έλλειψη ποικιλίας δραστηριοτήτων.
«Ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται σε σημείο καμπής, καθώς στρατηγικές ώριμων προορισμών πλησιάζουν τα όριά τους και νέες πηγές ανταγωνισμού αναδύονται», σημειώνει μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.
«Ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται σε σημείο καμπής, καθώς στρατηγικές ώριμων προορισμών πλησιάζουν τα όριά τους και νέες πηγές ανταγωνισμού αναδύονται», σημείωνε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας σε σχετική μελέτη της. Για τους οικονομολόγους της, η μετουσίωση της ισχυρής ζήτησης σε διατηρήσιμη οικονομική αξία και ανθεκτικότητα απαιτεί οργανωμένη προσπάθεια σε δύο άξονες και ειδικότερα στην ανάδειξη των «κρυμμένων θησαυρών» της χώρας με προώθηση εναλλακτικών προορισμών και, βεβαίως, στην επαναφορά των επενδύσεων σε βασικές υποδομές στα προ κρίσης επίπεδα –καθώς κατά την τελευταία πενταετία παραμένουν 8% χαμηλότερα–, ώστε να συμβαδίσουν με την τουριστική επενδυτική δυναμική, η οποία είναι 14% υψηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα. «Αυτό θα αποδείξει την ικανότητά μας ως χώρα να διαχειριστούμε την ίδια μας την επιτυχία», σημειώνουν οι συντάκτες της μελέτης.
Την ανάγκη να καθίσουν όλοι στο τραπέζι και να σχεδιάσουν το masterplan για τον ελληνικό τουρισμό της επόμενης δεκαετίας υπογράμμισε προ ημερών και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννης Παράσχης, στο ετήσιο συνέδριο του αντιπροσωπευτικού φορέα του κλάδου. Στοιχεία που παρουσίασε στο συνέδριο αυτό η Εθνική Τράπεζα δείχνουν ότι έως το 2040 οι ταξιδιωτικές αφίξεις, υπό προϋποθέσεις που περιλαμβάνουν την αντιμετώπιση των προαναφερθέντων προκλήσεων, θα αγγίξουν τα 55 εκατ., δηλαδή θα αυξηθούν κατά 18 εκατ. από τα τρέχοντα επίπεδα, και οι ταξιδιωτικές εισπράξεις θα φτάσουν στα 36 δισ. ευρώ, δηλαδή 14 δισ. ευρώ περισσότερα από ό,τι το 2024.
Προφανώς και η χώρα δεν μπορεί να αντέξει τέτοιους φόρτους χωρίς κατάλληλη προετοιμασία, σχεδιασμό και συντονισμό. Ο κ. Ευτύχης Βασιλάκης, πρόεδρος της Aegean και αντιπρόεδρος του ΣΕΤΕ, εξήγησε πρόσφατα πως «το ζήτημα των υποδομών δεν είναι κυρίως οικονομικό, καθώς μεγάλο μέρος είναι αυτοχρηματοδοτούμενο από τους χρήστες του, αλλά πρωτίστως λειτουργικό και διαχειριστικό». Τόνισε δε πως «η χρονική και γεωγραφική διάχυση των τουριστικών ροών οφείλει να αποτελεί βασική προτεραιότητα στον σχεδιασμό, στην υλοποίηση και στη λειτουργία των υποδομών, ώστε η ανάπτυξη να μεταφράζεται σε μετρήσιμα και διαρκή οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, τους κατοίκους και τους επισκέπτες της χώρας».
Να καθίσουν όλοι στο τραπέζι και να σχεδιάσουν το masterplan για τον ελληνικό τουρισμό της επόμενης δεκαετίας ζήτησε προ ημερών ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Παράσχης.
Δεν πρόκειται για μια συζήτηση που γίνεται σε αφηρημένο επίπεδο. Τα προβλήματα έχουν πυκνώσει σε τέτοιο σημείο που η τοπική αυτοδιοίκηση αδυνατεί να ανταποκριθεί σε βασικές υποχρεώσεις της σε πολλά μέρη, πόσο μάλλον να σχεδιάσει υποδομές και να τις κατασκευάσει. Το πρόβλημα επιτείνουν συχνά και οι ημερήσιοι επισκέπτες που δέχονται προορισμοί όπως η Σύμη και η Σαντορίνη. Οι επισκέπτες αυτοί, καθώς δεν διανυκτερεύουν στους προορισμούς και δεν καταβάλλουν το τέλος παρεπιδημούντων που εισπράττεται από τα ξενοδοχεία και τα καταλύματα και αποδίδεται στους δήμους, δεν συνεισφέρουν όπως οι υπόλοιποι ταξιδιώτες. Αναζητούν έτσι οι εν λόγω δήμοι πόρους για να μπορούν να διαχειριστούν τις ροές αυτές αλλά και για να τις ελέγξουν. Λίγο μετά το φετινό καλοκαίρι η Περιφερειακή Ενωση Δήμων Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε ομόφωνα να ζητήσει να νομοθετηθεί η δυνατότητα στους δήμους να μπορούν να επιβάλλουν τέλη στους ημερήσιους επισκέπτες που δέχονται. Προηγήθηκε ο δήμαρχος Σύμης Ελευθέριος Παπακαλοδούκας, που κατόπιν σχετικής απόφασης του δημοτικού συμβουλίου επιδιώκει να εξασφαλίσει άδεια από τα συναρμόδια υπουργεία για την καθιέρωση ειδικού τέλους ύψους τριών ευρώ κατ’ άτομο για τους ημερήσιους επισκέπτες. Το νησί δέχεται καθημερινά περίπου 1.000 έως και 5.000 τέτοιους επισκέπτες, καθώς ο γραφικός οικισμός του λιμανιού και το μοναστήρι του Αρχαγγέλου στον Πάνορμο αποτελούν μαγνήτη για επισκέπτες από τη Ρόδο, άλλα κοντινά νησιά, αλλά και την Τουρκία, οι οποίοι παράγουν απορρίμματα, χρειάζονται νερό και χρησιμοποιούν δημόσιες υποδομές που δημιουργήθηκαν πριν από δεκαετίες για πολύ μικρότερες ροές επισκεπτών.
Ολα αυτά σε μια περίοδο που η κλιματική κρίση και η συμπεριφορά των ταξιδιωτών αλλάζουν τα δεδομένα, ενώ ο ανταγωνισμός από άλλες ανεπτυγμένες και αναδυόμενες χώρες – τουριστικούς προορισμούς της Μεσογείου εντείνεται.













