Mε την υπ’ αριθμ. 109/2013 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου απορρίφθηκε η αγωγή που άσκησε κατά του Ελληνικού Δημοσίου ένας κάτοικος Ρόδου διεκδικώντας αποζημιώσεις, επικαλούμενος ολέθρια λάθη των καταδιωκτικών αρχών κατά τη διάρκεια απαγωγής των δύο θυγατέρων του από την αλλοδαπή μητέρα τους.
Το δικαστήριο με την απόφαση που εξέδωσε δεν δέχεται ότι δεν υπήρξε αδικοπραξία ή αμέλεια στην άσκηση των καθηκόντων των αστυνομικών, που χειρίστηκαν την υπόθεση, γεγονός για το οποίο διαμαρτύρεται ο Ροδίτης, που θα προσφύγει στον δεύτερο βαθμό.
Το ιστορικό της υπόθεσης σύμφωνα με την απόφαση έχει ως εξής:
Το απόγευμα της 23ης Δεκεμβρίου 2002 προσήλθε ο ενάγων στον αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ. Ρόδου και του ανέφερε ότι η εν διαστάσει σύζυγός του, υπήκοος Ολλανδίας, απήγαγε τις δύο ανήλικες κόρες τους, των οποίων είχε την επιμέλεια βάσει δικαστικής αποφάσεως. Ο ως άνω αξιωματικός του ζήτησε να επιδείξει αντίγραφο της εν λόγω αποφάσεως και να υποβάλει σχετική έγκληση, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες.
Ο ενάγων του απάντησε ότι δεν είχε μαζί του αντίγραφο της απόφασης, αλλά για να τον πείσει ότι πράγματι απήχθησαν τα παιδιά του, του έδωσε το τηλέφωνο επικοινωνίας μιας φίλης τους, εκφράζοντας παράλληλα την ανησυχία του ότι ενδέχετο να τα έπαιρναν αεροπορικώς, με πτήση για Αθήνα. Ο αξιωματικός του συνέστησε και πάλι να προσκομίσει την απόφαση ανάθεσης της επιμέλειας των τέκνων και να υποβάλει έγκληση κατά της συζύγου του, λέγοντάς του παράλληλα, πως εφόσον ίσχυαν αυτά που ισχυριζόταν, θα μπορούσε να ελέγξει μόνος αν με την επόμενη πτήση, η οποία απείχε μία ώρα, θα ταξίδευαν τα παιδιά του, διότι διαφορετικά δεν θα προλάβαινε τον έλεγχο στο αεροδρόμιο.
Πράγματι, ο ενάγων αναχώρησε για το αεροδρόμιο, προκειμένου να ελέγξει αν όντως θα ταξίδευαν τα παιδιά του με την επόμενη πτήση, δηλώνοντας ότι θα επιστρέψει για να προσκομίσει τη δικαστική απόφαση και να υποβάλει την έγκληση. Αμέσως μετά, ο ανωτέρω αξιωματικός κάλεσε τον αριθμό τηλεφώνου που του είχε δώσει ο ενάγων, προκειμένου να διαπιστώσει τι ακριβώς συμβαίνει, χωρίς, ωστόσο, να κατατοπιστεί από το παιδί με το οποίο μίλησε.
