• Απεντάσσεται η αποκατάσταση του ιστορικού κτηρίου
Χωρίς να προκαλέσει καμία έκπληξη, επιβεβαιώθηκε κι επίσημα η απένταξη του έργου αποκατάστασης του ιστορικού κτηρίου Ακάβη στη συμβολή των οδών Παπαλουκά και Ερυθρού Σταυρού. Την παραδοχή έκανε στο Δημοτικό Συμβούλιο ο αντιδήμαρχος Μεσαιωνικής Πόλης Κώστας Χαλκιάς, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά το διοικητικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε ένα έργο με αρχικό προϋπολογισμό άνω των 1,3 εκατομμυρίων ευρώ.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που εδώ και καιρό θεωρούνταν βέβαιη, καθώς από την ανάληψη των καθηκόντων της σημερινής δημοτικής αρχής είχε καταγραφεί κατ’ επανάληψη ότι το έργο βρισκόταν σε τροχιά απένταξης λόγω της ελάχιστης προόδου και των ασφυκτικών προθεσμιών χρηματοδότησης που λήγουν στο τέλος του 2025.
Έξι χρόνια χαμένου χρόνου και μια πόλη που ακόμη περιμένει…
«Υπάρχουν έργα που χρονίζουν, με πολύ χαμηλό βαθμό ολοκλήρωσης και ουσιαστικά δεν μπορεί να ολοκληρωθούν εγκαίρως», ανέφερε ο κ. Χαλκιάς, φωτογραφίζοντας ξεκάθαρα το κτήριο Ακάβη ως χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όπως δήλωσε, ο Δήμος θα επιχειρήσει να αναζητήσει νέο χρηματοδοτικό εργαλείο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει αυτή τη στιγμή συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ή εξασφαλισμένη πηγή πόρων! Η εργολαβική σύμβαση για την αποκατάσταση της κατοικίας υπεγράφη στις 9 Νοεμβρίου 2018, με ανάδοχο την εταιρεία «Νικολιάς Ο.Ε.». Το έργο είχε ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με στόχο την «προώθηση της αστικής κινητικότητας και αναζωογόνησης» και με προθεσμία εκτέλεσής τους 20 μήνες.
Οι εργασίες διακόπηκαν το 2020, η σύμβαση διαλύθηκε, και το κτήριο προστέθηκε στη μακρά λίστα των δημοτικών έργων που έμειναν στα χαρτιά.

Το ακίνητο αποτελεί δωρεά του Ηλία Τάνους Ακάβη στον Δήμο Ρόδου. Κατασκευάστηκε το 1894 στην περιοχή Ταμπάχανα, σε προνομιακή θέση με θέα προς το λιμάνι και σε μικρή απόσταση από το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της πόλης. Πρόκειται για ένα επιβλητικό νεοκλασικό συγκρότημα, με διώροφο κτήριο, υπόγειους χώρους και βοηθητικά κτίσματα, που φέρει σπουδαία αρχιτεκτονικά στοιχεία. Σφυρήλατα μεταλλικά φουρούσια, λίθινα γείσα, ξύλινα ταβάνια και κουφώματα από κατράνι, όλα ενδεικτικά του πλούτου και της κοινωνικής θέσης του δωρητή του. Κατά την ιταλική περίοδο ήταν γνωστό ως «Μεγάλο Σπίτι», ενώ από το 1947 έως το 1990 στέγασε άπορες οικογένειες. Από τότε παραμένει ανενεργό και εκτεθειμένο στη φθορά του χρόνου.
Το έργο εντάχθηκε, δημοπρατήθηκε, συμβασιοποιήθηκε και ξεκίνησε επί θητείας Χατζηδιάκου, «πάγωσε» επί της επόμενης διοίκησης Καμπουράκη και απεντάσσεται οριστικά επί της σημερινής δημοτικής αρχής Κολιάδη.
Στο μεταξύ, το κτήριο συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους Ροδίτες, αλλά και για τους επισκέπτες της πόλης. Πολλοί το φωτογραφίζουν, το σχολιάζουν, το συγκρίνουν με αντίστοιχα αρχοντικά άλλων ευρωπαϊκών πόλεων και ρωτούν εύλογα αν πρόκειται για έργο υπό κατασκευή ή για μόνιμο μνημείο εγκατάλειψης. Οι επαναλαμβανόμενοι τουρίστες είναι ακόμη πιο καυστικοί: «Μα, δεν ήταν έτσι και πέρυσι;», ρωτούν, λαμβάνοντας κάθε φορά την ίδια αμήχανη σιωπή ως απάντηση. Η υπόθεση Ακάβη δεν είναι απλώς ένα ακόμη ερειπωμένο ιστορικό κτήριο. Είναι ο καθρέφτης της αδυναμίας της τοπικής αυτοδιοίκησης να διαχειριστεί και να αξιοποιήσει την πολιτιστική της κληρονομιά.
Ένα σύμβολο χαμένων προθεσμιών, αποτυχημένων σχεδιασμών και πολιτικής αναβλητικότητας. Έξι χρόνια μετά την υπογραφή της σύμβασης και περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά τη διακοπή της χρήσης του κτηρίου, το κοινωνικό και ιστορικό κεφάλαιο του κτηρίου Ακάβη παραμένει αναξιοποίητο.















