Η υπόθεση που συγκλονίζει τη Ρόδο κατατέθηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης με μήνυση που υπέβαλε η δικηγόρος κ. Αικατερίνη Γιαννιού – Αθανασίου. Το θύμα, απλός υπάλληλος σούπερ μάρκετ, εξαπατήθηκε μέσω τηλεφωνικών παραινέσεων και υπέστη οικονομική καταστροφή.
Μια νέα υπόθεση απάτης μέσω ψευδοεπενδύσεων σε κρυπτονομίσματα αποκαλύφθηκε στη Ρόδο, με θύμα έναν ιδιωτικό υπάλληλο, ο οποίος οδηγήθηκε σε δανεισμό και πλήρη οικονομική κατάρρευση, χάνοντας συνολικά 27.500 ευρώ – τις τελευταίες του αποταμιεύσεις και το αποτέλεσμα τριών τραπεζικών δανείων. Η υπόθεση έχει πάρει πλέον τον δρόμο της Δικαιοσύνης, καθώς η πληρεξούσια δικηγόρος του θύματος υπέβαλε επίσημη μήνυση στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Η παγίδα
Όλα ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2024, όταν ο άνδρας άρχισε να δέχεται τηλεφωνικές κλήσεις από άγνωστο άτομο που του συστήθηκε ως Δημήτριος Μιχαλάκης. Του παρουσιάστηκε ως διευθυντής επενδυτικής εταιρείας με έδρα το Λονδίνο και υποστήριξε πως μπορούσε να του εξασφαλίσει αποδοτική απόδοση μέσω τοποθέτησης σε κρυπτονομίσματα. Η πίεση ήταν συνεχής και επίμονη, με συνεργάτες του —με ονόματα όπως «Σταθόπουλος», «Δημητριάδης», «Βασιλειάδης»— να ενισχύουν την εικόνα της αξιοπιστίας.
Η «επένδυση» παρουσιαζόταν ως ασφαλής, με εγγυημένο κέρδος 130.000 ευρώ. Ο άνδρας πείστηκε και, αφού πρώτα έλαβε φωτογραφία αστυνομικής ταυτότητας του δήθεν επενδυτή, συμφώνησε να συμμετάσχει. Για να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα ποσά, πήρε καταναλωτικά δάνεια από τρεις τράπεζες —Εθνική, Alpha Bank και Eurobank— συνολικού ύψους 25.500 ευρώ.
Ηλεκτρονική παγίδευση και απόλυτη απώλεια ελέγχου
Το πιο ανησυχητικό στην υπόθεση είναι το ότι το θύμα έδωσε πλήρη πρόσβαση στους κωδικούς e-banking του. Με τη βοήθεια αυτών, οι δράστες απέκτησαν έλεγχο των τραπεζικών του λογαριασμών, πραγματοποίησαν μεταφορές, εισέπραξαν τα δάνεια και αφαίρεσαν τα ποσά δίχως καμία νόμιμη εξουσιοδότηση.
Περαιτέρω, τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του έλαβαν υποτιθέμενες ενισχύσεις μέσω Western Union και MoneyGram, δήθεν για να δικαιολογηθεί η συμμετοχή τους στο σχήμα. Στην πραγματικότητα, τα χρήματα κατατίθεντο σε λογαριασμούς που τους υποδείκνυαν οι απατεώνες, εξαφανίζοντάς τα άμεσα.
Το τελευταίο «τυράκι» και η κατάρρευση
Στις 31 Ιανουαρίου 2025, οι δράστες τους ζήτησαν να καταθέσουν το «τελευταίο απαιτούμενο ποσό» των 2.000 ευρώ, για να ξεκινήσει —υποτίθεται— η καταβολή των κερδών. Η οικογένεια έδωσε ό,τι είχε. Από εκείνο το σημείο και μετά, οι επικοινωνίες διεκόπησαν. Τηλέφωνα απενεργοποιημένα, μηνύματα χωρίς απάντηση, και ψεύτικες κλήσεις από «αστυνομικούς», «εκπροσώπους επενδυτικών εταιρειών» και άγνωστους αριθμούς.
Οι τραπεζικοί του λογαριασμοί μπλοκαρίστηκαν, περιλαμβανομένου και εκείνου όπου καταβάλλεται η μισθοδοσία του. Η καθημερινότητα της οικογένειας μετατράπηκε σε κόλαση, με δυσκολίες ακόμα και στην καταβολή του μισθού του από την εργοδότρια εταιρεία.
Η νομική απάντηση
Η υπόθεση έχει πλέον λάβει ποινική τροπή. Η δικηγόρος κ. Αικατερίνη Γιαννιού – Αθανασίου υπέβαλε μήνυση κατά του Δημητρίου Μιχαλάκη και παντός υπευθύνου, ζητώντας τη διερεύνηση για το αδίκημα της απάτης κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, καθώς και για κάθε άλλο ποινικό αδίκημα που προκύπτει από τα περιστατικά.
Η μήνυση περιλαμβάνει αναλυτικό φάκελο με αποδείξεις τραπεζικών κινήσεων, δανειακές συμβάσεις, αποστολές χρημάτων και ηλεκτρονικές επικοινωνίες με τους δράστες.
Ανθρώπινη διάσταση και ψυχολογική φθορά
Πέρα από την οικονομική ζημία, που ξεπερνά τα 27.000 ευρώ, η ψυχολογική πίεση στην οικογένεια του θύματος είναι εξαιρετικά σοβαρή. Η σύζυγός του παρουσίασε επιδείνωση στην υγεία της, με προβλήματα στην όραση λόγω του άγχους και της στεναχώριας. Η καθημερινότητά τους έχει αποδομηθεί πλήρως, με τον σύζυγο να παλεύει για την αποπληρωμή των δανείων με έναν μισθό 1.120 ευρώ μηνιαίως και χωρίς πρόσβαση στους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
Επείγουσα ανάγκη για προστασία
Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει τη δυσκολία των πολιτών να διακρίνουν τις πραγματικές επενδυτικές ευκαιρίες από τα καλά οργανωμένα σχήματα απάτης. Οι αρχές καλούνται να ενεργήσουν άμεσα για την ταυτοποίηση και δίωξη των δραστών, ενώ η Πολιτεία οφείλει να ενισχύσει τη χρηματοοικονομική εκπαίδευση και να θεσπίσει μηχανισμούς άμεσης αναγνώρισης και πρόληψης τέτοιων πρακτικών.
Η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι η πρώτη – και πιθανώς δεν θα είναι η τελευταία – αν δεν δοθεί θεσμική προτεραιότητα στην αντιμετώπιση τέτοιων ψηφιακών εγκλημάτων.