• Το δημόσιο αντίο του αδελφού της, η τελευταία συνομιλία με τον σύντροφό της λίγο πριν από την αναχώρηση, η επαγγελματική διαδρομή από την Ολυμπιακή ως τις VIP ναυλώσεις και τα ερωτήματα που ανοίγει η συντριβή κοντά στην Άγκυρα, ενώ οι αρχές αναζητούν απαντήσεις στα δεδομένα πτήσης και στις καταγραφές
Ο θόρυβος μιας διεθνούς είδησης για τη συντριβή ενός ιδιωτικού τζετ στην Τουρκία θα μπορούσε εύκολα να μείνει σε τίτλους για στρατιωτικές αποστολές, πολιτικές ισορροπίες και τεχνικές λεπτομέρειες. Στην ελληνική πλευρά όμως το γεγονός πήρε αμέσως άλλο βάρος, γιατί ανάμεσα στους νεκρούς βρίσκεται η 42χρονη αεροσυνοδός Μαρία Παππά, με καταγωγή από τη Ρόδο. Και όταν ένα δυστύχημα αποκτά πρόσωπο, ηλικία και ιστορία, τότε το ρεπορτάζ δεν μπορεί να σταθεί μόνο στις ώρες και στα σημεία του χάρτη. Στέκεται στις σχέσεις που κόπηκαν, στη δουλειά που έγινε τρόπος ζωής και στο πένθος που εξαπλώνεται πρώτα σιωπηλά και μετά δημόσια, μέσα από λόγια που γράφονται επειδή δεν υπάρχουν άλλα μέσα να κρατηθεί κάποιος όρθιος.
Η ιστορία της Μαρίας Παππά δεν παρουσιάζεται ως μια σύντομη βιογραφία για τις ανάγκες της επικαιρότητας. Εμφανίζεται μέσα από τις μαρτυρίες των πιο κοντινών ανθρώπων της, μέσα από την επαγγελματική της διαδρομή και μέσα από την τραγική συγκυρία ότι η πτήση με τη συγκεκριμένη εταιρεία αναφερόταν ως η πρώτη της. Σε ένα επάγγελμα όπου η ρουτίνα χτίζεται για να προστατεύει από το απρόβλεπτο, η είδηση ότι μια γυναίκα με 2 δεκαετίες παρουσίας στον χώρο σκοτώθηκε στη δουλειά της λειτουργεί σαν βίαιη υπενθύμιση ότι η εμπειρία μειώνει τους κινδύνους, δεν τους εξαφανίζει.

Το μήνυμα του αδελφού της και ο αποχαιρετισμός που πάγωσε τα social media
Το πιο δυνατό κομμάτι της ανθρώπινης πλευράς της υπόθεσης ήρθε από μια δημόσια ανάρτηση του αδελφού της. Δεν μίλησε με γενικότητες, ούτε με φράσεις που συνηθίζονται όταν κάποιος θέλει απλώς να ανακοινώσει την απώλεια. Έγραψε για το τι σήμαινε η Μαρία για εκείνον και για το πώς την έβλεπε ως άνθρωπο και ως παρουσία στην οικογένεια. Την περιέγραψε ως «τον πιο συμπονετικό, αγαθό, καλόκαρδο και ευγενικό άνθρωπο» και μίλησε για «σπάνια μεγαλοψυχία», πριν κλείσει με την πιο φορτισμένη φράση, αυτή που έγινε σχεδόν σύνθημα πένθους: «Σ’ αγαπώ, Μαιρούλα μου. Να προσέχεις τη μαμά».
Σε μια τραγωδία που παράγει πολλά στοιχεία, αυτή η φράση στάθηκε πιο βαριά από όλες τις τεχνικές πληροφορίες, γιατί έδωσε ένα παράθυρο στην οικογενειακή πραγματικότητα. Έδειξε ότι η απώλεια δεν είναι μόνο η απουσία της Μαρίας, είναι και το κενό που αφήνει μέσα σε μια οικογένεια που καλείται να συνεχίσει χωρίς εκείνη, να στηρίξει τους πιο ευάλωτους και να διαχειριστεί τις σιωπές που ακολουθούν το σοκ.
