• Η μελέτη καταγράφει 39 αρχαιολογικούς χώρους και 247 μνημεία στη Ρόδο και υπογραμμίζει τον κίνδυνο αλλοίωσης • Προτείνεται η καθιέρωση σαφών κανόνων χωροθέτησης και αδειοδότησης γύρω από μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους
Αυξανόμενες πιέσεις στο πολιτιστικό απόθεμα της Ρόδου καταγράφει διεθνής επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2025 στο περιοδικό Planning Practice & Research (Taylor & Francis).
Η εργασία, με τίτλο «Cultural heritage on islands: pressures from tourism, Airbnb and conservation challenges: evidence from Rhodes Island, Greece», εξετάζει πώς η οικιστική ανάπτυξη, η αλλαγή χρήσεων γης και η έντονη ζήτηση για νέες τουριστικές υποδομές επηρεάζουν το πολιτιστικό τοπίο του νησιού.
Οι συγγραφείς Έφη Χατζή, Ευαγγελία-Θεοδώρα Δερδεμέζη και Γεώργιος Τσιλιμίγκας επισημαίνουν ότι η Ρόδος αποτελεί έναν από τους χαρακτηριστικότερους μεσογειακούς προορισμούς όπου η υψηλή επισκεψιμότητα συνδυάζεται με εξαιρετικά πυκνή πολιτιστική κληρονομιά, γεγονός που δημιουργεί αυξημένους κινδύνους αλλοίωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, στο νησί καταγράφονται 39 αρχαιολογικοί χώροι, επτά ιστορικές ζώνες και 247 μνημεία. Στο επίκεντρο βρίσκεται η Μεσαιωνική Πόλη, ενταγμένη στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, η οποία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αλλά και τις περισσότερες προκλήσεις.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, η αυξανόμενη επισκεψιμότητα, οι νέες χρήσεις και οι πιέσεις στο αστικό περιβάλλον γύρω από το μνημείο δημιουργούν κινδύνους για την αυθεντικότητά του. Παρά την ύπαρξη αυστηρών κριτηρίων προστασίας, η εφαρμογή τους δεν είναι πάντοτε συνεπής, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η συνεχής παρακολούθηση και η ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου.
Η μελέτη στηρίχθηκε σε εργαλεία γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών και δορυφορικά δεδομένα, τα οποία επέτρεψαν στους ερευνητές να χαρτογραφήσουν τη χωρική σχέση ανάμεσα σε μνημεία και νέες δομήσεις. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι νέες αναπτύξεις χωροθετούνται σε άμεση γειτνίαση με ζώνες πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Η επικάλυψη αυτή, όπως σημειώνεται, προκαλεί κίνδυνο απώλειας αυθεντικότητας και αλλοίωσης της συνοχής του ιστορικού τοπίου. Η οικιστική διάχυση, που παρατηρείται σε διάφορα σημεία του νησιού, έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μεταβολή της φυσιογνωμίας περιοχών με ιδιαίτερη αξία, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου η ανάπτυξη συχνά προηγείται της προστασίας.
Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι η τουριστική δραστηριότητα αποτελεί βασικό πυλώνα της τοπικής οικονομίας, ωστόσο τονίζουν πως η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη μπορεί να επιφέρει μακροπρόθεσμες συνέπειες. Η Ρόδος, όπως σημειώνεται στο άρθρο, συνδυάζει εξαιρετικά υψηλή πολιτιστική πυκνότητα με έντονη αναπτυξιακή δυναμική, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων πριν οι πιέσεις καταστούν μη αναστρέψιμες. Παράλληλα, η μελέτη υπογραμμίζει ότι οι πιέσεις αυτές δεν αφορούν αποκλειστικά τον τουρισμό αλλά και ευρύτερους παράγοντες, όπως η αστικοποίηση και οι αλλαγές στις χρήσεις γης.
