Απερρίφθη η αγωγή κατά του Νοσοκομείου

Με την υπ΄αριθμ. 44/2013 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου απορρίρφθηκε η αγωγή δύο κατοίκων της Ρόδου κατά του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και του Ελληνικού Δημοσίου με την οποία διεκδικούσαν συνολικά 450.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του τέκνου της πρώτης και εγγονής της δεύτερης.
Το ιστορικό της υπόθεσης σύμφωνα με την απόφαση έχει ως εξής:
Στις 25.6.2004 η πρώτη ενάγουσα, ευρισκόμενη στον έβδομο μήνα κυήσεώς της, κατά τη διάρκεια της οποίας παρακολουθείτο από υπηρετούσα στο Νοσοκομείο γυναικολόγο-μαιευτήρα, γέννησε ένα κορίτσι. Το βρέφος, λόγω του πρόωρου τοκετού, τοποθετήθηκε σε θερμοκοιτίδα για διάστημα πέντε ημερών και ακολούθως παρέμεινε επί μία εβδομάδα στο Παιδιατρικό Τμήμα του Νοσοκομείου, όπου το παρακολουθούσε παιδίατρος, χωρίς να διαπιστώσει κάτι το ανησυχητικό σχετικά με την κατάσταση της υγείας του, την δωδέκατη δε ημέρα έλαβε εξιτήριο, με βούληση της μητέρας του, παρά την αντίθετη γνώμη των ιατρών, οι οποίοι συνέστησαν την παραμονή του για περαιτέρω πρόσληψη βάρους και ολοκλήρωση του ελέγχου.
Στη συνέχεια, η πρώτη ενάγουσα επισκέφτηκε ιδιώτη παιδίατρο ο οποίος δεν παρατήρησε κάποιο πρόβλημα στην ανάπτυξη του νεογνού. Ωστόσο, μετά την πάροδο σαράντα δύο ημερών από τη γέννησή του, το βρέφος παρουσίασε υψηλό πυρετό και διάταση κοιλίας, οπότε η μητέρα του επισκέφτηκε εκ νέου τον παιδίατρο, ο οποίος τους παρέπεμψε αμέσως στο Νοσοκομείο. Από εκεί, αφού έγιναν οι πρώτες εξετάσεις μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στο Νοσοκομείο Ηρακλείου, όπου διαπιστώθηκε ηπατικός όγκος.
Στις 17.8.2004 το νεογνό κατέληξε με γενικευμένη αιμορραγία, ανουρία και πολυοργανική ανεπάρκεια.
Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι τόσο η γυναικολόγος όσο και η παιδίατρος δεν εκτίμησαν ορθά το ιατρικό ιστορικό, δεν προέβησαν στις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις και κατ’επέκταση σε ορθή διάγνωση, με αποτέλεσμα την επέλευση του θανάτου του προώρως γεννηθέντος βρέφους. Συγκεκριμένα, όπως ισχυρίζονται, η πρώτη εξ αυτών παρέλειψε να διενεργήσει υπέρηχο β΄ επιπέδου και γαστρεντερολογικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια της κυήσεώς της, η δε δεύτερη δεν προέβη σε υπέρηχο α΄ και β΄ επιπέδου, ούτε σε γαστρεντερολογικές εξετάσεις, διατήρησε το βρέφος σε θερμοκοιτίδα μόνο για τέσσερεις ημέρες, ενώ κατά την επανεισαγωγή του στο νοσοκομείο δεν το υπέβαλε σε μαγνητική και αξονική τομογραφία.
Αντιθέτως, το νοσοκομείο υποστηρίζει ότι δεν συνέτρεξε παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του, αιτιωδώς συνδεόμενη με το θάνατο του βρέφους, ο οποίος, όπως προέκυψε από τη διενεργηθείσα βιοψία ήπατος, επήλθε συνεπεία πολυοργανικής ανεπάρκειας και όγκου ύπατος, που, σύμφωνα με τη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία είναι σπάνιος σε έμβρυα, εξελίσσεται ταχέως μετά τη γέννηση, ως προς το μέγεθος και τη βαρύτητα, και έχει υψηλό ποσοστό θνησιμότητας στα νεογνά.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση κατά την παραμονή του νεογνού στο νοσοκομείο της Ρόδου δεν διαγνώστηκε η νόσος, πιθανώς διότι ήταν στο αρχικό στάδιο και δεν ψηλαφόταν το ήπαρ διογκωμένο, πράγμα που θα έκανε τον παιδίατρο να υποπτευθεί τη νόσο και να προχωρήσει στον εργαστηριακό έλεγχο. Επίσης, μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, κατά την πρώτη επίσκεψη σε ιδιώτη παιδίατρο αναγράφεται στο βιβλιάριο υγείας του παιδιού ότι δεν παρατηρείται κάτι το παθολογικό στο νεογνό. Όμως, κατά τη δεύτερη επίσκεψη στον ιδιώτη παιδίατρο, σε ηλικία 42 ημερών, διαπιστώθηκε μεγάλη διόγκωση του ήπατος, που τον ανησύχησε πολύ και το παρέπεμψε στο νοσοκομείο της Ρόδου. ¶ρα η καθυστέρηση στην υποψία της διάγνωσης της νόσου οφείλεται, σύμφωνα με τα διεθνή βιβλιογραφικά δεδομένα, στο ό,τι η νόσος σπάνια είναι εμφανής από τη γέννηση και τα περισσότερα γίνονται κλινικά εμφανή μετά τον πρώτο μήνα ζωής, λόγω της ταχείας ανάπτυξής τους.
Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι προβλέψιμη η ηπατική δυσπλασία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά ούτε και είναι δυνατή επέμβαση στο έμβρυο, το οποίο εγεννήθη πρόωρα μετά από αυτόματη έναρξη τοκετού και απέρριψε την αγωγή.