Ο κ. Αλέξης Χαρίτσης είναι βουλευτής Νομού Μεσσηνίας. Εξελέγη δύο φορές βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ (Ιούλιος 2019 – Ιούνιος 2023 και Ιούνιος 2023 – Νοέμβριος 2023). Εξελέγη πρόεδρος της Νέας Αριστεράς από το πρώτο συνέδριό της, τον Νοέμβριο του 2024, ενώ είναι πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, από τον Δεκέμβριο του 2023.
Κατά την πρώτη του θητεία ως βουλευτής διετέλεσε εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ από το 2020 ήταν τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Στο διάστημα 2015-2019 διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών, αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης (αρμόδιος για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ, για θέματα βιομηχανίας και για την Αναπτυξιακή Στρατηγική), υφυπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ.
Υπήρξε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ από το 2013 έως τον Νοέμβριο του 2023. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών και αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας με σημαντική εμπειρία σε δημόσιες επενδύσεις και αναπτυξιακά προγράμματα. Είναι απόφοιτος ηλεκτρολόγος μηχανικός με ειδίκευση στις ΑΠΕ.
Σε συνέντευξή του στη «δημοκρατική» ο κ. Χαρίτσης, σχολιάζει τις πολιτικές εξελίξεις -με αφορμή και την επιστροφή του τέως πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα- και δηλώνει ότι «η Νέα Δημοκρατία δεν πρέπει να λάβει τρίτη ευκαιρία διακυβέρνησης».
Επιπλέον, μιλάει για τους στόχους της Νέας Αριστεράς στις επόμενες εκλογές, για την κυβερνητική πολιτική απέναντι στους αγρότες και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία.
• Κύριε Χαρίτση, να ξεκινήσουμε από τα πρόσφατα γεγονότα και να σας ζητήσω ένα σχόλιο για την στάση που τηρεί η κυβέρνηση απέναντι στους αγρότες, τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία απειλείται με επισιτιστική κρίση.
Η κυβερνητική πολιτική απέναντι στους αγρότες δεν είναι απλώς ανεπαρκής, είναι επικίνδυνα αποδομητική για τον πρωτογενή τομέα. Μια αποδυνάμωση της παραγωγής που οδηγεί και στην ερήμωση της περιφέρειας. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και πάνω από μια δεκαετία οι περισσότερες περιφέρειες εκτός Αττικής μένουν στάσιμες παραγωγικά.
Ο αγροτικός κόσμος βρίσκεται στα τελευταία χρόνια αντιμέτωπος με μια συσσωρευμένη κρίση – από την κλιματική και την ενεργειακή έως την υγειονομική και την οικολογική. Καμία από αυτές τις προκλήσεις δεν αντιμετωπίστηκε με σχέδιο και σοβαρότητα. Το αποτέλεσμα είναι μια γενικευμένη κρίση βιωσιμότητας στη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Από το 2019, μάλιστα, το ίδιο το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης υποθηκεύει το μέλλον των παραγωγών: πληρωμές χωρίς αξιόπιστα πληροφοριακά συστήματα, έλεγχοι με πρόχειρα αρχεία αντί για διασταυρώσεις, απευθείας αναθέσεις, έργα που έμειναν στη μέση και ένα ΟΣΔΕ (Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου) που λειτουργεί με μόνιμες καθυστερήσεις. Και πάνω σε όλα αυτά, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ παραμένει ανοιχτό και ενεργό. Η ΝΔ αποδείχθηκε για πολλοστή φορά ότι είναι ένα κόμμα που δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία απαλλαγμένη από τη λογική του πελατειακού κράτους και την καθεστωτική αντίληψη ότι το κράτος της ανήκει.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στην επόμενη ευρωπαϊκή προγραμματική περίοδο οι πόροι της ΚΑΠ μειώνονται δραστικά με ευθύνη της ευρωπαϊκής Δεξιάς. Η κυβέρνηση δεν διεκδικεί, δεν αντιστέκεται –συναινεί, εγκαταλείποντας την αγροτική παραγωγή και, μαζί της, την επισιτιστική ασφάλεια της χώρας.