Η έρευνα τοποθετεί την περίπτωση της Ρόδου σε ένα ευρύτερο μεσογειακό πλαίσιο, συγκρίνοντάς την με άλλα νησιά που αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις. Όπως αναφέρεται, η εμπειρία της Ρόδου έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διεθνή συζήτηση γύρω από την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε συνθήκες υψηλής τουριστικής πίεσης, καθώς προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η ανάπτυξη μπορεί να συγκρούεται με την ιστορική ταυτότητα ενός τόπου.
Το πιο ουσιαστικό τμήμα της μελέτης αφορά τις προτάσεις πολιτικής. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η προστασία του πολιτιστικού αποθέματος δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά σε τοπικές πρωτοβουλίες, αλλά απαιτεί συνολικό εθνικό σχεδιασμό. Όπως σημειώνουν, χρειάζεται ένα συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής για όλα τα νησιά με υψηλή πυκνότητα μνημείων, με ειδικές προβλέψεις για τη Ρόδο.
Ειδικότερα, προτείνουν την καθιέρωση σαφών κανόνων χωροθέτησης και αδειοδότησης γύρω από μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, ώστε να αποφεύγονται παρεμβάσεις που αλλοιώνουν το τοπίο. Τονίζουν επίσης την ανάγκη ενίσχυσης των μηχανισμών ελέγχου, καθώς η εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου είναι σήμερα αποσπασματική, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται κενά στην προστασία.
Εξίσου σημαντική θεωρείται η χάραξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής χρηματοδότησης. Η συντήρηση και ανάδειξη των μνημείων δεν μπορεί να στηρίζεται σε αποσπασματικές δράσεις, αλλά χρειάζεται σταθερή ροή πόρων και προγραμματισμό σε βάθος χρόνου.
Παράλληλα, οι ερευνητές τονίζουν ότι ο πολιτισμός δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο στην ανάπτυξη, αλλά ως πλεονέκτημα για τη βιώσιμη οικονομική πορεία του νησιού. Η πολιτιστική κληρονομιά, σημειώνεται, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο διαφοροποίησης και ενίσχυσης της ελκυστικότητας του τουριστικού προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι θα προστατευθεί και θα αναδειχθεί με συνέπεια.
Η μελέτη καταλήγει ότι η ευθύνη για την προστασία της κληρονομιάς ανήκει στο κράτος και στα αρμόδια υπουργεία, τα οποία καλούνται να διαμορφώσουν σαφή στρατηγική και να εξασφαλίσουν τους απαραίτητους πόρους. Χωρίς πολιτική βούληση, όπως τονίζουν οι συγγραφείς, η πολιτιστική κληρονομιά της Ρόδου δεν μπορεί να διασφαλιστεί.
Υπογραμμίζεται μάλιστα ότι η απώλεια αυθεντικότητας θα είχε αρνητικές συνέπειες και στην τοπική οικονομία, καθώς θα επηρέαζε την ελκυστικότητα του νησιού ως προορισμού. Η διατήρηση της κληρονομιάς, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, δεν αποτελεί μόνο ιστορική υποχρέωση, αλλά και προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα του τουρισμού.
Συνολικά, η Ρόδος παρουσιάζεται ως νησί που βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Διαθέτει ένα πολιτιστικό κεφάλαιο διεθνούς σημασίας, το οποίο αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητάς της, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις που, αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσουν σε υποβάθμιση.
Η διεθνής μελέτη στο Planning Practice & Research καταγράφει με σαφήνεια ότι η ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη και την προστασία είναι το μεγάλο ζητούμενο των επόμενων ετών. Η εμπειρία της Ρόδου, όπως υπογραμμίζεται, μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός και για άλλους νησιωτικούς προορισμούς, δείχνοντας ότι η πολιτιστική κληρονομιά δεν μπορεί να παραμένει στο περιθώριο των αναπτυξιακών πολιτικών, αλλά πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρό τους.