Η Νίκη της Σαμοθράκης, το περίφημο άγαλμα που εκτίθεται από το 1884 στο Μουσείο του Λούβρου είναι παγκοσμίως γνωστό πως κατασκευάσθηκε από Παριανό μάρμαρο. Εκείνο που όμως δεν είναι γνωστό στον κόσμο είναι πως το σπουδαίο αυτό άγαλμα στέκεται στην πλώρη ενός καραβιού που είναι κατασκευασμένο από πέτρα Λάρδου. Πρόκεται για την ίδια πέτρα με την οποία σήμερα οι Ροδίτες φτιάχνουν φράχτες και διακοσμητικούς τοίχους για τα σπίτια τους.
Είναι πραγματικά απορίας άξιο το πόσο κρυμμένα παραμένουν όλα εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία που συνθέτουν την σπουδαία ιστορία της Ρόδου, όπως είναι και παράδοξο όλος αυτός ο φυσικός πλούτος να μην έχει τύχει μέχρι σήμερα ενός στρατηγικού σχεδιασμού σωστής εκμετάλλευσης.
Είναι σχεδόν άγνωστο το γεγονός πως μία από τις πιο αποδεκτές θεωρίες των αρχαιολόγων σε παγκόσμιο επίπεδο θέλει τη φτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης που εκτίθεται στο Λούβρο να είναι η αφιέρωση που έκαναν οι αρχαίοι Ρόδιοι για τη συμμαχία τους με την Πέργαμο το 191 π.Χ και τη νίκη επί του Αντίοχου του Γ’ της Συρίας στη ναυμαχία που είχε γίνει τότε ανοικτά της Σίδης (τουρκικό εμπορικό λιμάνι απέναντι από την Κύπρο).
Στην ιστορία του συγκεκριμένου αγάλματος η αναφορά της Ρόδου είναι τακτική. Μάλιστα, γίνεται λόγος για περίφημους τεχνίτες που δούλεψαν την πέτρα της Λάρδου για να κατασκευάσουν τα τμήματα που συνέθεσαν το καράβι, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φτερωτής Νίκης.
Ειδικότερα, η πλώρη του πλοίου αποτελείται από 23 κομμάτια πέτρας Λάρδου. Σε μια ορθογώνια βάση από έξι μαρμάρινες πλάκες στερεώνονταν 17 κομμάτια που ενώνονταν αρχικά με μέταλλο και σχημάτιζαν τρεις οριζόντιες σειρές που κλιμακώνονταν προς τα εμπρός για το σχηματισμό της πλώρης. ¶γαλμα (που στεκόταν πάνω στην πλώρη) και πλοίο ισορροπούσαν το ένα το άλλο σαν αντίβαρα και το κέντρο βάρους του αγάλματος είχε σταθμιστεί έτσι ώστε να πέφτει στο σημείο που ανασηκωνόταν ζωηρά η πλώρη σαν αληθινού ξύλινου καραβιού. Το άγαλμα δεν μπορούσε, δηλαδή, να μετακινηθεί χωρίς να διαλυθεί το πλοίο.
Το όλο σύμπλεγμα θεωρείται όχι μόνον αριστουργηματικό από καλλιτεχνική άποψη, αλλά και ιδιοφυές.
Τα τμήματα του πλοίου της Νίκης βρέθηκαν το έτος 1875 και το 1879 μεταφέρθηκαν στη Γαλλία όπου και επανασυναρμολογήθηκαν για να εκτεθούν το έτος 1884 στο Λούβρο. Μάλιστα, το καράβι με τη Νίκη της Σαμοθράκης, χαρακτηρίσθηκαν ως παγκόσμιοι θησαυροί ανεκτίμητης αξίας, γι’ αυτό και όταν ξέσπασε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, το σύμπλεγμα μεταφέρθηκε (η διπλανή φωτογραφία ελήφθη κατά τη διαδικασία της τότε μεταφοράς) και φυλάχθηκε στον ίδιο χώρο με την Αφροδίτη της Μύλου και τους «Σκλάβους» του Μιχαήλ Αγγελου.