Ακολούθως, περί ώρα 19:00, παρουσιάστηκαν στο Τμήμα η εν διαστάσει σύζυγός του, τα δύο ως άνω ανήλικα τέκνα της και ο δικηγόρος τους προσκομίζοντας την υπ’αριθμ. 154/2002 (18.11.2002) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, σύμφωνα με την οποία η επιμέλεια των εν λόγω τέκνων ανατίθετο στη μητέρα τους, αντίγραφο της οποίας και κατέθεσαν, ενώ παράλληλα οι κόρες του δήλωσαν ότι διαμένουν, με τη θέλησή τους, με τη μητέρα τους στην οδό Αλεξάνδρου Παναγούλη. Κατά τη διάρκεια παραμονής των παραπάνω προσώπων στο αστυνομικό τμήμα τηλεφώνησε στον αξιωματικό υπηρεσίας του Τμήματος ο αξιωματικός υπηρεσίας του Α.Τ. Αερολιμένα Ρόδου, όπου είχε ήδη μεταβεί ο ενάγων, προκειμένου να ενημερωθεί σχετικά με το τι είχε συμβεί. Τότε, ο αξιωματικός του Α.Τ. Ρόδου ζήτησε από τον ενάγοντα να προσέλθει αμέσως στο Τμήμα για να δώσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις, ενώ, παράλληλα, επικοινώνησε με τον Εισαγγελέα Υπηρεσίας, ο οποίος και έδωσε προφορική εντολή να μην κρατηθεί η εν διαστάσει σύζυγός του, καθόσον, σύμφωνα με την προσκομισθείσα απόφαση είχε την επιμέλεια των τέκνων. Στη συνέχεια, περί ώρα 20:10, προσήλθε εκ νέου στο Τμήμα ο Ροδίτης, ο οποίος δήλωσε ότι καθυστέρησε γιατί είχε πρώτα μεταβεί στο γραφείο του δικηγόρου του. Τότε, ενημερώθηκε από τον ως άνω αξιωματικό και το Διευθυντή της Υπηρεσίας, Αστυνομικό Υποδιευθυντή για τα ανωτέρω. Ο ενάγων, επικαλούμενος ότι η υπ’αριθμ. 154/2002 (18.11.2002) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου στερείται εκτελεστότητας, επέμενε στη σύλληψη της συζύγου του. Κατόπιν τούτου, ειδοποιήθηκε εκ νέου, παρουσία του ενάγοντος, ο ίδιος ως άνω Εισαγγελέας, ο οποίος επανέλαβε πως έπρεπε να αφεθεί ελεύθερη, ως έχουσα την επιμέλεια των τέκνων βάσει της προαναφερθείσας απόφασης και πως ο ενάγων, εφόσον αμφισβητούσε την απόφαση αυτή, θα μπορούσε να υποβάλει έγκληση. Πράγματι, ο ενάγων υπέβαλε έγκληση κατά της εν διαστάσει συζύγου του για αρπαγή των ανηλίκων τέκνων του κατά παράβαση της υπ’αριθμ. 132/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου η οποία συνετάχθη καθ’ υπαγόρευση του από τον προαναφερθέντα αξιωματικό και υπεβλήθη στον Εισαγγελέα.
Ο Ροδίτης υποστηρίζει ότι ο αξιωματικός υπηρεσίας του Α.Τ. Ρόδου και ο διοικητής αυτού δεν απέστειλαν στον αερολιμένα Ρόδου σήμα απαγόρευσης εξόδου της στο πλαίσιο αυτόφωρης διαδικασίας, γεγονός που επέτρεψε στη σύζυγό του να αναχωρήσει από τη Ρόδο, μαζί με τα τέκνα τους, με πτήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας, στις 24.12.2002 και περί ώρα 14:00, με προορισμό την Αθήνα και από εκεί προς Αμστερνταμ, στις 25.12.2002.
Το δικαστήριο έκρινε ότι τα αστυνομικά όργανα ενήργησαν μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και σε συνεννόηση με τον Εισαγγελέα Υπηρεσίας, από τον οποίο έλαβαν προφορική εντολή να αφεθεί ελεύθερη η εν διαστάσει σύζυγος του Ροδίτη, η οποία επέδειξε νεότερη απόφαση, που της ανέθετε αποκλειστικά την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, ενώ, εξάλλου, συνέταξαν την έγκλησή του, καθ’ υπαγόρευσή του, την οποία και υπέβαλαν και ως εκ τούτου δεν συνέτρεξε παράνομη συμπεριφορά αυτών, απορριπτόμενων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του ως αβασίμων.














