• Ο Διδάκτορας Διεθνούς Δικαίου και Ταξίαρχος (ε.α.), Π.Α. αναλύει τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο, το τουρκολιβυκό μνημόνιο, τη στρατηγική αποτροπής και τα όρια του κατευνασμού απέναντι σε έναν αναθεωρητικό γείτονα
Σε μια εποχή που η Ανατολική Μεσόγειος ανασυντάσσεται γεωπολιτικά και οι ισορροπίες στην περιοχή μοιάζουν πιο εύθραυστες από ποτέ, η ανάλυση του Διεθνούς Δικαίου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο Δρ. Γιώργος Ανεψιού, διδάκτορας Διεθνούς Δικαίου, Ταξίαρχος (ε.α.) Π.Α. και διδάσκων στη Σχολή Ιλάρχων και στη Σχολή Πολέμου της Πολεμικής Αεροπορίας, μιλά στη «δ» για τις σύγχρονες προκλήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τον ρόλο του Δικαίου ως εργαλείου αλλά και ασπίδας αποτροπής. Με λόγο τεκμηριωμένο και κριτικό, ο Δρ. Ανεψιού αναλύει γιατί η πολιτική των «ήρεμων νερών» ωφέλησε κυρίως την Άγκυρα, πώς το τουρκολιβυκό μνημόνιο εξακολουθεί να επηρεάζει τις ισορροπίες, αλλά και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για έναν ρεαλιστικό διάλογο Ελλάδας – Τουρκίας στη βάση του διεθνούς δικαίου και της ισχύος. Παράλληλα, εστιάζει στα ενεργειακά και γεωστρατηγικά διακυβεύματα του Great Sea Interconnector Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ και σχολιάζει τις εξελίξεις στη Γάζα, προειδοποιώντας ότι η ειρήνη στην περιοχή παραμένει εύθραυστη και προσωρινή. Μια συνέντευξη που αποτυπώνει, με την ψύχραιμη ματιά ενός έμπειρου αξιωματικού και επιστήμονα, τις βαθύτερες συνδέσεις ανάμεσα στο Διεθνές Δίκαιο, τη διπλωματία και τη στρατηγική ισχύ, τρία θεμέλια που όπως υπογραμμίζει, καθορίζουν το μέλλον της Ελλάδας σε μια ταραγμένη εποχή
Αναλυτικά η συνέντευξη:
• Κύριε Ανεψιού μετά από μια διετία σχετικής αποκλιμάκωσης, φαίνεται ότι η θεωρία των «ήρεμων νερών» στα ελληνοτουρκικά φτάνει στο τέλος της. Θεωρείτε ότι η Άγκυρα αξιοποίησε το διάστημα της “ηρεμίας” για να ενισχύσει τη θέση της, τόσο επιχειρησιακά όσο και διπλωματικά, ενόψει μιας νέας φάσης πίεσης προς την Ελλάδα;
Αρχικά να ευχαριστήσω για τη φιλοξενία στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ. Έχω ζήσει πολλά χρόνια στην επαρχία, και μάλιστα στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, είχα τις καλύτερες δυνατές αναμνήσεις και θεωρώ ότι μπορώ να αφουγκραστώ τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της περιφέρειας, και έτσι θα μου επιστρέψετε μια ιδιαίτερη ευαισθησία. Είναι τόσο σημαντικές οι προσπάθειες, όπως η δική σας, να προσφέρετε αξιόπιστη και αντικειμενική ενημέρωση στο κοινό σας στα ακριτικά Δωδεκάνησα, αλλά και σε όσους σας διαβάζουν και σας παρακολουθούν σε όλη την Ελλάδα. Θεωρώ λοιπόν χρέος μου και χαρά μου να υποστηρίξω την προσπάθεια αυτή, όποτε μου δίδεται η ευκαιρία. Τώρα, στο ερώτημά σας. Το εγχείρημα των «Ήρεμων Νερών», όπως το ονομάσατε, δεν είναι παντελώς νέο ή πρωτοπόρο στη διπλωματική πραγματικότητα στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, και ειδικά στο Αιγαίο. Είναι μια συνιστώσα που μετά τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου που οδήγησαν σε εισβολή και έκτοτε κατοχή του 37% περίπου του νησιού από τις τούρκικες στρατιωτικές δυνάμεις, ανιχνεύονται άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο στο πεδίο των διμερών σχέσεων με τη γείτονα Τουρκία. Φυσικά, με κάποιες εξαιρέσεις, κάποια παράθυρα έντονων κλιμακώσεων, που οδήγησαν σε κρίσεις που βέβαια τελικά εκτονώθηκαν χωρίς –ευτυχώς- να οδηγήσουν σε περαιτέρω κλιμάκωση ή «θερμή αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών. Απλά, αυτή η αντίληψη, παλαιότερα, ήταν μια μόνον συνιστώσα της όλης διαδικασίας. Εσχάτως, τα τελευταία χρόνια, ειδικά με την παρούσα ηγεσία στο ελληνικό ΥΠΕΞ, έχει πάρει ένα περισσότερο ρητορικά …απτό χαρακτήρα καθορίζοντας σε πολύ βαρύνοντα βαθμό τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και χάραξης πολιτικών ή στρατηγικών στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και των επιμέρους πτυχών της «εφαρμοσμένης» Διπλωματίας (δηλ. της πολιτικής, στρατιωτικής, οικονομικής, ενεργειακής, πολιτιστικής κλπ.). Επισφραγίστηκε δε με την περίφημη «Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας», που υπεγράφη σε επίπεδο Κορυφής (δηλ. Έλληνα Πρωθυπουργού και Τούρκου Προέδρου) στο πλαίσιο της 5ης συνάντησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, την 7η Δεκεμβρίου 2023, στην Αθήνα. Μια εξέλιξη που, ειδικά κατά τη συγκεκριμένη γεωπολιτική συγκυρία, ομολογουμένως προβλημάτισε όσους σταθμίζουν ιδιαίτερα τις αδιάλειπτα απειλητικές ή κλιμακούμενα αναθεωρητικές βλέψεις της σημερινής Τουρκίας, σε ολόκληρη την περιφέρειά της, συμπεριλαμβανομένου βέβαια και του τμήματος προς νότο και δυσμάς, δηλ. προς την Κύπρο και την Ελλάδα. Σε αυτήν τη γεωγραφική αποτύπωση του δυναμικού επεκτατισμού της τουρκικής επιρροής δεν θα πρέπει να μην περιλαμβάνονται (σε ευρύτερη θεώρηση) οι περιοχές της Συρίας, του βορείου Ιράκ (ειδικά οι κουρδικές περιοχές) και της Μέσης Ανατολής (ως Τουρκικός νότος), οι περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Βόρειας Αφρικής (βλέπε Λιβύη κλπ.), οι περιοχές των Βαλκανίων (Αλβανία, Κόσοβο, κλπ.), και βεβαίως το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος (ως λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα»).
Ως εκ τούτου, κίνηση της συνυπογραφής της Διακήρυξης των Αθηνών, αν και παρουσιάστηκε από κύκλους (ακαδημαϊκούς και δημοσιογραφικούς) που πρόκεινται ή κείνται συνευθειακά στην παρούσα διακυβέρνηση των Αθηνών, ως μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί και να εδραιωθεί ένα θετικό κλίμα και να συμφωνηθεί μια διαδικασία καλής πρόθεσης και μη κλιμάκωσης της έντασης, στην ουσία μάλλον λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Στην ουσία, όμως , δεν πρέπει να παροράται ότι εκ των πραγμάτων συνάπτεται μεταξύ ενός μέρους που εγείρει παράνομες αναθεωρητικές αξιώσεις, κι ενός που δεν, και άρα εκ των πραγμάτων ωφελεί ΜΟΝΟΝ τον πρώτο, καθόσον, παρέχει την απαιτούμενη -και πολύ χρήσιμη- νομιμοποίηση για αυτόν που εγείρει αμφισβητήσεις κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων έναντι των γειτόνων του και της πλευράς που διαδηλώνει μια αναθεωρητική αντίληψη στο γεωπολιτικό της περίγυρο. Μια ‘έμπρακτη και πλέον χαρακτηριστική δηλαδή εφαρμογή της καταστροφικής αναποτελεσματικότητας της εφαρμογής του δόγματος του κατευνασμού έναντι ενός έκνομου αναθεωρητή στις διεθνή