Γύρω στα μέσα Απριλίου, καθώς το νησί της Ρόδου προετοιμάζονταν για την θερινή περίοδο, αντιμετωπίσαμε στον παραλιακό δρόμο που ενώνει την πόλη με το αεροδρόμιο μια έκπληξη: Το ξενοδοχείο Miramare είχε δεχτεί μια αδιάκριτη αντιληπτική αλλοίωση που σε πρώτη ανάγνωση αφορούσε στο χρώμα και στην υφή των τελικών του επιφανειών. Η έκπληξη έγινε εντονότερη μετά από την επαφή που είχαμε με τον μελετητή της τελικής μορφής του ξενοδοχείου και διεθνούς φήμης βραβευμένο αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Τομπάζη, γιατί διαπιστώσαμε ότι αγνοούσε την επέμβαση. Μεταξύ των πολλών ερωτημάτων που εγείρει το παραπάνω γεγονός, ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Δωδεκανήσου εστιάζει στο εξής: Κατά πόσο οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο εν λόγω κτιριακό συγκρότημα, είχαν τις απαιτούμενες εγκρίσεις από τις αρμόδιες υπηρεσίες (;).
Το πλαίσιο του ερωτήματος αποκτά ιδιαίτερη σημασία γιατί ορίζεται σε μία περίοδο όπου όλο και περισσότεροι ξένοι επενδυτές διαχειρίζονται και εκμεταλλεύονται κτήρια του τόπου, σημαντικής αρχιτεκτονικής αξίας. Συνεπώς, είναι πιο κρίσιμη από ποτέ η ανάγκη του προσδιορισμού των επεμβάσεων (στις οποίες δικαιούνται να προβαίνουν οι όποιοι διαχειριστές ή νέοι ιδιοκτήτες), ώστε να διαφυλαχθεί και να αναδειχθεί η τοπική ταυτότητα και να υπάρξει ο απαιτούμενος σεβασμός τόσο στο μνημειακό όσο και στο σύγχρονο αρχιτεκτονικό έργο, πόσο μάλλον όταν προέρχεται από διακεκριμένους ανά τον κόσμο συναδέλφους.
Η θέση αυτή ενισχύεται, ειδικά, αν κατανοήσουμε την αρχιτεκτονική σημασία του Μiramare αλλά και την λειτουργία του χρώματος στην αρχιτεκτονική όπως περιγράφεται στο κείμενο των συναδέλφων Ιωάννη Τσουκαλά και Γρηγόρη Βεγλιρή που προέκυψε έπειτα από συζήτηση με την αρχιτεκτονική κοινότητα της Δωδεκανήσου.
«Στη Ρόδο, ο δρόμος που συνδέει το αεροδρόμιο με την πόλη ακολουθεί το περίγραμμα της ακτής.Αυτή είναι η πορεία που παρουσιάζει τη μικρότερη αντίσταση: επίπεδο έδαφος, μικρά χωματουργικά, περιορισμένες απαλλοτριώσεις. Όπως και στις περισσότερες ακροθαλασσιές της χώρας μας, ο δρόμος αφήνει ελάχιστη αξιοποιήσιμη γη προς την παραλία. Έτσι, είναι λίγα τα ξενοδοχεία που βρίσκονται σε άμεση επαφή με τη θάλασσα, όπως το Miramare,το οποίο αναπτύσσεται σε έναν παραθαλάσσιο κήπο με μικρούς όγκους και χαμηλή πυκνότητα και δεν εμποδίζει τη θέα προς το πέλαγος (Αρχιτεκτονικά Θέματα 10/1976 σελ.38).
Η ιστορία ενός από τα πρώτα ξενοδοχειακά συγκροτήματα του νησιού είναι μεγάλη και σχετικά άγνωστη. Μετά από μια σύντομη βιβλιογραφική έρευνα προέκυψε ότι ο πρώτος πυρήνας του Μiramare δημιουργήθηκε το 1958 σύμφωνα με τη μελέτη του αρχιτέκτονα X.Α. Σφαέλλου και αποτελούνταν από ένα συγκρότημα bungalows με 70 περίπου κρεβάτια, το οποίο τον επόμενο χρόνο επεκτάθηκε για να δημιουργηθεί ένα πλήρες συγκρότημα με 450 κρεβάτια, χώρους εστίασης, συγκέντρωσης και αθλοπαιδιών κλπ.
