• Κρίθηκε ότι ο αιτών δεν θεμελίωσε ιδιότητα θύματος και απέρριψε την αίτηση ως ασυμβίβαστη με τη Σύμβαση
Η εξέλιξη που περίμενε να ανοίξει έναν ευρύτερο διάλογο για τα όρια της προεκλογικής νομοθεσίας του 2023 έκλεισε πρόωρα στη φάση του παραδεκτού. Ένας Έλληνας δικηγόρος από τη Ρόδο προσέφυγε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αμφισβητώντας τον αποκλεισμό συγκεκριμένου κόμματος και συνδυασμού ανεξαρτήτων από τις δύο αναμετρήσεις της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2023.
Το Δικαστήριο, απεφάνθη ότι ο αιτών δεν επηρεάστηκε επαρκώς ώστε να αποκτήσει ιδιότητα θύματος κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης και κήρυξε την αίτηση απαράδεκτη.
Το διακύβευμα της υπόθεσης και το ελληνικό πλαίσιο
Ο προσφεύγων, Έλληνας δικηγόρος και εκλογέας στη Δωδεκάνησο, υποστήριξε ότι στερήθηκε τη δυνατότητα να ψηφίσει συγκεκριμένους υποψηφίους και πολιτικούς σχηματισμούς μετά τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου που απέκλεισαν αρχικά κόμμα από τις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 και στη συνέχεια συνδυασμό ανεξαρτήτων από την επαναληπτική αναμέτρηση της 25ης Ιουνίου 2023. Το επιχείρημα εδράστηκε στην εφαρμογή των νόμων του 2023, οι οποίοι εισήγαγαν φίλτρα συμμετοχής για σχηματισμούς που συνδέονται με πρόσωπα καταδικασμένα πρωτοδίκως για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Στον δημόσιο διάλογο το μέτρο παρουσιάστηκε ως θωράκιση του δημοκρατικού πολιτεύματος απέναντι σε μορφώματα με αντισυνταγματική στόχευση. Από την άλλη πλευρά, εκφράστηκαν ενστάσεις ότι επεκτείνει υπέρμετρα τις συνέπειες μιας μη αμετάκλητης ποινικής κρίσης σε ολόκληρες πολιτικές οντότητες.
Από την ένσταση στο εκλογοδικείο μέχρι το Στρασβούργο
Μετά την επικύρωση των αποτελεσμάτων της 25ης Ιουνίου 2023 από το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου, ο προσφεύγων άσκησε ένσταση εγκυρότητας στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Η ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση του 2024, η οποία υιοθέτησε το σκεπτικό της ανώτατης δικαστικής κρίσης για τον αποκλεισμό. Ακολούθησε προσφυγή στο Στρασβούργο την άνοιξη του 2025, όπου ο προσφεύγων επικαλέστηκε την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές και το τεκμήριο αθωότητας, επιμένοντας ότι ο αποκλεισμός βασίστηκε σε πρωτοδίκως καταδικασμένο πρόσωπο χωρίς αμετάκλητη απόφαση και χωρίς εξατομικευμένη αξιολόγηση των λοιπών υποψηφίων.
Το κριτήριο του θύματος και ο σκόπελος του παραδεκτού
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στάθηκε στο θεμέλιο της προσφυγικής διαδικασίας που συχνά παρανοείται στη δημόσια συζήτηση. Για να ανοίξει η πόρτα της ουσίας, ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι υπέστη άμεση και προσωπική προσβολή δικαιώματος που προστατεύεται από τη Σύμβαση. Η ιδιότητα του εκλογέα, όσο ουσιαστική και αν είναι στην πολιτική διαδικασία, δεν αρκεί καθεαυτή για να θεμελιώσει θέση θύματος όταν ο περιορισμός αφορά την εκλογική συμμετοχή τρίτου πολιτικού φορέα και όχι την ατομική εκλογιμότητα ή το ατομικό δικαίωμα ψήφου του συγκεκριμένου προσώπου. Με αυτή τη λογική, το Δικαστήριο έκρινε τους ισχυρισμούς ασυμβίβαστους ως προς το πρόσωπο του αιτούντος και έκλεισε τη δικονομική οδό πριν εξετάσει αν τα μέτρα του 2023 ήταν αναγκαία και αναλογικά σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Η αιχμή της επιχειρηματολογίας που δεν εξετάστηκε στην ουσία
Η προσφυγή έθετε τρία καίρια ερωτήματα που ενδιαφέρουν όχι μόνο τους νομικούς αλλά και τους επιστήμονες της πολιτικής. Πρώτον, αν μια πρωτόδικη καταδίκη ενός προσώπου μπορεί να ταξιδέψει από το ποινικό στο εκλογικό πεδίο και να συμπαρασύρει ολόκληρο κόμμα ή συνδυασμό. Δεύτερον, αν η αναγνώριση κάποιου ως πραγματικού αρχηγού ενός σχηματισμού επαρκεί για την απαγόρευση συμμετοχής χωρίς τελεσίδικη ποινική κρίση. Τρίτον, αν ο αποκλεισμός στερεί από εκλογικά σώματα την ουσιαστική επιλογή και αν αυτή η στέρηση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο. Το Δικαστήριο δεν άνοιξε αυτές τις πόρτες. Η απόφαση επικεντρώθηκε αποκλειστικά στο παραδεκτό, αφήνοντας αναπάντητα τα ερωτήματα της αναλογικότητας και της πολιτικής αντιπροσώπευσης που έθεσε ο αιτών.














