• Ολοκληρώθηκε η δικαστική διαμάχη μεταξύ πρώην συνεταίρων τουριστικής επιχείρησης • Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προκύπτει παραβίαση της υποχρέωσης πίστης
Με μια εκτενή και τεκμηριωμένη απόφαση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου έδωσε τέλος σε μια επιχειρηματική και προσωπική διαμάχη που είχε προκαλέσει αναστάτωση στον κλειστό κύκλο του πολωνόφωνου τουριστικού τομέα του νησιού.
Η αγωγή που κατέθεσαν δύο πρώην εταίροι ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας τουριστικού χαρακτήρα αφορούσε σοβαρές κατηγορίες περί παραβίασης της εταιρικής πίστης, υποκλοπής εταιρικών email και αθέμιτης απόσπασης πελατείας από πρώην διαχειρίστρια και συνεταίρο, η οποία είχε ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση έπειτα από συμφωνημένη εξαγορά του μεριδίου της.
Παρά τη σοβαρότητα των καταγγελιών, η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, καθώς δεν αποδείχθηκε καμία απολύτως παρανομία ή αθέμιτη πράξη εκ μέρους της εναγόμενης.
Το ιστορικό της εταιρείας και της συνεργασίας
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από μία τουριστική ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία που ιδρύθηκε το 2021, με έδρα τη Ρόδο και αντικείμενο την παροχή τουριστικών υπηρεσιών σε πολωνόφωνους επισκέπτες του νησιού. Οι ιδρυτές – τρεις γυναίκες με μακροχρόνια εμπειρία στον τομέα – μοιράστηκαν ισομερώς τα εταιρικά μερίδια (1/3 η κάθε μία) και ανέλαβαν τη διαχείριση από κοινού, με το δικαίωμα να εκπροσωπούν την εταιρεία μεμονωμένα.
Από την ίδρυσή της, η εταιρεία αναπτύχθηκε ραγδαία. Η ζήτηση από την πολωνική αγορά, σε συνδυασμό με τις γλωσσικές και επαγγελματικές δεξιότητες των συνεταίρων, οδήγησαν σε σταθερή ροή πελατών και αυξανόμενα έσοδα.
Ωστόσο, από το καλοκαίρι του 2023 οι μεταξύ τους σχέσεις άρχισαν να φθίνουν. Εσωτερικές τριβές, διαφωνίες στη διαχείριση και επικοινωνιακά προβλήματα οδήγησαν σε ρήξη εμπιστοσύνης. Όπως κατατέθηκε στο Δικαστήριο από τον λογιστή της εταιρείας, ήδη από τον Οκτώβριο του 2023 υπήρχαν σκέψεις για διάλυση της επιχείρησης.
Η συμφωνία αποχώρησης και οι όροι της
Τελικά, αντί για διάλυση, οι δύο από τις τρεις εταίρους αποφάσισαν να προχωρήσουν σε εξαγορά του μεριδίου της τρίτης. Στις 19 Δεκεμβρίου 2023 υπογράφηκε ιδιωτικό συμφωνητικό, βάσει του οποίου η εναγόμενη μεταβίβασε 3.000 εταιρικά μερίδια (1.500 σε κάθε μία από τις ενάγουσες) αντί συνολικού τιμήματος 80.000 ευρώ και αποχώρησε πλήρως από την εταιρεία.
Στο συμφωνητικό περιλαμβανόταν ρητός όρος μη κοινοποίησης της αποχώρησης σε γνωστούς πελάτες της εταιρείας, ώστε να αποφευχθεί σύγχυση ή αθέμιτη μετάβαση πελατών προς νέα τουριστική επιχείρηση που θα ενδεχομένως ιδρυόταν από την αποχωρούσα.
Τον Ιανουάριο του 2024, οι πρώην συνεταίροι κατέθεσαν αγωγή υποστηρίζοντας πως η εναγόμενη παραβίασε την εμπιστοσύνη και την υποχρέωση πίστης, όταν διαπιστώθηκε ότι είχε προωθήσει 84 email από τις εταιρικές της διευθύνσεις (συμπεριλαμβανομένης της γενικής διεύθυνσης κρατήσεων της εταιρείας) προς την προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση του συμβίου της, επαγγελματία ξεναγού με δική του τουριστική δραστηριότητα στη Ρόδο.
Κατά τους ενάγοντες, τα email αυτά περιείχαν πληροφορίες για κρατήσεις και πιθανώς ευαίσθητο πελατολόγιο, στοιχείο που – κατά τη γνώμη τους – συνιστούσε αθέμιτο ανταγωνισμό και παραβίαση του συμφωνητικού αποχώρησης.
Τι διαπίστωσε το Δικαστήριο
Το Δικαστήριο, αξιολογώντας τις καταθέσεις, τα έγγραφα και το περιεχόμενο των επίμαχων μηνυμάτων, διαπίστωσε ότι:
• Μόνο δύο μηνύματα σχετίζονταν με ερωτήματα πελατών για εκδρομές.
• Δεν υπήρξε καμία απόδειξη ότι τα μηνύματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν εμπορικά ή προωθήθηκαν σε τρίτους.
• Τα περισσότερα μηνύματα περιείχαν εσωτερικές συνομιλίες και καταγραφές των τριβών μεταξύ των εταίρων.
• Η εναγόμενη δεν αρνήθηκε την αποστολή των email και εξήγησε ότι προωθούσε τα δεδομένα για προσωπική νομική τεκμηρίωση ενόψει πιθανών αξιώσεων για δυσμενή μεταχείριση από τις πρώην συνεργάτιδές της.
• Ο συμβίος της, στον οποίο απευθύνονταν τα μηνύματα, δεν είχε δραστηριότητα σε πολωνόφωνο κοινό και δεν γνώριζε την πολωνική γλώσσα, γεγονός που καθιστούσε απίθανη την ύπαρξη πρόθεσης «υφαρπαγής» πελατών.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι καμία από τις ενέργειες της εναγόμενης δεν παραβίασε το άρθρο 13 του καταστατικού, που όριζε τις υποχρεώσεις πίστης του διαχειριστή.
Με όλα τα ανωτέρω, η Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε καμία ουσιαστική παράβαση από πλευράς της εναγόμενης.