Η τελευταία συνομιλία με τον σύντροφό της και το «θα μιλήσουμε όταν φτάσω»
Αν το μήνυμα του αδελφού της έδωσε την οικογενειακή διάσταση, η μαρτυρία του συντρόφου της έδωσε την καθημερινή, την πιο οικεία. Περιέγραψε ότι μίλησαν για τελευταία φορά το βράδυ πριν από την αναχώρησή της και ότι εκείνη του είπε «Σ’ αγαπώ. Θα μιλήσουμε όταν φτάσω». Στη συνέχεια δήλωσε ότι «η ζωή μου έφυγε και δεν γύρισε ποτέ». Η φράση αυτή δεν είναι υπερβολική όταν εκφέρεται από άνθρωπο που μόλις έμαθε ότι ο σύντροφός του σκοτώθηκε. Είναι η ωμή περιγραφή του πώς μια σχέση 20 ετών, όπως ειπώθηκε, σταματά χωρίς προειδοποίηση.
Ο σύντροφός της πρόσθεσε και κάτι που φωτίζει το κοινό τους παρελθόν: γνωρίστηκαν στην Ολυμπιακή το 2006, εκείνη ως αεροσυνοδός και εκείνος ως φροντιστής, ενώ είχαν πετάξει πολλές φορές μαζί. Περιέγραψε τη Μαρία ως άνθρωπο που δεν ζούσε με φόβο για την πτήση. Είπε καθαρά ότι «σε αυτή τη δουλειά δεν υπάρχει φόβος» και ότι «αν φοβάσαι, δεν μπαίνεις στο αεροπλάνο». Αυτή η φράση, όσο σκληρή κι αν ακούγεται, αποτυπώνει την επαγγελματική κουλτούρα ενός κλάδου όπου η ψυχραιμία και η εμπιστοσύνη στις διαδικασίες είναι προϋπόθεση.
Από παιδικό όνειρο σε επάγγελμα ζωής, η διαδρομή της Μαρίας Παππά
Εργάστηκε ως αεροσυνοδός από πολύ νεαρή ηλικία, σχεδόν αμέσως μετά την αποφοίτησή της από το σχολείο. Το επάγγελμα αυτό ήταν παιδικό της όνειρο. Στην αρχή της επαγγελματικής της ζωής εργάστηκε στην ασφάλεια αεροδρομίου και στη συνέχεια εντάχθηκε στην Ολυμπιακή Αεροπορία ως αεροσυνοδός.
Μετά την Ολυμπιακή, ο σύντροφός της ανέφερε ότι εργάστηκε σε περίπου 15 διαφορετικές εταιρείες. Τελευταία εργαζόταν στην Harmony Jets με έδρα τη Μάλτα, εταιρεία που νοικιάζει VIP αεροσκάφη.
Ηταν η πρώτη της πτήση με τη συγκεκριμένη εταιρεία. Η τραγική ειρωνεία ενισχύεται από την πληροφορία ότι είχε δείξει ενδιαφέρον για αγγελία εργασίας με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα περίπου 3 εβδομάδες πριν από το δυστύχημα.
Το χρονικό της συντριβής κοντά στην Άγκυρα, τα λεπτά της αγωνίας και τα ευρήματα
Το μοιραίο αεροσκάφος ήταν Falcon 50. Απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Εσένμπογα της Άγκυρας με προορισμό την Τρίπολη. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, στις 20:32 ο πιλότος ανακοίνωσε επιστροφή λόγω τεχνικής βλάβης. Στις 20:52 η επικοινωνία διακόπηκε στην περιοχή της επαρχίας Χάιμανα, νοτιοδυτικά της Άγκυρας. Οι μονάδες της Χωροφυλακής εντόπισαν τα συντρίμμια στις 22:00 τοπική ώρα, διάσπαρτα σε έκταση περίπου 3 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Οι ώρες που ακολούθησαν είναι το γνωστό μοτίβο των μεγάλων δυστυχημάτων: έρευνα στο σκοτάδι, προσπάθεια εντοπισμού, επιβεβαίωση του χειρότερου. Αναφέρθηκε ότι οι τουρκικές αρχές εντόπισαν τον καταγραφέα ήχου στις 02:45 και το μαύρο κουτί στις 03:20 και ότι εστάλησαν για διερεύνηση. Στην ίδια γραμμή, ο υπουργός Μεταφορών της Τουρκίας Αμπτουλκαντίρ Ουράλογλου δήλωσε ότι η ανάλυση του καταγραφέα συνομιλιών του πιλοτηρίου και του μαύρου κουτιού θα γίνει σε ουδέτερη χώρα. Παράλληλα, ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Αλί Γερλίκαγια αναφέρθηκε στις ώρες εντοπισμού και στη διαδικασία που ακολούθησε.
