Ρεπορτάζ

Ακυρώθηκε η χρησικτησία εκκλησιαστικού ακινήτου

Mε απόφαση που εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου έγινε δεκτή η έφεση του Ιερού Ναού  Κοιμήσεως της Θεοτόκου Λίνδου για την ακύρωση απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση δύο κατοίκων της Καλάθου, για την χρησικτησία εκκλησιαστικού ακινήτου.
Το ιστορικό της απόφασης, όπως δέχτηκε το Πολυμελές Δικαστήριο, είναι «κόλαφος» για τους κατοίκους, αφού υποστηρίζεται ότι μετήλθαν απίθανων μεθοδεύσεων προκειμένου να περιέλθει το εκκλησιαστικό ακίνητο στην περιουσία τους.
Πρόκειται συγκεκριμένα για έναν αγρό εκτάσεως 3.350 τ.μ. ο οποίος φέρεται εγγεγραμμένος από αρχική θεμελιώδη καταγραφή στο όνομα του Ιερού Ναού.
Τμήμα του ακινήτου και συγκεκριμένα έκταση 581 τμ, κατείχε,  ο παππούς των εναγόντων, ο οποίος το καλλιεργούσε, εν συνεχεία δε αυτό καλλιεργείτο από τον πατέρα των εναγόντων, ο οποίος κατόπιν της ανοικοδόμησης καταστήματος σε όμορη μερίδα ιδιοκτησίας του, χρησιμοποιούσε την επίδικη έκταση.
Τον Ιούνιο του έτους 2008 ο πατέρας των εναγόντων υπέβαλε αίτηση στην Εκκλησιαστικη Επιτροπή του ιερού ναού, με την οποία ζητούσε να αγόρασει, το επίδικο τμήμα υπό τους όρους και τις τιμές που θα καθόριζε το αρμόδιο όργανο του Ιερού Ναού, αναφέροντας ότι με την ενέργειά του αυτή, επιθυμεί να απαλλάξει από τη σχετική επιβάρυνση, τον υιό του -πρώτο ενάγοντα, στον οποίο έχει πλέον δοθεί το ως άνω κατάστηκα που βρίσκεται στην όμορη μερίδα.
Από το ανωτέρω έγγραφο, όπως αναφέρεται στην απόφαση, προκύπτει ότι το επίδικο ακίνητο ουδέποτε βρισκόταν στη νομή και κατοχή της μάμμης των εναγόντων, η οποία φέρεται να τους το μεταβίβασε με άτυπη δωρεά το έτος 1975, αλλά αυτό κατείχε και καλλιεργούσε ο παππούς τους, ο οποίος εν συνεχεία το μεταβίβασε στον υιό του και πατέρα των εναγόντων.
Επρόκειτο, όπως δέχτηκε το δικαστήριο, για ένα ακίνητο, το οποίο βρισκόταν πράγματι υπό την κατοχή της οικογένειας από το έτος 1942 όμως,   κατόπιν παραχωρήσεως από τον Ιερό   Ναό   υπό   τη μορφή χρησιδανείου.
Η οικογένεια, όπως αναφέρεται στην απόφαση, γνώριζε ότι το  ακίνητο ανήκε στην κυριότητα του Ιερού Ναού και της είχε παραχωρηθεί απλώς προς εκμετάλλευση, γιαυτό και υποβλήθηκε η σχετική αίτηση εξαγοράς του από τον πατέρα των εναγόντων, ο οποίος άλλωστε με τον ίδιο τρόπο, ήτοι αυτόν της αγοραπωλησίας με τον Ιερό Ναό, είχε αποκτήσει και έτερο τμήμα του μεγαλύτερου ακινήτου των 3.350 τμ.
To δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων, ότι ο πατέρας τους ενήργησε εν αγνοία τους και χωρίς να έχει εξουσία εκπροσώπησης τους, ουδεμία επιρροή ασκεί επί της ουσίας της υποθέσεως, καθώς με το ανωτέρω έγγραφο αποδεικνύεται ότι ο αγρός βρισκόταν τουλάχιστον μέχρι το έτος 2008, οπότε και υποβλήθηκε η αίτηση εξαγοράς, στην κατοχή του πατέρα του και όχι των ίδιων.  Εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων, κρίθηκε ότι καταρρίπτονται τα επικαλούμενα με την αγωγή πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με τα οποία, το επίδικο ευρίσκετο από το έτος 1942 στη νομή και κατοχή της γιαγιάς των εναγόντων, η οποία το έτος 1975 το μεταβίβασε ως άτυπη δωρεά στους ενάγοντες κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στον καθένα κι έκτοτε αυτοί το νέμονται και το κατέχουν διανοία κυρίου, εώς την άσκηση της αγωγής το έτος 2009.
Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, επιρρωνύεται από τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι νέμονταν και κατείχαν το επίδικο από το έτος 1975 έως τη συμπλήρωση του δεκάτου έτους της ηλικίας τους, το έτος 1978 ο πρώτος και το έτος 1987 η δεύτερη, δια των αντιπροσώπων ασκούντων την επιμέλεια αυτών γονέων τους και έκτοτε μέχρι την ενηλικίωσή τους ασκούσαν τη νομή αυτοπροσώπως.
Το δικαστήριο αναφέρει μάλιστα ότι κατά τον επικαλούμενο χρόνο της μεταβίβασης του ακινήτου στους ενάγοντες από τη δικαιοπάροχο γιαγιά τους, το έτος 1975, λόγω άτυπης δωρεάς, η δεύτερη ενάγουσα δεν είχε καν γεννηθεί.
Εκρινε επιπλέον ότι πρόκειται, για περιστατικά τα οποία κατασκευάστηκαν από τους ενάγοντες προκειμένου να αναγνωρισθεί ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό τους ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής, ενώ στην πραγματικότητα ουδέποτε έλαβε χώρα η επικαλούμενη άτυπη δωρεά από δικαιοπάροχό τους, αφού η δεύτερη ενάγουσα δεν είχε καν γεννηθεί κατά το χρόνο της φερόμενης δωρεάς, αλλά στην πραγματικότητα το ακίνητο βρισκόταν στην κατοχή αρχικά του παππού και έπειτα του πατέρα των εναγόντων, οι οποίοι δεν ασκούσαν πράξεις νομής επ’ αυτού, με διάνοια κυρίου, ώστε να είναι δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα με χρησικτησία, αλλά το κατείχαν δυνάμει άτυπου χρησιδανείου.
Τον Ιερό Ναό εκπροσώπησε η δικηγόρος κ. Ελένη Ροδίτη.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου