Η πρόταση για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής σε βάρος πολιτικού προσώπου (π.Υπουργού της Κυβερνήσεως) για (ενδεχόμενη) παράβαση του άρθρου 290 του ΠΚ που υπέβαλε το ΠΑΣΟΚ, έχει νομικό έρεισμα;
ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΚΑΝΤΙΔΕΝΟΣ, δικηγόρος Ρόδου-Ποινικολόγος, Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων ΕΕΠ) και του επιστημονικού σωματείου μελέτης του Ποινικού Δικαίου “Judicium Rectum”
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 290 του νΠΚ «Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία» ορίζεται ότι: «1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόµους: α) µε καταστροφή, βλάβη ή µετακίνηση εγκαταστάσεων ή οχηµάτων, β) µε τοποθέτηση ή διατήρηση εµποδίων, γ) µε αλλοίωση σηµείων ή σηµάτων ή µε τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλµένων σηµείων ή σηµάτων, ή δ) µε άλλες, εξίσου επικίνδυνες για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις, τιµωρείται: αα) µε φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηµατική ποινή αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγµατα, ββ) µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) µε κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσµα τη βαριά σωµατική βλάβη άλλου ή προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος µεγάλου αριθµού ανθρώπων, το δικαστήριο µπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας από την οποία προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.»
Η διάταξη του άρθρου 290 νέου ΠΚ στις δύο πρώτες υποπεριτπώσεις στην πρώτη παράγραφο (δηλαδή στις αα και ββ) αφορά έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Ως εκ τούτου για να μπορεί να γίνει λόγος για την πλήρωση της αντικειμενικής του υπόστασης απαιτείται να δημιουργηθούν αιτιακές συνθήκες στην εμπειρική πραγματικότητα (εξωτερικό κόσμο) για να επέλθει ένα βλαβερό αποτέλεσμα (φθορά πράγματος, τραυματισμός ανθρώπου), που όμως δεν επήλθε διότι απαιτούνται και άλλοι όροι (π.χ πρόσκρουση, πτώση για να συμβεί η φθορά ή ο τραυματισμός).
Αντίθετα η διάταξη του παλαιού ΠΚ απαιτούσε τη δημιουργία συνθηκών από τις οποίες μπορούσε να επέλθει το βλαβερό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια η διάταξη του άρθρου 290 νέου ΠΚ είναι ευμενέστερη.
Ο κίνδυνος που πρέπει να προκύψει, πρέπει να αφορά συγκεκριμένο άνθρωπο, δηλαδή η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί πρέπει να αφορά την επέλευση αιτιακών όρων για την προσβολή συγκεκριμένου ανθρώπου. Γι’αυτό ο κίνδυνος πρέπει να είναι εξατομικευμένος. Δηλαδή πρέπει να προσδιορίζεται τι ακριβώς συνθήκες προκλήθηκαν από τη θετική ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, τι ακριβώς αιτιακοί όροι για την προσβολή του σώματος συγκεκριμένου προσώπου εξαγγέλθηκαν, που τελικά όμως δεν οδήγησαν στην προσβολή του, επειδή άλλοι όροι εμπόδισαν τούτο. Όταν οι συνθήκες της εξωτερικής πραγματικότητας δεν αφορούν αιτιακά την εξαγγελία προσβολής ανθρώπινου σώματος αλλά την ύλη ενσώματου αντικειμένου (κινητού ή ακινήτου), τότε για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης απαιτείται η δημιουργία αυτών των αιτιακών όρων προσβολής να αφορά αόριστο αριθμό ξένων πραγμάτων, που δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί εξ αρχής ποιο θα φθαρεί. Τούτη η μορφή τέλεσης της πράξης είναι νέα, δεν απαντάται στο προϊσχύσαν δίκαιο και κατά συνέπεια μπορεί να νοηθεί αντικειμενικά μετά την έναρξη ισχύος της πιο πάνω διάταξης. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι στις δύο τελευταίες υποπεριπτώσεις της πρώτης παραγράφου (δηλαδή στις γγ και δδ) το έγκλημα είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο και προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν: α) από τη συμπεριφορά του δράστη επήλθε βαριά σωματική βλάβη άλλου (βλάβη που συνέεται με κίνδυνο για τη ζωή του, στέρηση του σώματός του ή μέλους του σώματος για μεγάλο χρονικό διάστημα, αποκοπή μέλος του σώματος) ή βλάβη κοινωφελούς εγκατάστασης (δηλαδή στοιχείου του ενεργητικού μιας οικονομικής μονάδας που εξυπηρετεί άμεσα βιοτικές ανάγκες του κοινού) οπότε η πράξη τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη β) αν επήλθε θάνατος άλλου, οπότε η πράξη τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
Η συμπεριφορά όμως που ποινικοποιείται, απαιτεί να συνοδεύεται από συγκεκριμένες μυϊκές ενέργειες του δράστη, οι οποίες όμως πρέπει να αφορούν συγκεκριμένα πράγματα. Απαιτείται δηλαδή με θετική ενέργεια ή με παράλειψη επέμβαση του ανθρώπου σε πράγμα, από την οποία ανθρώπινη πράξη, δημιουργείται ένα αποτέλεσμα: η διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόµους (ή στις πλατείες). Διατάραξη της ασφάλειας στους δρόμους (ή στις πλατείες) υπάρχει όταν η συνέχιση της συγκοινωνίας γίνεται δυσχερής ή αδύνατη και κατά συνέπεια επικίνδυνη.
Η διατάραξη αυτή επέρχεται με τους εξής τρόπους:
α) µε καταστροφή, βλάβη ή µετακίνηση εγκαταστάσεων ή οχηµάτων, β) µε τοποθέτηση ή διατήρηση εµποδίων, γ) µε αλλοίωση σηµείων ή σηµάτων ή µε τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλµένων σηµείων ή σηµάτων, ή δ) µε άλλες, εξίσου επικίνδυνες για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις
Όταν ο νομοθέτης ομιλεί για εγκαταστάσεις, εννοεί κτίσματα, μηχανήματα, υλικές υποδομές, που συνδέονται λειτουργικά με τη συγκοινωνία, δηλαδή με τη μετάβαση από τόπο σε τόπο μέσω δημοσίου δρόμου ή πλατείας.
Όταν ο νομοθέτης ομιλεί για άλλες εξίσου επικίνδυνες για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις, εννοεί πράξεις, που μηχανικά ή χημικά επενεργούν σε πράγματα, που συνδέονται με τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες.
ΙΙ. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Η νομοτυπική μορφή της διάταξης έχει σαφή φυσικο-υλική διάσταση και προϋποθέτει πράξεις θετικές και άμεσες, με σκοπό ή τουλάχιστον με ενδεχόμενο δόλο πρόκλησης κινδύνου. Πρόκειται για διατάξεις που τυποποιούν εγκληματικές ενέργειες ατομικού χαρακτήρα, συνήθως τελούμενες από φυσικά πρόσωπα (βλ. π.χ ρομά που κατ’ επανάληψη προβαίνουν σε καταστροφές υλικών του σιδηροδρομικού δικτύου) που προβαίνουν σε σαφώς προσδιορίσιμες ενέργειες επί της οδικής, ή σιδηροδρομικής, υποδομής. Είναι πρόδηλο, λοιπόν, ότι η εφαρμογή της διάταξης απαιτεί δραστική, υλική και ατομική ενέργεια.
Η θεσμική ευθύνη ή παράλειψη πολιτικού προσώπου ως προς την εποπτεία της λειτουργίας ενός δικτύου δεν μπορεί, ούτε κατά μεταφορά, να υποκαταστήσει τον ενεργητικό ρόλο του δράστη που προβλέπει το άρθρο.
Η εφαρμογή του άρθρου 290 ΠΚ σε Υπουργό, και δη σε σχέση με ζητήματα εποπτείας και πολιτικής ευθύνης για αμέλειες σε επίπεδο θεσμικού σχεδιασμού ή αργοπορίες σε μεταρρυθμίσεις, υπονομεύει τον πυρήνα της ποινικής ευθύνης, που προϋποθέτει προσωπική υπαιτιότητα και σαφώς προσδιορισμένο ψυχικό δεσμό με την πράξη.
Η ποινική ευθύνη δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα γενικό κλίμα διοικητικής ανεπάρκειας, ούτε να συναχθεί από την πολιτική ευθύνη ως τέτοια. Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο μορφών ευθύνης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατικής έννομης τάξης.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ υποπίπτει στην πλάνη της μεταφοράς ποινικής ευθύνης, δηλαδή στην προσπάθεια να αποδοθεί ποινική ευθύνη με βάση το αξίωμα και όχι με βάση πράξεις που θεμελιώνουν τύπο εγκλήματος.
Επιπλέον, ακόμα και αν η εν λόγω πρόταση στηριζόταν σε πράξεις παράλειψης, θα όφειλε να στοιχειοθετήσει συγκεκριμένη νομική υποχρέωση ενέργειας – garantenstellung, του Υπουργού ως προς τον σιδηροδρομικό κίνδυνο, αλλά και τη δυνατότητα άμεσης αποτροπής του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Δεν προκύπτει τίποτε τέτοιο.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο Υπουργός είχε πληροφορηθεί ελλείψεις ή καθυστερήσεις που ενείχαν κίνδυνο, η πρόταση δεν θεμελιώνει την απαιτούμενη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και του αποτελέσματος, ή του κινδύνου, που προβλέπει το άρθρο 290 ΠΚ.
Η θεωρία της αντικειμενικής απόδοσης – objektive Zurechnung, απαιτεί όχι απλώς κάποια συμβολή στη διαμόρφωση ενός επικίνδυνου πλαισίου, αλλά ενεργό συνδρομή σε έναν αθέμιτο κίνδυνο στον πραγματικό κόσμο. Η απλή παραμονή σε πολιτικό αξίωμα εν μέσω διαρθρωτικών ελλείψεων, χωρίς απόδειξη δόλου ή ειδικής γνώσης, δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή τη συνάφεια.
Ακόμη και αν κάποιος αιτιωδώς συνέβαλε σε ένα αποτέλεσμα, πχ με τη συμπεριφορά του ξεκίνησε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτό δεν αρκεί για να του αποδοθεί ποινική ευθύνη.
Καμία ποινική διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευτεί πέρα από το μέτρο που αντέχει η αρχή της νομιμότητας, nullum crimen sine lege stricta – δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη αν δεν προβλέπεται ρητά και σαφώς από τον νόμο- χωρίς αναλογική ή επεκτατική ερμηνεία εις βάρος του κατηγορουμένου
Η νομική κατασκευή που επιχειρείται, αποσυνδέεται πλήρως από τη θεωρία του εγκλήματος και αποτυγχάνει να συνδέσει με λογικά και νομικά ερείσματα τον Υπουργό με την πράξη που απαιτεί η διάταξη.
Η πρόταση για ποινική δίωξη στη βάση ενός εγκλήματος που έχει σχεδιαστεί για αυτουργούς φυσικών ενεργειών επί της οδικής υποδομής, υποσκάπτει τη νομική ασφάλεια και ανοίγει μια επικίνδυνη προοπτική επέκτασης του Ποινικού Δικαίου σε κάθε μορφή πολιτικής αποτυχίας.
Η παράλειψη μεταρρυθμίσεων ή η καθυστέρηση σε υλοποίηση πολιτικών αποφάσεων, όσο σοβαρές και αν είναι, δεν ανάγονται ευθέως σε ποινικά αδικήματα. Αντιθέτως, απαιτείται σαφής εντοπισμός δόλου, γνώσης και πρόθεσης για την υλοποίηση επικίνδυνης πράξης, στοιχεία που εδώ ελλείπουν παντελώς.
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η πρόταση για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής βάσει του άρθρου 290 ΠΚ, όπως διατυπώθηκε, αποτελεί νομική παρωδία, στερούμενη θεμελίωσης σε οποιαδήποτε παραδεκτή ερμηνεία του Ποινικού Δικαίου και επιχειρεί να προσδώσει ανεπέρεισττα ποινική ευθύνη σε πράξεις ή παραλείψεις διοικητικού οργάνου που συνδέονται ενδεχομένως με την πολιτική ανεπάρκεια και ανευθυνότητα.
Ρόδος 22 Μαΐου 2025