Σε επίπεδο επιχειρησιακής εικόνας, καταγράφηκε ότι το αεροσκάφος χάθηκε από τα ραντάρ λίγο μετά την απογείωση, και ότι υπήρξαν σήματα ανάγκης, με αναφορές στο «PAN PAN», και ενεργοποίηση κωδικού έκτακτης ανάγκης. Αυτά τα στοιχεία, όπως και ο χρόνος απώλειας επικοινωνίας, είναι κρίσιμα για να καταλάβει κανείς ότι το πλήρωμα προσπάθησε να επιστρέψει και ότι κάτι μέσα σε λίγα λεπτά κλιμακώθηκε πέρα από τον έλεγχο. Το τι ακριβώς ήταν αυτό είναι ζήτημα της τεχνικής έρευνας, όχι της εικασίας.

Στο Falcon 50 επέβαινε πενταμελής υψηλόβαθμη στρατιωτική αντιπροσωπεία της Λιβύης, με επικεφαλής τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου της χώρας στρατηγό Μοχάμεντ Αλί Αχμέντ Αλ Χαντάντ. Στους επιβάτες αναφέρθηκαν επίσης ο αρχηγός των Χερσαίων Δυνάμεων αντιστράτηγος Αλφιτόρι Τζριμπίλ, ο διευθυντής της υπηρεσίας παραγωγής στρατιωτικού υλικού ταξίαρχος Μαχμούντ αλ Κουταουί, ο σύμβουλος του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου καθηγητής Μοχάμεντ αλ Ασάουι Ντιάμπ και ο φωτογράφος του Γραφείου Τύπου Μοχάμεντ Ομάρ Αχμέντ Μαχτζούμπ. Μαζί τους ήταν και 3 μέλη πληρώματος, ανάμεσά τους η Μαρία Παππά.
Η αναζήτηση των αιτιών θα κινηθεί στον χρόνο της τεχνικής διερεύνησης. Αυτός ο χρόνος είναι αργός, γιατί απαιτεί επιβεβαιώσεις, αντιπαραβολή δεδομένων, ανάλυση καταγραφών, εργαστηριακό έλεγχο εξαρτημάτων και συντονισμό αρχών. Από την άλλη πλευρά, το πένθος κινείται σε άλλο χρόνο, είναι άμεσο, είναι το πρώτο τηλεφώνημα που δεν έγινε, είναι η τελευταία φράση «θα μιλήσουμε όταν φτάσω», είναι το μήνυμα «να προσέχεις τη μαμά».
Αυτό το χάσμα ανάμεσα στον χρόνο της έρευνας και στον χρόνο της απώλειας είναι που κάνει τέτοιες υποθέσεις κοινωνικά εκρηκτικές. Γιατί οι άνθρωποι θέλουν απαντήσεις αμέσως, ενώ η αλήθεια της αεροπορίας έρχεται μόνο όταν μιλήσουν τα δεδομένα. Μέχρι τότε, το μόνο ασφαλές είναι αυτό που ήδη γνωρίζουμε από όσα δόθηκαν: η Μαρία Παππά, 42 ετών, αεροσυνοδός με μακρά πορεία, σκοτώθηκε στο δυστύχημα του Falcon 50 κοντά στην Άγκυρα, και πίσω της άφησε μια οικογένεια και έναν σύντροφο που την αποχαιρέτησαν με λόγια που δεν επιδιώκουν εντύπωση, αλλά προσπαθούν να χωρέσουν το ασήκωτο μέσα σε λίγες γραμμές.
Και όσο η τεχνική έρευνα θα συνεχίζεται, η ελληνική πλευρά της τραγωδίας θα επιστρέφει ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο: σε μια γυναίκα που έζησε σχεδόν 2 δεκαετίες στον αέρα, που μπήκε στην αεροπορία από πολύ νωρίς, που πέρασε από την Ολυμπιακή και από πολλαπλές εταιρείες, που συνέχισε να εργάζεται και να εξελίσσεται, και που τελικά σκοτώθηκε σε μια πτήση που υποτίθεται ότι ήταν ακόμη ένα δρομολόγιο. Για τους δικούς της ανθρώπους, όμως, ήταν το τελευταίο.