Η σπουδαία αυτή ιστορία είναι συνυφασμένη με τη Ρόδο, τους τεχνίτες της και τον απίστευτο φυσικό της πλούτο. Όλα αυτά σήμερα υπάρχουν ως ξεχασμένη κληρονομιά για την οποία κανένας δεν ενδιαφέρεται (πλην των αρχαιολόγων) για να ρίξει ουσιαστικό φως σε αυτήν. Μηδενικό παραμένει μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον για αξιολόγηση των πετρωμάτων της Λάρδου και του τρόπου με τον οποίο αυτά σήμερα αξιοποιούνται για φράχτες, τοίχους και διακοσμητικές κατασκευές.
Οι εμπειρογνώμονες του Λούβρου ομιλούν για τη Ρόδο με θαυμασμό και στο ίδιο το νησί της Ρόδου δεν υπάρχει αναφορά για όλα εκείνα τα σπουδαία, ιδιαίτερα ιστορικά στοιχεία που τη συνοδεύουν.
Προφανώς είναι η ώρα για να γίνει μια πιο σοβαρή συζήτηση και να χαραχθεί ένας ενιαίος στρατηγικός σχεδιασμός για την προβολή όλων αυτών. Η οικονομική κρίση δεν πρέπει ν’ αποτελεί δικαιολογία, διότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για τη χάραξη της πολιτικής επάνω στην οποία θα δομηθεί ένα κομμάτι της ανάπτυξης αυτού του τόπου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα οι περισσότεροι επισκέπτες του τόπου μας ενημερώνονται για τα ιστορικά στοιχεία της Ρόδου μέσα από τουριστικούς οδηγούς που έγιναν στο πόδι, από ανθρώπους που έχουν ως μόνο σκοπό να πουλήσουν φύλλα (και διαφημιστικό χώρο) κι όχι να προβάλουν τον απίστευτο πολιτισμό μας.
Η ιστορία, η ανακάλυψη, η μεταφορά και η έκθεση του μοναδικού συμπλέγματος
Η Νίκη της Σαμοθράκης είναι μαρμάρινο γλυπτό άγνωστου καλλιτέχνη της ελληνιστικής εποχής που βρέθηκε στο ναό των «Μεγάλων Θεών» ή Καβείρων στη Σαμοθράκη, και παριστάνει φτερωτή τη θεά Νίκη.
Το γλυπτό εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου από το 1884. Είναι μία από τις τρεις φτερωτές Νίκες που βρέθηκαν στο ναό της Σαμοθράκης. Οι άλλες δύο εκτίθενται η μεν πρώτη, που αποτελεί ρωμαϊκό αντίγραφο και το βρήκαν Αυστριακοί αρχαιολόγοι, στο μουσείο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης και η δεύτερη, που βρέθηκε από την αμερικανική αποστολή του Karl Lehmann και της Phyllis Williams-Lehmann το 1949, στο αρχαιολογικό μουσείο της Σαμοθράκης.
Ο Lehmann και η σύζυγός του βρήκαν αργότερα (το 1950) σε ανασκαφές και τμήματα του δεξιού χεριού του αγάλματος. Λίγους μήνες μετά το ίδιο ζευγάρι αρχαιολόγων εντόπισε και δάχτυλα του δεξιού χεριού της ίδιας Νίκης στο προαναφερόμενο αυστριακό μουσείο, που τα είχε ακαταχώρητα και δεν γνώριζε ότι ανήκαν σε εκείνην.
Η δεξιά παλάμη της ανασυστάθηκε αποκαλύπτοντας ότι δεν κρατούσε σάλπιγγα όπως πολλοί πίστευαν μέχρι τότε και εκτίθεται επίσης στο Λούβρο, σε χωριστή βιτρίνα κοντά στο άγαλμα.
Το άγαλμα έχει ύψος 3,28 μ. (με τα φτερά) και 5,58 μ. με την μαρμάρινη πλώρη πλοίου πάνω στην οποία είναι τοποθετημένο σήμερα.
Ήταν αφιερωμένο σε ναό της Σαμοθράκης και χρονολογείται μεταξύ και 220 και 190 π.Χ. – οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν στο 190 π.Χ.
Στην αρχαιότητα εικάζεται ότι εκείνος που αφιέρωσε το έργο στο ναό της Σαμοθράκης (τόπο φημισμένο στην αρχαιότητα για την ιερότητά του) είχε δώσει παραγγελία να σχεδιαστεί ένα μικρό σύμπλεγμα θεάς και πλοίου.