Εκείνη την εποχή είχε αρχίσει μια σημαντική προσπάθεια του Ε.Ο.Τ. στον τομέα της ανάπτυξης του τουρισμού και της κτιριακής υποδομής του. Την περίοδο 1950-1958 ο Χαράλαμπος Σφαέλλος, ως διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών του νεοσύστατου Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, άρχισε να υλοποιεί το πρόγραμμα μελέτης και ανέγερσης των ξενοδοχείων Ξενία. Στη συνέχεια, από το 1957 ως το 1967, προΐσταται της Υπηρεσίας Μελετών ο ¶ρης Κωνσταντινίδης που μετατρέπει την υπηρεσία αυτή σε εργαστήριο αρχιτεκτονικής σκέψης με άξιους συνεργάτες σημαντικούς αρχιτέκτονες. H συνολική προσέγγιση βασίστηκε σε ένα στέρεο και ουσιαστικό θεωρητικό υπόβαθρο που παρουσιάζεται μέσα από τα κείμενα του ¶ρη Κωνσταντινίδη, όπου αναλύεται η προσέγγιση για την επιλογή του κατάλληλου χώρου και προσανατολισμού, η σημασία της ένταξης στο τοπίο, η σχέση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, η απλότητα και σαφήνεια της μορφής, η ειλικρίνεια στη χρήση των υλικών, η τυποποίηση στην κατασκευή αλλά και η επιθυμία για την ένταξη των μονάδων αυτών στη ζωή του κάθε τόπου. Όπως άλλωστε εκτίμησε το 1962 ο Π. Μιχελής “…τα κτιριακά έργα του Ε.Ο.Τ. προάγουν την εξέλιξιν της Αρχιτεκτονικής εν Ελλάδι.” Μετά από εκείνη την ευδαιμονική περίοδο για την Ελλάδα το Miramare ακολουθεί την μοίρα πολλών άλλων έργων εκείνης της περιόδου και εγκαταλείπεται.
Σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, το 1998, μετά από μακρόχρονη εγκατάλειψη, το συγκρότημα ανακαινίζεται λειτουργικά και μορφολογικά σύμφωνα με τη μελέτη του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη, ώστε να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Τότε δημιουργήθηκαν νέες μονάδες δωματίων, χώροι υποδοχής, εστίασης αναψυχής και άθλησης: «Πρόθεση ήταν να δημιουργηθεί ένα χωριό με δρόμους και πλατείες και με κριτήριο την ιδιωτικότητα και τη θέα προς τη θάλασσα» (Αλέξανδρος Τομπάζης, εκδ LIBRO, 2005, Αθήνα, σελ.198).
Ο Αλέξανδρος Τομπάζης θεωρεί το χρώμα ως «άυλη διάσταση» η οποία καθορίζει τη διαμόρφωση του αρχιτεκτονικού έργου,λέγοντας πως «ανάλογα με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα θα πρέπει να γίνεται και η επιλογή των υλικών που χρησιμοποιούνται στον εξωτερικό χώρο (το είδος, το χρώμα, η απορροφητικότητα και η ανακλαστικότητα) με προσοχή, φαντασία και συνθετική ποιότητα»(Αλέξανδρος Τομπάζης, Οικολογική Σκέψη και αρχιτεκτονική, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 2010, σελ. 52).
Όπως κάθε αρχιτέκτονας συντόνισε το χρώμα με τις αρχιτεκτονικές και ογκομετρικές του αποφάσεις, δηλαδή χρησιμοποίησε το χρώμα ως σχεδιαστικό εργαλείο για να συνδέσει αρμονικά τη λειτουργία και τη φυσική μορφή του κτίσματος με το περιβάλλον του. Χειρισμός εύλογος,αφού κάθε χρώμα και κάθε χρωματικός συνδυασμός επιδρά στη γενική εντύπωση και ερμηνεία ενός κτίσματος και παράλληλα επηρεάζει τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του.
Επιπλέον, η άποψη σύμφωνα με την οποία η παλέτα των ελληνικών χρωμάτων αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της δομής του κτίσματος υιοθετείταιαπό το έργο σημαντικών Ελλήνων αρχιτεκτόνων, όπως ο Δημήτρης Αντωνακάκης και ο Αρης Κωσταντινίδης. Ο τελευταίος χρησιμοποιεί το ελληνικό χρώμα έτσι ώστε το κτίσμα να αποτελεί κομμάτι του τοπίου. Το χοντοκόκκινο, η ώχρα, το λουλακί, το κυπαρισσί, το μαύρο και το έντονο κόκκινο πιστεύει ότι είναι χρώματα που το καθένα συμβάλλει με τον τρόπο του στην «ποιητική έξαρση» του αρχιτέκτονα.Όπως έλεγε: «Στον έντονο ελληνικό ήλιο χρειάζεται το χρώμα για να μην μας τυφλώνει το φώς-είτε με το φυσικό χρώμα του υλικού είτε με την μπογιά» (Μελέτες Κατασκευές, σελ 270-273). Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη διαμορφώνουν στο έργο τους μια ευδιάκριτη αρχιτεκτονική γλώσσα με χαρακτηριστικό στοιχείο «την ιδιαίτερη και επίπονη επεξεργασία των επιφανειών με την αξιοποίηση των υφών και των χρωμάτων οδηγώντας στην ανάδειξη της υλικότητας και της αισθαντικότητας της Αρχιτεκτονικής»(Atelier 66, σελ 26).Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η επιλογή του χρώματος αποτελεί αδιαίρετο στοιχείο της αρχιτεκτονικής σύνθεσης.
Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό στον περιβάλλοντα χώρο του Miramare, όπου το χρώμα ανέλαβε να δημιουργήσει ένα επιπλέον συνθετικό παιχνίδι μέσω της επεξεργασίας των τελικών επιφανειών του ξενοδοχείου.Η επιλογή των χρωμάτων στηρίχθηκε χωρίς αμφιβολία στη χρωματική παλέτα των παραδοσιακών οικισμών της Δωδεκανήσου. Ως αποτέλεσμα η ογκοπλασία του συγκροτήματος να συμπληρωθεί με αποχρώσεις της ώχρας, του γαλάζιου και του κεράμου, δημιουργώντας μια πολυδιάστατη ενότητα, η οποία έσπασε την κλίμακα των μεγάλων επιφανειών. Ταυτόχρονα το συγκρότημα εντάχθηκε χρονικά και χωρικά στο τοπίο αφού λειτούργησε και ως μία μαρτυρία της κτιστής μνήμης του νησιού επικοινωνώντας παραδοσιακές υλικές και χρωματικές ποιότητες.
Το τελικό αποτέλεσμα της συνθετικής απόπειρας του Αλέξανδρου Τομπάζη μπορεί να εκληφθεί με πολλούς τρόπους. Ως διαδικασία, ωστόσο, παραμένει συνεπής στο σκοπό για τον οποίο πραγματοποιήθηκε: Ο περιβάλλων χώρος του Miramare έγινε πράγματι αντιληπτός από τον αρχιτέκτονα ως αναπόσπαστο τμήμα του αρχιτεκτονήματος. Ως εκ τούτου οι αποχρώσεις του δεν αποτέλεσαν αυθύπαρκτες και αυτόνομες επιλογές, αλλά πράξεις συνειδητά επιλεγμένες προς την εξυπηρέτηση μιας ολοκληρωμένης συνθετικής προσπάθειας. Με αυτό τον τρόπο ο αρχιτέκτονας εξασφαλίζει στον επόμενο δημιουργό που θα το αγγίξει, μια συνολική θέαση του κτηρίου και της εξέλιξής του στο χρόνο.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, ο πρόσφατος χρωματισμός του συγκροτήματος με μια αλληλουχία ουδέτερων αποχρώσεων (λευκού, καφέ, γκρι) συνιστά ένα αναμφισβήτητο πισωγύρισμα τόσο σε αρχιτεκτονικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο. Η επιλογή των ουδέτερων αποχρώσεων δύναται να εξυπηρετεί πολλούς στόχους. Κατά συνέπεια η επιχειρηματολογία υπέρ τους θα μπορούσε να περιλαμβάνει από υγειονομικούς μέχρι και αισθητικούς λόγους, ωστόσο η επιλογή μιας σχεδόν ενιαίας ουδέτερης επιφάνειας σε ολόκληρη την έκταση του συγκροτήματος αποδυναμώνει καταλυτικά το αρχιτεκτόνημα.
Όλες οι προηγούμενες συνθετικές επιλογές, οι οποίες είχαν αναλάβει να ενσωματώσουν τα κτήρια του ξενοδοχείου τόσο στον άμεσο περιβάλλοντα χώρο όσο και στον κτιστό χαρακτήρα του νησιού, ακυρώθηκαν με μια, θα έλεγε κανείς, βεβιασμένη κίνηση. Η διάσπαση της κλίμακας μέσα από την εφαρμογή της παλέτας των χρωμάτων της ροδίτικης αρχιτεκτονικής πλέον δεν υφίσταται, μην αφήνοντας στον επισκέπτη τη δυνατότητα να αντιληφθεί την εναλλαγή των όγκων του συγκροτήματος και την ένταξη του κτίσματος στο τοπίο.
Πέρα όμως από τις επιπτώσεις στο επίπεδο της αρχιτεκτονικής αξίας του Miramare, η ισοπεδωτική επικάλυψή του με έναν ουδέτερο χρωματικό συνδυασμό αναδεικνύει και ένα θεσμικό ζήτημα, το οποίο αφορά στην εξασφάλιση της εναπομείνασας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Μπορεί το ξενοδοχειακό συγκρότημα να μην αφορά σε ένα μεσαιωνικό συγκρότημα ή έστω έναν παραδοσιακό οικισμό, συνιστά όμως, όπως καταδεικνύουν και τα παραπάνω «βιογραφικά» του χαρακτηριστικά, ένα εμβληματικό αρχιτεκτόνημα. Στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας, η συγκεκριμένη δραστική επέμβαση στην επιφάνειά του αποτελεί μια αυθαιρεσία.
