Εχουν αυξηθεί τα κρούσματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας

Πάνω από 10.000 είναι οι ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής, με τα ποσοστά να αυξάνονται διαρκώς, σύμφωνα με συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε η Ελληνική Ακαδημία Νευροανοσολογίας. Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι ένα επίκτητο, αυτοάνοσο χρόνιο νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος, χωρίς συγκεκριμένες αιτίες εμφάνισης, με τους περισσότερους ασθενείς να είναι άτομα του γυναικείου φύλου.
Σύμφωνα με επίσημες μελέτες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των νοσούντων ξεπερνά τα 2.500.000, ενώ στην Ευρώπη υπολογίζονται περίπου 500.000 τα άτομα, που πάσχουν από τη συγκεκριμένη νόσο.
Τα συμπτώματα της ασθένειας παρουσιάζουν μια ποικιλομορφία ανάλογα με τις περιοχές του νευρικού συστήματος που προσβάλλονται και η διάγνωση πραγματοποιείται σχετικά εύκολα μέσω κλινικών και εργαστηριακών εξετάσεων.
Σχετικά με το μέγεθος της έξαρσης της νόσου σε τοπικό επίπεδο, ο νευρολόγος κ. Ιωάννης Κλιάφας, δήλωσε στη «δ»: “Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ιδιαίτερη αύξηση του φαινομένου στη Ρόδο, ειδικά στις γυναίκες. Τα συμπτώματα της ασθένειας συνήθως ποικίλουν ανάλογα με τη βλάβη αλλά τα πιο συνήθη είναι το μούδιασμα των άκρων, το αίσθημα της αδυναμίας, η απώλεια της κεντρικής οράσεως και η διπλωπία. Η ασθένεια διαγιγνώσκεται με τις κατάλληλες εξετάσεις και έπειτα ακολουθείται η απαραίτητη αγωγή. Παρά το γεγονός ότι η νόσος δεν είναι κληρονομική, ωστόσο έχουν σημειωθεί κάποια περιστατικά οικογενειακών κρουσμάτων. Μέχρι σήμερα δεν έχουν εξακριβωθεί τα αίτια εμφάνισής της, όμως υπάρχει η αντίληψη ότι πιθανότατα μεταξύ των υπολοίπων παραγόντων ευθύνεται και ο ιός της ιλαράς. Πλέον υπάρχουν πολλές και ισχυρές αγωγές, οι οποίες διατηρούν σε καλή κατάσταση τον ασθενή. Εκτός από τις περιπτώσεις ραγδαίας μορφής της νόσου, όπου διαρκώς επιδεινώνεται, συνήθως ανάλογα πάντα με τη μορφή της παθήσεως, τα συμπτώματα μπορεί ακόμη και να υποχωρήσουν, χωρίς βέβαια να επέλθει οριστική ίαση. Θνησιμότητα συνήθως δεν καταγράφεται εξαιτίας της ασθένειας, αλλά είναι πολύ πιθανό να επέλθει από άλλους παράγοντες που συνδέονται με τη σκλήρυνση κατά πλάκας, όπως διάφορες λοιμώξεις σε άτομα με βαριά αναπηρία”.
Σχετικά με το ζήτημα ο νευρολόγος κ. Νικόλαος Αϊβαλής δήλωσε: “Τα κρούσματα είναι διαρκώς αυξανόμενα και αφορούν συνήθως άτομα 20 έως 30 ετών. Ακόμη δεν υπάρχουν σαφή μέτρα πρόληψης της νόσου. Μόνο σε περιπτώσεις ατόμων που ήδη θεωρούνται πάσχοντες παρέχονται, εκτός από τη φαρμακευτική αγωγή, οδηγίες προκειμένου να μην υποτροπιάζουν. Οι αγωγές που χορηγούνται στους ασθενείς έχουν εξελιχθεί σημαντικά και στοχοποιούν στην τροποποίηση της έντασης της νόσου. Είναι άλλωστε γεγονός ότι τα αποτελέσματα των νέων θεραπευτικών μεθόδων είναι εξαιρετικά, αφού έχουν μειωθεί σημαντικά και τα ποσοστά θνησιμότητας”.
Για τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης της ασθένειας μίλησε ο νευρολόγος κ. Βασίλειος Καραγιάννης, ο οποίος δήλωσε: “Είναι υψίστης σημασίας η έγκαιρη διάγνωση της νόσου, διότι όσο πιο γρήγορα ξεκινήσει ένας ασθενής τη θεραπεία, τόσο πιο ικανοποιητικά θα είναι τα αποτελέσματα της φαρμακευτικής αγωγής. Συνήθως για τη διάγνωση της νόσου πραγματοποιείται ένας συνδυασμός διαγνωστικών κριτηρίων. Η κλινική εικόνα, η μαγνητική τομογραφία και άλλες εργαστηριακές εξετάσεις αποτελούν τα κριτήρια στα οποία στηρίζεται η διάγνωση, είτε είναι θετική, είτε αρνητική. Τα συμπτώματα, που ως επί το πλείστον εμφανίζονται στην αρχή της νόσου, είναι αρκετά και αφορούν στην περιοχή του κεντρικού νευρικού συστήματος που έχει προσβληθεί. Κυρίως απώλεια της όρασης από το ένα μάτι, διαταραχές της αισθητικότητας και παράλυση σε κάποιο μέρος ή και σε όλο το σώμα αν προσβληθεί ο νωτιαίος μυελός, είναι τα πιο συνήθη συμπτώματα που οδηγούν τον ασθενή στο γιατρό. Βέβαια, στην πορεία η επιδείνωση μπορεί να είναι χρόνια και καθημερινή, εάν δεν διαγνωσθεί η ασθένεια, προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα.
Τέλος, αναφορικά με τη μέριμνα που θα έπρεπε να λαμβάνεται από τους αρμόδιους φορείς για την αντιμετώπιση του φαινομένου, και ουσιαστικά για την παροχή βοήθειας στους ασθενείς, ο κ. Β. Μ. Καραγιάννης υπογράμμισε: “Είναι λυπηρό το γεγονός ότι παρά τη σοβαρότητα του θέματος, οι αρμόδιοι φορείς δεν έχουν λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να παρέχεται ουσιαστική βοήθεια στους πάσχοντες. Αντιθέτως, παρατηρείται έλλειψη των απαραίτητων κοινωνικών δομών που έχουν ως απόρροια τη διαρκή ταλαιπωρία των ασθενών”.