Με νέα φορολογική κλίμακα –η οποία θα διαφοροποιείται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση ώστε να προκύπτει διακριτό και μετρήσιμο όφελος για τους φορολογουμένους με προστατευόμενα τέκνα– θα πορευτεί η κυβέρνηση το 2026, θέτοντας πολλαπλούς στόχους: να απαντήσει στην κριτική για τη μη τιμαριθμοποίηση της κλίμακας που δημιουργεί τον φορολογικό πληθωρισμό, να προβάλλει ένα ισχυρότερο οικονομικό κίνητρο στους γονείς εν μέσω όξυνσης του δημογραφικού και να εξασφαλίσει «έμμεσες αυξήσεις» στο καθαρό εισόδημα εκατομμυρίων μισθωτών και συνταξιούχων, με δεδομένο ότι οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζονται και εξανεμίζουν τις όποιες ονομαστικές αυξήσεις.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, για τη χρηματοδότηση της νέας κλίμακας θα διατεθούν περισσότερα από ένα δισ. ευρώ, ήτοι πάνω από τα δύο τρίτα του «πακέτου της ΔΕΘ». Πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι υπαγορεύουν τη συγκεκριμένη επιλογή. Πρώτον, από τη νέα φορολογική κλίμακα θα δουν όφελος –μικρότερο ή μεγαλύτερο– περισσότερα από 3,5 εκατ. φορολογούμενοι, στη συντριπτική τους πλειονότητα μισθωτοί και συνταξιούχοι. Δεν προκύπτει όφελος για περίπου πέντε εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα που εμφανίζονται στα αρχεία της εφορίας, τα οποία όμως, ούτως ή άλλως, δεν συμμετέχουν στα φορολογικά βάρη δηλώνοντας ετήσιες αποδοχές χαμηλότερες του αφορολογήτου.
Δεύτερον, το όφελος θα είναι άμεσο. Με την καταβολή της 1ης μισθοδοσίας ή της πρώτης σύνταξης του 2026, θα προκύψει και η όποια μείωση της παρακράτησης φόρου. Το ζητούμενο είναι, σε συνδυασμό και με τις ονομαστικές αυξήσεις που προγραμματίζονται σε μισθούς και συντάξεις για το 2026, να προκύψει μια «καθαρή» αύξηση του μισθού, η οποία (τουλάχιστον) θα καλύπτει τον πληθωρισμό.
Τρίτον, η παρέμβαση έχει μόνιμα χαρακτηριστικά –ο ίδιος τρόπος υπολογισμού του φόρου εισοδήματος αλλά και της παρακράτησης θα ισχύει για όλα τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν μετά το 2026– αλλά ταυτόχρονα ελεγχόμενο δημοσιονομικό κόστος. Αυτό είναι και το βασικό «προτέρημα» της λύσης επανασχεδιασμού της φορολογικής κλίμακας συγκριτικά με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή. Κατά τον επανασχεδιασμό προκύπτει ένα δημοσιονομικό κόστος (σ.σ. στην προκειμένη περίπτωση πάνω από ένα δισ. ευρώ) το οποίο παραμένει σταθερό σε βάθος χρόνου.
Με την τιμαριθμοποίηση τα κλιμάκια τροποποιούνται σε ετήσια βάση –με ανάλογο όφελος φυσικά για τους φορολογουμένους–, κάτι που σημαίνει ότι κάθε χρόνο πρέπει να λαμβάνονται και οι ανάλογες δημοσιονομικές προβλέψεις.