Η δική μας χώρα εισέρχεται σε αυτή τη νέα πραγματικότητα χωρίς υποδομές, χωρίς σχέδιο, χωρίς στρατηγική, με τον κίνδυνο να δούμε εγκατάλειψη εκμεταλλεύσεων, μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγωγές και νέες αυξήσεις στις τιμές για τον καταναλωτή.
Γι’ αυτό οι αγρότες –οι πραγματικοί αγρότες–γυρνάνε πια την πλάτη στην κυβέρνηση.
• Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κουβαλάει σκάνδαλα όπως τα Τέμπη και ο ΟΠΕΚΕΠΕ, είναι υπεύθυνη για την ακρίβεια, ενώ δίνει ψίχουλα στους πολίτες. Ωστόσο επιμένει στο αφήγημα Μητσοτάκης ή χάος. Πώς το σχολιάζετε;
Συμφωνώ με τον κύριο Μητσοτάκη ότι η κοινωνία βρίσκεται σήμερα μπροστά σε καθαρά και σκληρά διλήμματα – και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα.
Τα πραγματικά διλήμματα είναι γνωστά:
Αξιοπρεπείς μισθοί και επαναφορά του εργασιακού δικαίου ή φθηνή εργασία χωρίς διαπραγματευτική δύναμη για τους εργαζόμενους;
Σπάσιμο των καρτέλ, πλαφόν στις τιμές και μείωση του ΦΠΑ ή μόνιμη ακρίβεια για τους πολλούς;
Κοινωνική κατοικία και προστασία της πρώτης κατοικίας ή σπίτια–επενδυτικά προϊόντα για funds;
Επενδύσεις σε υγεία, παιδεία και κοινωνικό κράτος ή δισεκατομμύρια σε εξοπλισμούς;
Δίκαιη φορολογία με βάρος στον μεγάλο πλούτο ή διαρκής πίεση στους μισθωτούς με βάρος στους έμμεσους φόρους;
Δημόσιος έλεγχος σε ενέργεια, μεταφορές και τράπεζες ή πλήρης ιδιωτικοποίηση;
Αυτά είναι τα πραγματικά διλήμματα της εποχής μας. Και σε αυτά καλούμαστε να πάρουμε θέση. Όχι στον εκβιασμό «ή εγώ ή το χάος», αλλά ποιο μοντέλο κοινωνίας θέλουμε να έχουμε.
• Πώς βλέπετε την επιστροφή του τέως πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα; Υπάρχει περιθώριο για συνεργασίες -και με ποια προοπτική;
Η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα είναι πολιτικό γεγονός. Υπήρξε πρωθυπουργός της Αριστεράς και έχει βαρύ πολιτικό αποτύπωμα. Όμως το κρίσιμο σήμερα δεν είναι ποιος επιστρέφει, αλλά με ποια γραμμή και για ποιον σκοπό.
Ο ίδιος μιλά για ανεπάρκεια της αντιπολίτευσης. Η κριτική μπορεί να ακουστεί. Όμως το ουσιαστικό ερώτημα είναι άλλο: πώς ακριβώς θα κερδηθεί η Δεξιά. Γιατί το πρόβλημα της κοινωνίας δεν είναι η αντιπολίτευση• είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι πολιτικές της. Αν η συζήτηση μείνει στο ποιος φταίει στον προοδευτικό χώρο, χάνεται το πραγματικό διακύβευμα. Και βέβαια, όταν όλοι παρουσιάζονται ως «ανεπαρκείς», χωρίς διάκριση, τελικά αθωώνεται το πραγματικό πρόβλημα που είναι η Δεξιά στην εξουσία και καλλιεργείται μια γενικευμένη απαξίωση της πολιτικής.
