• Έπειτα από 12 χρόνια γραφειοκρατικής οδύσσειας, Ροδίτης που είχε στραφεί δικαστικά κατά του Ελληνικού Δημοσίου, δικαιώθηκε με 600 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από την υπερβολική καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης
Το 6ο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου δημοσίευσε την απόφαση 346/2025. Η απόφαση αυτή, αν και τεχνικής φύσης, αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου η δικαστική αδράνεια της Διοίκησης προσέκρουσε στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των πολιτών για ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης.
Πρωταγωνιστής της υπόθεσης, ένας κάτοικος του Παραδεισίου Ρόδου, στρατιωτικός συνταξιούχος, ο οποίος κατέθεσε δύο αγωγές κατά του Ελληνικού Δημοσίου το 2011 και το 2013 για διαφορές αποδοχών που προέκυψαν από τη μη εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων νόμου για την αναπροσαρμογή των συντάξεων. Η υπόθεση συζητήθηκε και κρίθηκε μόλις το 2024, με την έκδοση της απόφασης 266/2024. Η συνολική διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας: 12 χρόνια, 4 μήνες και 3 ημέρες.
Η αποζημίωση: 29.525 ευρώ μεν, αλλά… 600 ευρώ για την «ταλαιπωρία»
Το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πρώτο σκέλος της υπόθεσης, εν μέρει δικαίωσε τον Ροδίτη απόστρατο, επιδικάζοντάς του ποσό 29.525,44 ευρώ για διαφορές αποδοχών του διαστήματος 2000-2005.
Το ποσό συνοδευόταν από τόκους που ξεπερνούσαν τα τρέχοντα τραπεζικά επιτόκια. Ωστόσο, στο δεύτερο σκέλος της υπόθεσης, την αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω καθυστέρησης της δίκης, η Δικαιοσύνη ήταν λιγότερο γενναιόδωρη: αναγνωρίζοντας μεν την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας, επιδίκασε στον αιτούντα το ποσό των μόλις 600 ευρώ για την ηθική βλάβη.
Το ποσό αυτό, που αντιστοιχεί σε περίπου 50 ευρώ ανά έτος καθυστέρησης, αναδεικνύει με τρόπο απογυμνωμένο το ερώτημα: μπορεί πράγματι η ελληνική Δικαιοσύνη να αυτοδιορθωθεί με τέτοιας κλίμακας αποζημιώσεις;
Η νομική βάση: Νόμος 4700/2020 και αίτημα για δίκαιη ικανοποίηση
Η προσφυγή του Παραδεισιώτη υπεβλήθη με βάση τα άρθρα 154 και επόμενα του ν. 4700/2020, που εισήγαγε τη δυνατότητα διεκδίκησης «δίκαιης ικανοποίησης» από πολίτες που υπέστησαν καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης.
Το ένδικο βοήθημα αυτό προβλέπει αποζημίωση για ηθική ή και υλική βλάβη, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και συγκεκριμένα κριτήρια: τη διάρκεια της καθυστέρησης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων και των αρχών, και τη σημασία της υπόθεσης για τον πολίτη.
Το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, πέρασε στη δεύτερη φάση: να αποφανθεί εάν αρκεί η διαπίστωση ή απαιτείται και χρηματική ικανοποίηση. Κατέληξε πως ο αιτών υπέστη μεν ηθική βλάβη, αλλά ήπιας έντασης, λόγω της προδιαγεγραμμένης έκβασης της υπόθεσης (δεδομένης της πάγιας νομολογίας), του περιορισμένου διακυβεύματος και της γενικότερης οικονομικής κατάστασης της χώρας.
Οι αιτιολογίες: Μεταξύ λογικής και προσχηματικότητας
Το Ελληνικό Δημόσιο, υποστήριξε πως η καθυστέρηση οφείλεται στον φόρτο του Δικαστηρίου και πως η ηθική βλάβη δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, καθώς ο αιτών γνώριζε ότι θα δικαιωθεί, ελάμβανε ήδη σύνταξη και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη οικονομικής δυσπραγίας.
Το Δικαστήριο απέρριψε μερικώς τις ενστάσεις αυτές, υπογραμμίζοντας ότι ούτε η συμφόρηση των δικαστηρίων ούτε η θεωρητική δυνατότητα άσκησης άλλων ένδικων βοηθημάτων (όπως η αποζημίωση βάσει άρθρου 105 ΕισΝΑΚ) αίρουν την υποχρέωση του Κράτους για γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης.
Παράλληλα, αναγνώρισε τη συμβολή της πρωτοφανούς κρίσης της δεκαετίας 2010-2020, της δημοσιονομικής εκτροπής, των μνημονίων και των φυσικών καταστροφών στη λειτουργία της δικαστικής μηχανής.
Όμως όλα αυτά συνεκτιμήθηκαν όχι για την απονομή της ευθύνης, αλλά για τη μείωση της αποζημίωσης.
Η απόφαση 346/2025 είναι αξιοσημείωτη για πολλούς λόγους:
• Αναγνωρίζει ευθέως την υπέρβαση του εύλογου χρόνου.
• Εφαρμόζει με συνέπεια τις νέες διατάξεις του ν. 4700/2020.
• Προσδιορίζει τα ακριβή επιτόκια υπερημερίας, υπενθυμίζοντας την έννοια της πλήρους αποζημίωσης.
Όμως, το ποσό που επιδικάζεται για την ηθική βλάβη είναι εξόχως συμβολικό. Μοιάζει περισσότερο με γραφειοκρατική παραχώρηση παρά με πραγματική αναγνώριση της ζημίας του πολίτη.
Αν η υπόθεση αυτή θεωρείται «ήπιας σημασίας», τι σημαίνει αυτό για τις υποθέσεις χιλιάδων άλλων πολιτών που βρίσκονται σε ανάλογη θέση;
Πέρα από τη νομική ανάλυση και τις γενικές αρχές, υπάρχει και ο άνθρωπος: ένας κάτοικος του Παραδεισίου, που πίστεψε στη Δικαιοσύνη, περίμενε, παρέμεινε τυπικός, δεν προσήλθε ούτε για προσωπική παρουσία στο δικαστήριο. Παρότι δικαιώθηκε οικονομικά, υπέστη αυτό που πολλοί Έλληνες βιώνουν καθημερινά: δικαστική εξάντληση χωρίς έμπρακτη ικανοποίηση.
Η υπόθεση δεν είναι μεμονωμένη. Είναι αντιπροσωπευτική. Είναι, τελικά, μια μικρή ακτινογραφία του πώς λειτουργεί το ελληνικό κράτος όταν βρίσκεται απέναντι στον πολίτη.