• Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επέβαλε ποινές στους δύο βασικούς κατηγορούμενους για τη χειραγώγηση τεχνικών χαρακτηριστικών πλοίου, ενώ για τους υπόλοιπους τέσσερις η δίωξη έπαυσε λόγω παραγραφής
Με μία απόφαση που έρχεται να αναδείξει την ευθύνη και τις επιπτώσεις της παραπλάνησης δημοσίων υπηρεσιών, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δωδεκανήσου καταδίκασε δύο εκ των έξι κατηγορουμένων σε πολυετείς ποινές φυλάκισης, κλείνοντας μία πολύκροτη υπόθεση που σχετίζεται με απόπειρα απάτης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου μέσω της παραποίησης τεχνικών χαρακτηριστικών επιβατηγού πλοίου.
Ο πρώτος κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για απόπειρα απάτης και πλαστογραφία, με αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 ετών. Ο τέταρτος κατηγορούμενος, επιθεωρητής του νηογνώμονα που υπέγραψε κρίσιμη γνωμάτευση, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών με τριετή αναστολή. Για τους υπόλοιπους τέσσερις κατηγορούμενους, η δίωξη έπαυσε λόγω παραγραφής, καθώς οι πράξεις τους αξιολογήθηκαν ως πλημμελήματα με βάση το οικονομικό όφελος (κάτω των 120.000 €).
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η υπόθεση ήρθε στο φως το 2020, έπειτα από ελέγχους των λιμενικών αρχών στο λιμάνι της Ρόδου. Το πλοίο είχε δηλωθεί με ψευδή τεχνικά χαρακτηριστικά, συγκεκριμένα με ισχύ μηχανών 204 KW (περίπου 275 ίπποι) ανά μηχανή, ενώ στην πραγματικότητα οι μηχανές ξεπερνούσαν τους 670 KW (πάνω από 900 ίππους) έκαστη.
Η δήλωση της χαμηλότερης ιπποδύναμης επέτρεψε στο πλοίο:
• να συμμετάσχει παράνομα σε διαγωνισμό του Υπουργείου Ναυτιλίας για επιδοτούμενα δρομολόγια,
• να υπαχθεί σε ευνοϊκότερο καθεστώς στελέχωσης πληρώματος,
• να λάβει κρατική επιδότηση ύψους 180.000 € για τη γραμμή Ρόδος – Χάλκη – Κάρπαθος – Κάσος – Σητεία,
• να αποφύγει πρόσληψη μηχανικών, εξοικονομώντας παράνομα 125.000 € σε μισθούς και εισφορές.
Η συνολική ζημία του Δημοσίου εκτιμήθηκε σε άνω των 305.000 €.
Οι έξι κατηγορούμενοι περιελάμβαναν:
• Τον ιδιοκτήτη του πλοίου, που φέρεται να συντόνισε την απόκρυψη της πραγματικής ιπποδύναμης,
• Μηχανικό που φέρεται να πώλησε τις πραγματικές μηχανές, αλλά με έγγραφα που ανέφεραν μικρότερη ισχύ,
• Επιθεωρητές του Υπουργείου Ναυτιλίας που ενέκριναν τις αρχικές επιθεωρήσεις,
• Υπάλληλο του Ελληνικού Νηογνώμονα που υπέγραψε σειρά βεβαιώσεων,
• Δύο ακόμη τεχνικούς και στελέχη, που συμμετείχαν στην έκδοση ή αποδοχή των παραποιημένων εγγράφων.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ορισμένοι εκ των κατηγορουμένων προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι δεν είχαν δυνατότητα να αντιληφθούν τη διαφορά ιπποδύναμης χωρίς ειδικό εξοπλισμό. Ιδιαίτερη σημασία απέκτησε η κατάθεση τεχνικού που παραδέχτηκε ότι είχε εκδώσει δύο τιμολόγια: ένα με τη σωστή ιπποδύναμη, το οποίο όμως αποσύρθηκε και αντικαταστάθηκε με πλαστό, με σκοπό τη μείωση των υποχρεώσεων του πλοιοκτήτη έναντι των αρχών και των ασφαλιστικών φορέων.
Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική διάρκεια της απάτης, την οικονομική ζημία και τις μεθοδεύσεις που χρησιμοποιήθηκαν για την παραπλάνηση των αρχών, έκρινε ότι ο βασικός κατηγορούμενος ενήργησε με δόλο, επιδιώκοντας αθέμιτο οικονομικό όφελος. Ωστόσο, του αναγνώρισε ελαφρυντικά, γεγονός που οδήγησε στη μετατροπή της αρχικής ποινής κάθειρξης σε ποινή φυλάκισης.
Για τον τέταρτο κατηγορούμενο, το δικαστήριο έκρινε ότι αν και δεν υπήρχαν αποδείξεις για άμεσο όφελος, υπέγραψε ψευδή βεβαίωση κρίσιμης σημασίας, γεγονός που οδήγησε στην ποινική του καταδίκη, έστω και με αναστολή.
Η παύση της δίωξης για τους υπόλοιπους τέσσερις κατηγορούμενους έγινε με βάση τη νέα ποινική μεταχείριση αδικημάτων με οικονομική ζημία κάτω των 120.000 €, τα οποία διώκονται πλέον ως πλημμελήματα και υπόκεινται σε παραγραφή μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου.
Την υπόθεση χειρίστηκαν οι δικηγόροι κ.κ. Μανώλης Κουτσούκος και Παναγιώτης Αβρίθης.