Η κοινωνία έχει ανάγκη από συλλογικά σχέδια, καθαρές ευθύνες και πολιτικές δεσμεύσεις. Η ανασυγκρότηση του προοδευτικού χώρου δεν θα έρθει μέσα από αποστασιοποίηση και προσωπικές υπερβάσεις, αλλά μέσα από συγκρούσεις με τη Δεξιά και συγκεκριμένες λύσεις για τους πολλούς.
Η εμπειρία της ήττας του 2023 έδειξε τι συμβαίνει όταν η Αριστερά μετακινείται στη λογική του μέσου όρου: χάνει και πολιτικά και κοινωνικά. Άρα σήμερα δεν αρκεί ένα ανακάτεμα προσώπων ή ένας νέος κύκλος εσωτερικής κριτικής. Χρειάζεται καθαρή πολιτική γραμμή ρήξης με τη Δεξιά, στα μεγάλα κοινωνικά και γεωπολιτικά ζητήματα.
Σε ό,τι αφορά στις συνεργασίες, η θέση μας είναι απολύτως σαφής: Λαϊκό Μέτωπο χωρίς αποκλεισμούς, με όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας και της οικολογίας, σε κοινό ψηφοδέλτιο και πάνω σε συγκεκριμένο ριζοσπαστικό και εφαρμόσιμο πρόγραμμα αλλαγής. Όχι συμφωνίες κορυφής, όχι προσωποκεντρικά σχήματα.
Αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα. Και εκεί θα κριθούν όλοι.
• Ποιοι είναι οι στόχοι της Νέας Αριστεράς για τις επόμενες εκλογές;
Πιστεύω βαθιά, χωρίς καμία απολύτως επιφύλαξη, ότι η Νέα Δημοκρατία δεν πρέπει να λάβει τρίτη ευκαιρία διακυβέρνησης. Και αυτή ακριβώς την αγωνία, τη θεωρώ θεμελιακή για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σκηνικό.
Γι’ αυτό και θεωρώ απαραίτητη τη συγκρότηση ενός ενιαίου, ισχυρού και κοινωνικά γειωμένου αριστερού πόλου, ικανού να αντιπαρατεθεί πραγματικά και αποτελεσματικά στην Νέα Δημοκρατία και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η Νέα Αριστερά ανέδειξε πρώτη, έγκαιρα και με επιμονή, την αναγκαιότητα ενός ευρύτατου λαϊκού μετώπου. Σήμερα η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμη πιο επείγουσα και επιτακτική.
Μόνο ένας ευρύς, πειστικός και κοινωνικά ριζωμένος πολιτικός πόλος, με σαφές, προοδευτικό και εφαρμόσιμο προγραμματικό πρόσημο, μπορεί να σταθεί απέναντι στη Δεξιά και να εκφράσει ουσιαστικά τους πολλούς: τους εργαζόμενους, τη νεολαία, τους μικρομεσαίους, τους αποκλεισμένους. Οι άνθρωποι κινητοποιούνται και εμπιστεύονται όταν αισθάνονται ότι μια πολιτική δύναμη εκφράζει τα πραγματικά τους συμφέροντα, τις αγωνίες και τις αξίες τους.
Σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια, ο ρόλος της Νέας Αριστεράς είναι καίριος. Γιατί πιστεύω ότι είμαστε το κόμμα των προγραμματικών αιχμών και της καθαρής πολιτικής γλώσσας.
Αν δεν συγκροτηθεί ένας ισχυρός και ενωτικός πόλος απέναντι στη Δεξιά, τότε πράγματι διατρέχουμε έναν υπαρξιακό για τη Δημοκρατία κίνδυνο: να οδηγηθεί η χώρα σε ένα ασφυκτικό δίλημμα μεταξύ του κ. Μητσοτάκη και κάποιας μορφής ακροδεξιάς διακυβέρνησης. Το βλέπουμε να συμβαίνει παγκοσμίως. Κι αυτό δεν είναι απλώς ένα δυσμενές πολιτικό σενάριο· είναι μια πραγματική απειλή για τη Δημοκρατία, τα κοινωνικά δικαιώματα και την ίδια τη χώρα.