σχέσεις. Εκτός της πολιτικής και νομικής διάστασης, που φυσικά είναι εξαιρετικά κρίσιμη, την οποία τη διαπιστώνουμε από την αναμφισβήτητα αναβαθμισμένη θέση της Τουρκίας στις πρόσφατες εξελίξεις (βλέπε πρόσφατη συνάντηση Ουάσιγκτον, πρόσφατη συνάντηση συμφωνίας ειρήνευσης στη Γάζα κλπ.) Άρα, δεν μπορώ να ξέρω αν, και πολύ περισσότερο να δεχθώ ότι η Συμφωνία «Ήρεμων Νερών» (2023) φτάνει στο τέλος της, αλλά το σίγουρο είναι ότι αυτός που οφελήθηκε, επι΄ το λαϊκότερο, αυτός που ….πήγε στο «ταμείο» ήταν σίγουρα το καθεστώς της Άγκυρας, διότι με αυτήν εξασφάλισε την απαιτούμενη πολιτική και νομική νομιμοποίηση για να προετοιμάσει ακόμη περισσότερο το έδαφος με τις διμερείς ή πολυμερείς σχέσεις συνεργασίας που επιχείρησε με τρίτους, προς μια κατεύθυνση όμως που εξυπηρετεί τις αναθεωρητικές και ηγεμονικές της βλέψεις στην περιοχή, (και ευρύτερα). Για να το πω περισσότερο απλά, κάθε μέρα που περνά και η Τουρκία εκμεταλλεύεται το ρητορικό κλίμα των διακηρύξεων περί … «ήρεμων νερών» με την κυριότερη γεωστρατηγική αντίπαλό της στην περιοχή, την Ελλάδα, τόσο περισσότερο ισχυρή γίνεται και τόσο περισσότερο αποτελεσματικά απειλητική θα εδραιώνει τις βλέψεις της για όλους τους γειτόνους της, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου. Αυτή δυστυχώς είναι μια πραγματικότητα που το δόγμα των Ήρεμων Νερών το προάγει και καθίσταται μια δυσμενής γεωπολιτική νομοτέλεια που όσο περισσότερο έγκαιρα τη συνειδητοποιήσει, τόσο η Αθήνα, όσο και η Λευκωσία, τόσο καλύτερα θα είναι…
• Πόσο ρεαλιστική είναι σήμερα η προοπτική διαλόγου με την Τουρκία, όταν στο παρασκήνιο επιμένει στη ρητορική της «Γαλάζιας Πατρίδας» και σε κινήσεις αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας;
Καθόσον οι τόσο καίριες ερωτήσεις συνεχίζουν μια ενιαία θεματική, θα προσπαθήσω να απαντήσω κι εγώ σε συνέχεια της προηγούμενης απάντησής μου. Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, θεσμικό ορόσημο της εξέλιξης των ελληνοτουρκικών σχέσεων της τελευταίας περιόδου είναι η «Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας», της 7ης Δεκεμβρίου 2023. Δυστυχώς, αν και οι προσδοκίες της Αθήνας, τις οποίες όλοι βεβαίως τις μοιραζόμαστε (άλλοι όμως με περισσότερη και άλλοι με λιγότερη ….) ήταν για μια ηπιότερη περίοδο όπου όχι μόνον οι εντάσσεις θα ήταν ηπιότερες, αλλά και οι διεκδικήσεις θα εκφράζονταν με περισσότερη περιστολή εκ μέρους της Τουρκίας, αυτό δυστυχώς δεν το βλέπουμε. Ολοκληρώνοντας σχεδόν μια διετία μετά τη Διακήρυξη, δεν διαπιστώνεται περιστολή των αναθεωρητικών και επεκτατικών βλέψεων, αλλά αντίθετα αυτές εκφράζονται συνεχώς όλο και περισσότερο στιβαρές και κυρίως κλιμακούμενες από πλευράς Άγκυρας. Δυστυχώς, φαίνεται ότι επιβεβαιώνονται με τον πλέον δυσάρεστο τρόπο όσοι είδαν με ιδιαίτερη επιφύλαξη, ή και ανησυχία αυτή την πρωτοβουλία. Από το 2019 που ο τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν εμφανίστηκε δημόσια (2 Σεπ.) μπροστά σε χάρτη που απεικόνιζε την τουρκική αναθεωρητική αξίωση της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας» (Μαβί Βατάν), που εκτείνεται σε περιοχές στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενσωματώνοντας όχι μόνον θαλάσσιες αλλά και