Πωλούσαν πλαστές άδειες οδήγησης

Σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου παραπέμπονται ένας κάτοικος Αρχαγγέλου, ένας κάτοικος Αθηνών και τρεις κάτοικοι Ρόδου, που κατηγορούνται για σύσταση εγκληματικής ομάδας που αποσκοπούσε στο οικονομικό όφελος από την πλαστογράφηση αδειών οδήγησης και για χρήση τέτοιων πλαστών πιστοποιητικών, με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου.
Το ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
«…Την 03.00 ώρα της 29/7/05 έγινε από αστυνομικούς της ΟΠΚΕ/ΑΔΔ που διενεργούσαν προληπτικούς ελέγχους στην πόλη της Ρόδου, έγινε έλεγχος και σε Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Β. Ζ. Κατά τον έλεγχο ο τελευταίος τους επέδειξε άδεια οδήγησης εκδοθείσα από την Υ.ΔΣ. ΑΝΑΤ ΑΤΤ την 26/7/04, η οποία κίνησε υποψίες στους ελέγχοντες αστυνομικούς ότι είναι πλαστή. Προς διαπίστωση της γνησιότητάς της προσήγαγαν τον κατηγορούμενο Β. Ζ. στην Υ/Α Ρόδου και κατόπιν επικοινωνίας που επακολούθησε με την Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου προέκυψε ότι η ελεγχθείσα άδεια δεν ήταν γνήσια αλλά φωτοτυπία της υπ’ αριθμ. 5900219888 άδειας οδηγήσεως που ανήκε στην Αθηνά Σιαμίδη του Παναγιώτη.
Ερωτηθείς σχετικά με την πλαστότητα της παραπάνω άδειας οδήγησης ο Β. Ζ. ισχυρίσθηκε ότι την ως άνω άδεια προμηθεύτηκε προ εξαμήνου από τον Μ. Δ. αντί του χρηματικού ποσού των 2.500 ευρώ. Στην απόφαση να αγοράσει πλαστό δίπλωμα κατέληξε ο Β. Ζ. διότι είχε δώσει ήδη τρεις φορές στο παρελθόν εξετάσεις προκειμένου να εφοδιασθεί με νόμιμη άδεια οδήγησης και είχε αποτύχει. Ετσι απευθύνθηκε αρχικά στον κατηγορούμενο Η. Μ., ο οποίος έχει φανοποιείο, ως πελάτης του τελευταίου και αφού συζήτησαν για το πρόβλημά του και για τον τρόπο που θα μπορούσε να εφοδιασθεί αντί αμοιβής με δίπλωμα οδηγήσεως ο Η. Μ. συνέστησε στο Β. Ζ. τον Μ. Δ., που ήταν υπάλληλος του φανοποιείου του ως πρόσωπο που ασχολείται με τέτοια θέματα. Πράγματι ο Β. Ζ. επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Μ. Δ. και του ζήτησε να τον εφοδιάσει με πλαστό δίπλωμα οδήγησης. Ο τελευταίος τον ρώτησε τι κατηγορίας δίπλωμα ήθελε και ο Β. Ζ. του απάντησε ότι επιθυμούσε την έκδοση διπλώματος για μηχανή ανεξαρτήτως κυβισμού αλλά και για αυτοκίνητο ακόμη και με τρέιλερ. Ο Μ. Δ. δέχθηκε και είπε στον Β. Ζ. ότι για την΄εκδοση της άδειας που επιθυμούσε έπρεπε να καταβάλει 2.500 ευρώ, εκ των οποίων έπρεπε να του προκαταβάλει 1.000 ευρώ, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού του στην Αθήνα για να τον προμηθεύσει με την άδεια που επιθυμούσε.
Πράγματι ο Β. Ζ. του προκατέβαλε αρχικά 1.000 ευρώ και μετά από μία εβδομάδα συναντήθηκαν στην Ανάληψη Ρόδου και αφού του κατέβαλε ακόμη 1.500 ευρώ παρέλαβε το δίπλωμα, που ήταν πλαστό.
Κατά τους ισχυρισμούς του Μ. Δ. την ως άνω πλαστή άδεια εξέδωσε υπέρ του Β. Ζ. ο κατηγορούμενος Δ. Κ. αφού του κατέβαλε το ποσό των 1.900 ευρώ και κράτησε ο ίδιος το υπόλοιπο ποσό των 600 ευρώ που καθώς προαναφέρθηκε είχε παραλάβει από τον Β. Ζ.
Τον Δ. Κ. είχε στο παρελθόν γνωρίσει ο Μ. Δ. στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, όταν ο ίδιος ενδιαφερόταν να αποκτήσει δίπλωμα οδηγήσεως, και δυσκολευόταν καθόσον είχε αποτύχει δύο φορές στις εξετάσεις. Συμφώνησε τότε μαζί του να του φέρει στο γραφείο που διατηρούσε στο τέρμα της οδού Χαλκοκονδύλη 4 φωτογραφίες, μία φωτοτυπία της αστυνομικής του ταυτότητας, το ΑΦΜ του και 1.500 ευρώ, πράγμα που αυτός έκανε σε τρεις-τέσσερις ημέρες και μετά παρέλευση 15 ημερών απέκτησε το δίπλωμα που ζήτησε, του οποίου στη συνέχεια έκανε επέκταση σε Ε’ κατηγορίας πάλι με τη μεσολάβηση του Δ. Κ. Ο τελευταίος παραδίδοντας το πλαστό δίπλωμα στον Μ. Δ. του είπε αν έβρισκε άτομα που επιθυμούσαν να αποκτήσουν δίπλωμα οδηγήσεως να τα συστήσει σ’ αυτόν και αυτός για τη μεσολάβησή του αυτή θα ελάμβανε για κάθε δίπλωμα που θα εκδιδόταν 100 ευρώ.
Ετσι ο Μ. Δ. μεσολάβησε ώστε μέσω του Δ. Κ. να προμηθευτεί άδεια ικανότητας οδήγησης ο Κ. Ι. Δ. υιός του κατηγορουμένου Μ. Δ., ο οποίος είχε αποτύχει, λόγω και του προβλήματος δυσλεξίας που αντιμετώπιζε στις εξετάσεις που έδωσε για απόκτηση διπλώματος, αντί του ποσού των 3.000 ευρώ, εκ των οποίων προκατέβαλε ο κατηγορούμενος Μ. Δ. 1.500 ευρώ στον κατηγορούμενο Μ. Δ. και το υπόλοιπο το κατέβαλε, όταν παρέλαβε το πλαστό δίπλωμα, σε άγνωστο που προσήλθε προς τούτο στην είσοδο του νοσοκομείου στο οποίο νοσηλευόταν».