Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, στην προσεχή του συνεδρίαση, εισήχθησαν προς εξέταση δύο δικογραφίες με κατηγορούμενο για πλαστογραφία μετά χρήσεως από υπαίτιο που σκόπευσε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος υπερβαίνον συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ και της απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ τον καταζητούμενο Ι. Χ. του Μ.
Ο κατηγορούμενος, που φυγοδικεί από το έτος 2003, θα παραστεί σύμφωνα με τις πληροφορίες στη δίκη δια πληρεξουσίου που έχει χορηγήσει στον ποινικολόγο κ. Μ. Κουτσούκο. Φέρεται μάλιστα να έχει εξασφαλίσει βεβαίωση από έναν εκ των μηνυτών του, ο οποίος δεν επιθυμεί πλέον την ποινική του δίωξη.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο στην πρώτη υπόθεση που θα εξεταστεί ο κατηγορούμενος κατά το έτος 2000 αφού έλαβε στην κατοχή του ένα μπλοκ επιταγών από την ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ στο όνομα της εταιρίας «ΕΥΡΩΕΙΣΑΓΩΠΚΗ 1 ΕΠΕ» παρέστησε ψευδώς στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας υπό την επωνυμία «ΝΙΚΑΣ ΚΩΣ ΑΕ» ότι η ανωτέρω εταιρία είναι οικονομικώς φερέγγυα και ότι δύο επιταγές ποσού 88.041 ευρώ έκαστη έχουν εκδοθεί νομίμως πείθοντάς τον να τις αποδεχτεί ως τίμημα πώλησης εμπορευμάτων.
Η αλήθεια ήταν ότι η ανωτέρω εταιρία είχε λυθεί το 1999 με πράξη συμβολαιογράφου και ότι οι επιταγές είχαν νοθευτεί από τον κατηγορούμενο αφού στη θέση των εκδοτών είχε θέσει ως δεύτερη υπογραφή κατ’ απομίμηση και άνευ της ρητής συναίνεσης αυτού την υπογραφή του μηνυτή και συνδιαχειριστή της ανωτέρω εταιρίας Κ. Βρ.
Με τον τρόπο αυτό φέρεται να αποκόμισε όφελος ύψους 176.082 ευρώ βλάπτοντας συνάμα την περιουσία της εταιρίας «ΝΙΚΑΣ ΑΕ» με το αντίστοιχο ποσό, αφού οι επιταγές εμφανίσθηκαν προς πληρωμή στην τράπεζα και σφραγίσθηκαν ελλείψει επαρκούς υπολοίπου.
Στη δεύτερη υπόθεση κατηγορούμενος βρέθηκε αρχικώς και απηλλάγη με βούλευμα το 2003 ένα κάτοικος Αθηνών που είχε προσληφθεί στη «ΝΙΚΑΣ ΑΕ» το 1999, ως προϊστάμενος πωλητής. Στα πλαίσια της απασχόλησής του ήρθε σε επαφή με την εταιρεία «ΙΜΠΕΡΙΑΛ Μονοπρόσωπη ΕΠΕ» που εδρεύει στην πόλη της Ρόδου, της οποίας διαχειριστής ήταν ο Ι. Χ..
Ο συγκεκριμένος αγοραστής ήταν γνωστός του πρώτου κατηγορουμένου από την προηγούμενη θητεία του ως υπάλληλος της εταιρίας «Νίκας» η οποία δραστηριοποιείτο επαγγελματικά σε ομοειδείς εμπορικές δραστηριότητες. Αμέσως μετά την εξεύρεση του συγκεκριμένου πελάτη, Αθηναίος ήρθε σε επαφή με το κεντρικό λογιστήριο της εταιρίας «Δ. & Χ. ΥΦΑΝΤΗΣ ΑΒΕΕ», μέλος του ομίλου επιχειρήσεων της οποίας ήταν και η εγκαλούσα, προκειμένου να ελεγχθεί, η πιστοληπτική του ικανότητα μέσω του λογιστηρίου αυτής. Συγκεκριμένα μέσω του λογιστηρίου της μηνύτριας εταιρίας δινόταν η εντολή στο κεντρικό λογιστήριο της μητρικής εταιρίας «Υφαντής ΑΒΕΕ» να γίνει έλεγχος στην πιστοληπτική ικανότητα και την φερεγγυότητα του αγοραστή μέσω του διατραπεζικού συστήματος «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ». Εφόσον ο συγκεκριμένος πελάτης πληρούσε τις προϋποθέσεις φερεγγυότητας αυτού, τότε δινόταν εντολή μέσω συστήματος ON LINE να εγκριθούν πωλήσεις επί πιστώσει προς τον συγκεκριμένο αγοραστή ο οποίος αμέσως ελάμβανε και σχετικό κωδικό με βάση τον οποίο ανοιγόταν και λογαριασμός του συγκεκριμένου πελάτη στο λογιστήριο της εγκαλούσας για την παρακολούθηση των χρεώσεων και πιστώσεων αυτού.
Η διαδικασία αυτή τηρήθηκε και για την εταιρία του Ι. Χ.. Ο πρώτος κατηγορούμενος φερόταν να είχε διαταχθεί να μην δίνει εμπορεύματα στον Ι. Χ. διότι δεν ήταν φερέγγυος πράγμα που δεν επιβεβαιώθηκε από την δικαστική έρευνα που δέχτηκε ότι η εταιρεία και ο πρώτος κατηγορούμενος παρασύρθηκαν από τη συμπεριφορά του Ι. Χ. περί του αξιόχρεου αυτού, καθώς και από την έλλειψη μέχρι της στιγμής εκείνης συγκεκριμένων στοιχείων σε βάρος του μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος «Τειρεσίας».
Η εταιρεία έτσι του πώλησε στο χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2000 στον Ι. Χ. εμπορεύματα συνολικής αξίας 165.610.746 δρχ.
Από αυτό τα 20.000.000 δόθηκαν σε μετρητά και τα υπόλοιπα πιστώθηκαν, για την εξόφληση δε αυτών δόθηκαν από τον Ι. Χ. επιταγές.
Οι επιταγές αυτές οι οποίες εκδόθηκαν μεταχρονολογημένες με ημερομηνία λήξεως 4-5 μήνες από τον χρόνο εκδόσεώς τους, αν και εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να πληρωθούν δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως υπολοίπου στους σχετικούς λογαριασμούς.
Από το γεγονός αυτό προκύπτει σαφώς πως η μηνύτρια εταιρία υπέστη αντίστοιχη οικονομική ζημία, που ανέρχεται στο ποσό των 145.610.746 δρχ. το οποίο αναλύεται στο ποσό των 119.300.000 δραχμών από τις ακάλυπτες επιταγές που είτε εξέδωσε ο δεύτερος κατηγορούμενος ως εκπρόσωπος της εταιρίας του είτε περαιτέρω οπισθογράφησε στην μηνύτρια συν και το υπόλοιπο ποσό από τις διενεργηθείσες πωλήσεις προϊόντων.