νησιωτικές περιοχές της ελληνικής επικράτειας, οι τουρκικές διεκδικήσεις συνεχώς κάθε άλλο παρά αποκλιμακώνονται…… Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των προοπτικών «διαλόγου», προς την κατεύθυνση των εξεύρεσης μίας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στην μια και μόνη διαφορά που αναγνωρίζει η Αθήνα, την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, μπορούν να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η προοπτική του όποιου «διαλόγου», στο διεθνές σύστημα μεταξύ κρατών που έχουν νομικές διαφορές μεταξύ τους, θα πρέπει να ακολουθεί μια πορεία που να συνάδει με το εφαρμοστέο Διεθνές Δίκαιο και τον τρόπο που αυτό ορίζει την πορεία οριστικής επίλυσής τους. περιγράφοντας όσο περισσότερο απλά μπορώ, για τους αναγνώστες μας, αυτή τη διαδικασία, θα έλεγα ότι αφενός τα κράτη μπορούν να διαπραγματευτούν, είτε διμερώς, είτε με τη βοήθεια τρίτων, ώστε να βρουν έναν τρόπο να διευθετηθεί η όποια διαφορά (ή διαφορές) μεταξύ τους. Πάντα σε κλίμα καλής θέλησης και ειρηνικής επίλυσης αυτής. Αν αυτό τελικά΄ δεν είναι εφικτό, τότε μπορούν να προσφύγουν σε ένα κατάλληλο και αρμόδιο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, δηλ. σε ένα διεθνές Δικαστήριο, ούτως ώστε να επιλυθεί η διαφορά τους μέσω αυτού. Αυτό καθορίζει η διεθνής πρακτική που λειτουργεί το διεθνές σύστημα, έτσι όπως το έχουμε ως διεθνής κοινότητα συμφωνήσει μεταπολεμικά, με κοινώς αποδεκτό πλαίσιο αναφοράς, τις προβλέψεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Οτιδήποτε άλλο, θα λέγαμε ότι δικαιϊκά παρέλκει. Υπό αυτή την έννοια, η ρητορική που εκπέμπει το ελληνική ΥΠΕΞ, και παλαιότερα, αλλά και υπό την τρέχουσα ηγεσία του, που δίνει έμφαση και πρόκριμα στην επίλυση διαφορών με βάση το Διεθνές Δίκαιο, είναι θα λέγαμε προς την ορθή κατεύθυνση. Έχουμε ακούσει πολλές φορές και τον επικεφαλής της ελληνικής Διπλωματίας, αλλά και άλλους Έλληνες αξιωματούχους να αναφέρονται στην ανάγκη προσκόλλησης το Διεθνές Δίκαιο και τις λύσεις που αυτό παρέχει για παρόμοιες περιπτώσεις. Λύσεις που έχουν δοκιμαστεί και ακολουθούνται από ένα σωρό κράτη, μεταπολεμικά, για να επιλύσουν τις διαφορές τους και να διευθετήσουν τις περιπτώσεις αμφισβήτησης των δικαιωμάτων τους στο πεδίο. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι σε συνάρτηση με την προφορική επίκληση –και μόνον- του Διεθνούς Δικαίου, θα πρέπει κάθε κράτος όμως να υποστηρίζει και την προοπτική αυτή με όσες άλλες συνιστώσες της «σκληρής» και «ήπιας» Ισχύος διαθέτει, έτσι ώστε να διασφαλίσει την κάλλιστη δυνατή προοπτική σεβασμού και εφαρμογής των νομικών κανόνων που υποστηρίζουν τα συμφέροντά του. Άρα, για να το θέσω και πάλι όσο το δυνατόν απλούστερα, η επίκληση του Δικαίου είναι μεν σημαντικότατη, αλλά πρέπει να συνοδεύεται και από την απαιτούμενη ισχύ, ώστε να διασφαλίζεται η δίκαια εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου. Και εντέλει των συμφερόντων του κράτους που το επικαλείται….Τόσο απλά., αλλά και τόσο ουσιαστικά…..Άρα, όχι στο υπεραπλουστευτικό μανιχαϊστικό ψευτοδίλημμα, «Ισχύς αντί Δικαίου», ή «Δίκαιο και μόνον, χωρίς Ισχύ», αλλά «ναι» στο σχήμα «Δίκαιο, συνοδευόμενο όμως και από τη μέγιστη δυνατή Ισχύ».