Παρόμοιες παρεμβάσεις σε αρχιτεκτονικά κτίσματα ακόμα και όταν δεν ανήκουν στο στενό πυρήνα των ιστορικών μνημείων, θα πρέπει να εξετάζονται με γνώμονα τις επιπτώσεις τους στην ενδεχόμενη αλλοίωση των βασικών τους χαρακτηριστικών. Ως εκ τούτου η ανυπαρξία γνωμοδότησης οποιουδήποτε θεσμικού παράγοντα πάνω στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστά μια ηχηρή απουσία.
Το Miramare αποτελεί ίχνος δυο σημαντικών Ελλήνων αρχιτεκτόνων: του Χαράλαμπου Σφαέλλου του οποίου τα «Ξενία» στην Καστοριά, Θάσο, Τσαγκαράδα, Υπάτη και Κέρκυρα έχουν προταθεί (2003) ως διατηρητέα, και του Αλέξανδρου Τομπάζη. Αν πράγματι ως κοινωνία συμφωνούμε ανεπιφύλακτα στη διατήρηση και στο κληροδότημα του πολιτισμού μας στις επόμενες γενεές, οι οδηγίες του Αλέξανδρου Τομπάζη ως προς την προσοχή, φαντασία και συνθετική ποιότητα της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς δεν θα πρέπει να λησμονείται. Το ξενοδοχειακό συγκρότημα του Μiramare διαθέτει τεκμηριωμένα όλα τα χαρακτηριστικά ενός σημαντικού αρχιτεκτονικού έργου λόγω της ιστορίας του, των δημιουργών του και της αρχιτεκτονικής αξίας που παρουσιάζει, καθώς επιτυγχάνει μέσα από την ένταξη στο ιδιόμορφο και αρχέγονο ελληνικό τοπίο, την ερρίζωση μιας σύγχρονης, καθαρής και ειλικρινούς αρχιτεκτονικής έκφρασης.»
Για όλους αυτούς τους λόγους ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Δωδεκανήσου, προτείνει την επαναφορά του συγκροτήματος του Miramare στην αρχική του μορφή, και την συντονισμένη δράση των αρμόδιων φορέων και θεσμικών οργάνων, προς την κατεύθυνση της προστασίας της αρχιτεκτονικής δημιουργίας, ως αναπόσπαστο μέρος της ουσιαστικής ανάπτυξης. Ας μην ξεχνάμε ότι το επίπεδο του τουριστικού προϊόντος, δεν μπορεί να προσδιοριστεί μόνο ως προς τις υποδομές και την παροχή των υπηρεσιών, αλλά διαμορφώνεται θεμελιωδώς από την ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος.
Εκ μέρους του Δ.Σ. του Σ.Α.Δ.
Η πρόεδρος
Μαρία Ιωάννου
Η αντιπρόεδρος
Βούλα Μωραϊτου
Πηγές:
Atellier 66, Η αρχιτεκτονική του Δημήτρη και της ΣουζάναςΑντωνακάκη, μονογραφία, εκδfuture, Αθήνα, 2007
Αρχιτεκτονικά Θέματα, 10/1976, Αθήνα
Αρχιτεκτονική, Μάρτ.-Απρ. 14/1959, Αθήνα
Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Ρόδος, επιμέλεια Αναστασία Μουτσοπούλου, εκδ Μέλισσα, Αθήνα, 1984.
Κωσταντινίδης Αρης, Μελέτες Κατασκευες, εκδ Αγρα, Αθήνα, 1992
Σφαέλλος Χαράλαμπος: Αρχιτεκτονική-Ανάπτυξη,μονογραφία,επιμέλεια:Λούση Μπρατζιώτη, Μαργαρίτα Σακκά-Θηβαίου, Αλίκη Τσίργιαλου, μετάφραση: Geoffrey Cox,εκδ Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα, 2002
Σφαέλλος Χαράλαμπος, Αρχιτεκτονική Η μορφή σκέψης στο φυσικό χώρο, εκδ Γνώση, Αθήνα, 1991
Τομπάζης Αλέξανδρος, μονογραφία, επιμέλεια Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, Εκδ LIBRO, Αθήνα, 2005
Τομπαζης Αλέξανδρος, Οικολογική Σκέψη και Αρχιτεκτονική, εκδ Μέλισσα, Αθήνα, 2010