To οικονομικό επιτελείο «έτρεξε» δεκάδες σενάρια προκειμένου να καταλήξει στη νέα μορφή της φορολογικής κλίμακας η οποία, έχοντας παραμείνει «παγωμένη» ουσιαστικά από το 2019, έχει δημιουργήσει πολύ μεγάλη αύξηση της παρακράτησης φόρου για τους μισθωτούς, ειδικά αυτούς με μηνιαίες αποδοχές της τάξης των 1.500-2.000 ευρώ. Η οριστική μορφή αποτελεί το «επτασφράγιστο μυστικό», καθώς τα βασικά στοιχεία θα εξαγγελθούν από τον πρωθυπουργό το Σάββατο για να εξειδικευτούν στη συνέχεια –μαζί με τα υπόλοιπα μέτρα του πακέτου της ΔΕΘ– από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, πιθανότατα τη Δευτέρα. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τη νέα φορολογική κλίμακα διέπει μια συγκεκριμένη «φιλοσοφία», η οποία συνοψίζεται ως εξής:
1. Προτεραιότητα είναι να υπάρξει αισθητά μεγαλύτερο όφελος μέσω της νέας φορολογικής κλίμακας για τους φορολογουμένους με προστατευόμενα τέκνα. Μεταξύ των σεναρίων που μελετήθηκαν ήταν και ο σχεδιασμός μιας διαφορετικής κλίμακας για οικογένειες ώστε να μην περιορίζεται το φορολογικό όφελος σε μια προσαύξηση του αφορολογήτου για όσους αποκτούν παιδιά, όπως συμβαίνει σήμερα. H απλή αύξηση της έκπτωσης φόρου έχει οριζόντιο αποτέλεσμα. Δηλαδή, αν τα 900 ευρώ που προβλέπονται σήμερα ως έκπτωση φόρου για όσους έχουν ένα παιδί γίνουν 1.000 ευρώ, τη διαφορά των 100 ευρώ θα την κερδίσει και αυτός που έχει εισόδημα 15.000 ευρώ τον χρόνο και αυτός που έχει εισόδημα 35.000 ευρώ τον χρόνο. Με διαφορετικό τρόπο φορολόγησης υπάρχουν περισσότερα περιθώρια για στοχευμένη πολιτική ενίσχυσης, ώστε να ευνοηθούν περισσότερο τα μεσαία εισοδήματα και να υπάρξει ένα ουσιαστικό οικονομικό κίνητρο για τις οικογένειες. Η χρηματοδότηση μεγαλύτερων φορολογικών ελαφρύνσεων για την οικογένεια δεν είναι παρέμβαση που απευθύνεται στην πλειονότητα. Από το σύνολο των εννέα εκατομμυρίων φορολογουμένων, οι οκτώ στους 10 είναι είτε εργένηδες (61,2% του συνόλου) είτε ζευγάρια χωρίς παιδιά (19,7% του συνόλου). Μόλις οι δύο στους 10 έχουν προστατευόμενα τέκνα, με το ποσοστό να καταγράφει συνεχή πτώση τα τελευταία χρόνια. Πρώτον, διότι τα παιδιά ενηλικιώνονται και χάνουν την ιδιότητα του προστατευόμενου μέλους και δεύτερον διότι οι γεννήσεις βαίνουν συνεχώς μειούμενες. Για φέτος υπολογίζεται ότι μετά βίας θα φτάσουμε στις 65.000-67.000 γεννήσεις, καταγράφοντας νέο ιστορικό χαμηλό.
2. ∆εν αναμένεται να πέσει ιδιαίτερο βάρος στην αύξηση του αφορολογήτου, κάτι που θα οδηγούσε στην αύξηση του αριθμού των φορολογουμένων που δεν θα πλήρωναν καθόλου φόρο. Ήδη, στη… ζώνη της μηδενικής επιβάρυνσης κινούνται περισσότεροι από τους μισούς φορολογουμένους. Με βάση τις περυσινές φορολογικές δηλώσεις, το 54,68% των φορολογουμένων, περίπου 4,92 εκατ., «σήκωσαν» μόλις το 2,8% των συνολικών φορολογικών βαρών, ήτοι περίπου 340 εκατ. ευρώ από το σύνολο των 12 και πλέον δισ. ευρώ. Τα στοιχεία των φετινών φορολογικών δηλώσεων μπορεί να αφορούν περισσότερους φόρους, όμως η κατανομή δεν έχει αλλάξει δραματικά.
3. Το ζητούμενο της νέας φορολογικής κλίμακας είναι να υπάρξει ουσιαστικό όφελος για τους έχοντες ετήσια εισοδήματα από 10.000 έως και 50.000 ευρώ. Πολιτικά, χρησιμοποιείται γι’ αυτή την κοινωνική ομάδα ο όρος «μεσαία τάξη». Στην πραγματικότητα πρόκειται για περίπου 3,95 εκατ. φορολογουμένους οι οποίοι όμως πληρώνουν πάνω από τα δύο τρίτα του συνολικού φόρου εισοδήματος (περίπου 8,4 δισ. ευρώ σε σύνολο 12,2 δισ. ευρώ). Το κατά κεφαλήν όφελος που θα προκύψει από την εφαρμογή της νέας κλίμακας θα υπολογιστεί μετά τη δημοσίευσή της. Εκτιμάται πάντως ότι η μείωση της μέσης επιβάρυνσης θα είναι μονοψήφια, λόγω υψηλού δημοσιονομικού κόστους. Η ενίσχυση της συγκεκριμένης κατηγορίας φορολογουμένων και με τη μείωση της παρακράτησης φόρου θεωρείται κρίσιμη και πολιτικά, καθώς εδώ εντοπίζεται ο μέσος μισθός της χώρας, ο οποίος αναμένεται να διαμορφωθεί στο κλείσιμο της φετινής χρονιάς λίγο πάνω από τα επίπεδα των 1.400 ευρώ.
4. Η Ελλάδα μετράει μόλις 128.475 φορολογουμένους που… τολμούν να δηλώσουν εισοδήματα πάνω από 50.000 ευρώ τον χρόνο. Είναι το 1,43% των φορολογουμένων, οι οποίοι όμως πληρώνουν φόρους άνω των 3,5 δισ. ευρώ, δηλαδή το 28,88% του συνολικού ποσού που καταλογίζεται σε όλους τους πολίτες της χώρας. Το βασικό πρόβλημα σε αυτή την εισοδηματική κατηγορία είναι ο πολύ υψηλός συντελεστής (σ.σ. το 44%), ο οποίος όμως ενεργοποιείται από πολύ χαμηλά επίπεδα (σ.σ. 40.000 ευρώ). Πρόκειται για το ισχυρότερο κίνητρο απόκρυψης εισοδημάτων για στελέχη και εργοδότες που θέλουν να ανταμείψουν καλά τους εργαζομένους τους. Ο πολύ μικρός αριθμός φορολογουμένων που κατατάσσονται στα υψηλά κλιμάκια δικαιολογείται και από τις μεθόδους φοροαποφυγής που αναζητούν οι εμπλεκόμενοι προκειμένου να αποφύγουν την πολύ υψηλή επιβάρυνση, η οποία ξεπερνάει το 60%, αν προστεθούν και οι ασφαλιστικές εισφορές.
Εμφαση στη μείωση των άμεσων φόρων
Το κόστος χρηματοδότησης της νέας φορολογικής κλίμακας θα αποτυπωθεί στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που θα κατατεθεί στις αρχές Οκτωβρίου στη Βουλή. Ακόμη και αν ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ όπως προγραμματίζεται, αυτό δεν θα λειτουργήσει ως εμπόδιο στο να καταγραφεί νέα γενναία αύξηση της πρόβλεψης για τα φορολογικά έσοδα που προγραμματίζεται να εισπραχθούν κατά τη διάρκεια της επόμενης χρονιάς.
Το 2026 θα είναι η χρονιά του ιστορικού ρεκόρ όσον αφορά το ύψος των φορολογικών εσόδων, καθώς το προσχέδιο θα δείξει ονομαστικό ΑΕΠ υψηλότερο των 262 δισ. ευρώ, σύμφωνα τουλάχιστον με τις μέχρι τώρα ενδείξεις. Και αν το νέο ιστορικό ρεκόρ φορολογικών εσόδων θα αποτελέσει το ένα βασικό χαρακτηριστικό του προϋπολογισμού του 2026, το άλλο θα είναι η περαιτέρω αύξηση του μεριδίου των έμμεσων φόρων στο καλάθι των φορολογικών εσόδων. Ο λόγος προφανής: ρίχνοντας το βάρος στη μείωση της άμεσης φορολογίας, η κυβέρνηση θα αυξήσει το μερίδιο της έμμεσης, καθώς ο ΦΠΑ θα συνεχίσει να αποδίδει περισσότερους φόρους λόγω πληθωρισμού αλλά και αύξησης της κατανάλωσης. Προς το παρόν, οι γενναίες μειώσεις συντελεστών στην έμμεση φορολογία –και ειδικά στον ΦΠΑ– δεν αποτελεί επιλογή της κυβέρνησης καθώς το ενδιαφέρον στρέφεται στην άμεση φορολογία προκειμένου να υπάρχει και άμεσο αποτέλεσμα για τους φορολογουμένους.
Τα φορολογικά έσοδα του 2026 αναμένεται να είναι αυξημένα ακόμη και κατά 3-4 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα αντίστοιχα του 2025. Το ακριβές ποσό, το οικονομικό επιτελείο θα το γνωρίζει στο τέλος Σεπτεμβρίου, οπότε θα «κλειδώσουν» οι μακροοικονομικές προβλέψεις για το επόμενο έτος. Η λογική πάντως είναι ότι τα φορολογικά έσοδα αντιστοιχούν συνήθως στο 35%-40% του ονομαστικού ΑΕΠ. Αν λοιπόν το ονομαστικό ΑΕΠ αυξηθεί κοντά στο 5% (ήτοι περίπου κατά 12 δισ. ευρώ συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2025), τότε και τα φορολογικά έσοδα θα ενισχυθούν κατά 3 με 4 δισ. ευρώ, ακόμη και αν αφαιρεθούν οι ελαφρύνσεις της νέας κλίμακας. Υπάρχουν και δύο πιθανές δεξαμενές περαιτέρω αύξησης των φορολογικών εσόδων, Η μία έχει να κάνει με την απόδοση των μέτρων καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και η δεύτερη με το γεγονός ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών στην κλίμακα μπορεί να λειτουργήσει και ως κίνητρο για την εμφάνιση υψηλότερων εισοδημάτων.
Πηγή: moneyreview.gr