• Το τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019 επανέρχεται στο προσκήνιο κάθε λίγο με νέες κινήσεις της Τρίπολης και της Άγκυρας. Δεν είναι παράδοξο να λέμε ότι δεν έχει ισχύ, αλλά τελικώς να το συναντάμε μονίμως μπροστά μας;
Λέγεται από πολλούς μεν, ότι -το τουρκολιβυκό μνημόνιο «δεν έχει ισχύ», αλλά δυστυχώς όσοι το λένε, μάλλον δεν γνωρίζουν το Διεθνές Δίκαιο. Μια διεθνής Σύμβαση ή Συμφωνία (ειδικά διμερής) υφίσταται στο μέτρο που τα υπογράφοντα μέρη επιθυμούν να διατηρούν τη συμβατική σχέση δέσμευσης μεταξύ τους. Άρα, γενικώς δεν τίθεται θέμα αν η συμφωνία είναι εν ισχύ. Αυτό που τίθεται εν αμφιβόλω είναι αν κάποιες από τις προβλέψεις της, τις συμβατικές της προβλέψεις, δύναται να εφαρμοστούν «στο πεδίο», στο μέτρο που παραβιάζουν δικαιώματα τρίτων. Και μάλιστα, στο μέτρο που οι τρίτοι θέτουν θέμα παραβίασης αυτών των δικαιωμάτων. Δηλ. για να το πω απλούστερα, αν παραπονιούνται και διαμαρτύρονται γι’αυτό. Οι προβλέψεις του τουρκολυβικού μνημονίου, θα αρχίσουν να δημιουργούν προβλήματα όταν το ένα εκ των μερών (ή και τα δύο) επιχειρήσει να εφαρμόσει στην πράξη τις προβλέψεις του, και όταν αυτές έλθουν στην πράξη σε αντίθεση ή παραβιάσουν υφιστάμενα δικαιώματα τρίτων. Σε αυτή την περίπτωση, ,πρέπει οι τρίτοι, δηλ. κρατικοί δρώντες που θίγονται να αντιδράσουν, με τους τρόπους που το διεθνές Δίκαιο παρέχει…. Στο διεθνές πεδίο, οι ολιγωρίες και η διάθεση κατευνασμού, χωρίς μόχλευση υποστήριξης των δικαιωμάτων σου, πληρώνονται ακριβά….
• Το ζήτημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ συνεχίζει να ταλανίσει. Προφανώς «πληρώνουμε» την αρχική απομάκρυνση των ελληνικών πολεμικών πλοίων από το πεδίο της Καρπάθου;
Το φιλόδοξο, και τόσο κρίσιμο, πολλαπλώς θα έλεγα, εγχείρημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ γνωστού και ως «Great Sea Interconnector» (GSI), συνεχίζει να απασχολεί τόσο την κοινή γνώμη σε Ελλάδα και Κύπρο, όσον και τους εκατέρωθεν θεσμικούς αρμοδίους και υπευθύνους, όπως άλλωστε και τους αναλυτές και σχολιαστές, όχι για την επιτυχή περάτωσή του, αλλά δυστυχώς για τη δυσχέρεια, για να μην πω ….αδυναμία να ολοκληρωθεί. Οι πολλαπλές, και εν τινι μέτρο αντιφατικές, δηλώσεις των αρμοδίων αξιωματούχων και από την κυπριακή, και από την ελληνική πλευρά, μάλλον περιπλέκουν, αντί να ξεκαθαρίζουν την όλη υπόθεση, προκαλώντας ανεπίτρεπτη σύγχυση στους πολίτες και στην Ελλάδα, και στην Κύπρο. Πολλώ δε μάλλον και σε τρίτα κράτη που ενδιαφέρονται να συνάψουν συνεργασίες με αξιόπιστους εταίρους. Από αυτές τις δηλώσεις φαίνεται ότι οι δυσχέρειες αποδίδονται σε διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, όπως οικονομική τακτοποίηση (βλέπε για παράδειγμα την εκκρεμότητα καταβολής από την Κύπρο της πρώτης δόσης των 25 εκατ. ευρώ., τεχνικές δυσχέρειες, νομικές ασάφειες, είτε ως προς το νομικό καθεστώς της όδευσης του καλωδίου, είτε ακόμη και ως προς το πεδίο της οικονομικής κάλυψης των εξόδων στα διάφορα στάδια της διεκπεραίωσης του έργου. Μεταξύ αυτών, φαίνεται ότι είτε εμφανώς είτε εμμέσως, να γίνεται λόγος περί του ….γεωπολιτικού ρίσκου, δηλαδή ουσιαστικά των αντιρρήσεων της Τουρκίας, και ενδεχομένως και άλλων χωρών, σε αυτό το Έργο. Είναι προφανές ότι σημειακές εντάσσεις, όπως το περιστατικό της Καρπάθου, και άλλων παρεμφερών, είναι ενδεικτικές και της έντασης και του γεωπολιτικού διακυβεύματος που διέπει το Έργο εγχείρημα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι όσοι βλέπουν το όλο εγχείρημα υπό την οπτική αποκλειστικά ενός τεχνικού και οικονομικού έργου, και δεν σταθμίζουν και τις ευρύτερες γεωπολιτικές παραμέτρους, μάλλον σφάλλουν. Υπό αυτή την έννοια, η ευόδωσή του η ή μη, θα κριθεί όχι από τις επιμέρους οικονομικές και τεχνικές ή και νομικές παραμέτρους, αλλά σε ένα πλαίσιο ευρύτερης διαπραγμάτευσης από τους άμεσα και έμμεσα ενδιαφερόμενους. Όσοι δε επιχειρούν να το παρουσιάσουν με όρους μικροκομματικής διάστασης και στενά θεωρούμενης κομματικής αυτοπεποίθησης, προσδίδοντας στην Κυβέρνηση των Αθηνών μια ακόμη «επιτυχημένη» διαχείριση ενός κρίσιμου πολιτικού θέματος που αφορά τη διεθνή ατζέντα, μάλλον δεν προσφέρουν πολλές και καλές υπηρεσίες στη δημόσια ενημέρωση, τόσο στην Αθήνα, όσο και στη Λευκωσία. Κρίσιμη στην εξέλιξή του θα είναι και η στάση της Κομισιόν, που αν είναι όντως εποικοδομητική, είναι δυνατόν να εισφέρει νέα θετική δυναμική στο ζήτημα. Σε αυτό, σημειώνεται πρόσφατη (16 Οκτ.) σχετική τηλεδιάσκεψη που έλαβε χώρα για να διευθετηθούν ρυθμιστικές και οικονομικές εκκρεμότητες που αφορούν την πορεία υλοποίησης του Great Sea Interconnector. Και για να κλείσω με μια κρίσιμη πληροφορία, που ενδεχομένως να έχει και ε ενδιαφέρον για περαιτέρω δημοσιογραφική έρευνα. Καλόν είναι να δει κανείς το μετοχολόγιο του αναδόχου φορέα στην ελληνική πλευρά, δηλ. του ΑΔΜΗΕ. Έτσι ίσως να αποκρυπτογραφήσει και άλλους παράγοντες που δρουν ανασχετικά το όλο project….
• Βιώνουμε ιστορικές εξελίξεις στην Γάζα. Βλέπετε να διατηρείτε μόνιμα η ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών – Παλαιστίνιων καθώς η συμφωνία δεν περιλαμβάνει σχέδιο για την επόμενη μέρα, απλά μια δύναμη επιτήρησης;
Η δραματική πολυετής κρίση στη Γάζα, που έχει ταλαιπωρήσει τόσους πολλούς ανθρώπους, εκεί, φαίνεται ότι κάθε άλλο παρά έφτασε σε αίσιο τέλος. Αναμφίβολα, οι πρόσφατες εξελίξεις στο αιγυπτιακό θερινό θέρετρο του Σαρμ ελ Σέϊχ, που κατάφεραν να εξασφαλίσουν μια πρόσκαιρη, αλλά τόσο σημαντική εκεχειρία μεταξύ των δύο πλευρών, πιστώνονται κατά κύριο λόγο στην στοχευμένη επιμονή της νέας διακυβέρνησης Τράμπ στις ΗΠΑ να επιβάλει όρους ειρηνευτικής διαδικασίας, τόσο στους εμπόλεμους, όσο και σε τρίτους που εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα στη σύρραξη. Μια εκεχειρία που συνιστά την Α’ Φάση της ειρηνευτικής διαδικασίας που σκιαγραφείται στο λεγόμενο Σχέδιο Ειρήνευσης Τράμπ των 20 σημείων. Αλλά, δυστυχώς, ήδη βλέπουμε και τώρα, λίγα μόλις 24ωρα μετά το πέρας της επίσημης τελετής συμφωνίας και υπογραφών, να έχουμε ενδείξεις συνεχιζόμενης βίας στην περιοχή και άρα ενδείξεις (αλλά και επίσημες δηλώσεις) για παραβίαση όρων της συμφωνίας εκεχειρίας. Ομολογώ ότι δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για την έκβαση του ζητήματος, και μακάρι η διαίσθησις μου (παρά εμπεριστατωμένη πρόβλεψη) να διαψευσθεί. Μακάρι πρωτίστως για τα θύματα, τους αμάχους και τους οικείους τους, αλλά και για την ανάγκη επικράτησής περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας που μας επηρεάζει όλους στην ευρύτερη πολύπαθη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.