Τοπικές Ειδήσεις

Οι μαχητές της Ρόδου: «Εψαχνα να βρω ανάσα»

Ηφωτιά στη Ρόδο μετρούσε ήδη επτά ημέρες και συνέχιζε ακάθεκτη όταν ο Νίκος Νικολέττος και άλλοι κάτοικοι του νησιού έφθασαν πάνω σε καρότσες αγροτικών στο Ασκληπιείο. Είχαν ακούσει ήδη για δύο σπίτια με ξύλινες οροφές που κινδύνευαν και ήθελαν να περισώσουν ό,τι μπορούσαν. Τα μεγάλα πυροσβεστικά οχήματα δεν χωρούσαν στα καντούνια. Το χωριό είχε μείνει χωρίς νερό, οι εθελοντές δεν μπορούσαν να ανεφοδιάσουν τα βυτία από τις αυλές και έπρεπε να γεμίζουν από τη θάλασσα, πέντε χιλιόμετρα μακριά. Ηταν στενά στη γειτονιά που επιχειρούσαν, οι προσβάσεις περιορισμένες. «Ανεβαίναμε από ταράτσα σε ταράτσα, σπάγαμε εισόδους, κατεβάζαμε πέργκολες», λέει. «Είδα σπίτια να καίγονται».

Είχε βρεθεί και σε άλλα πυρόπληκτα σημεία του νησιού, μαζί με συντοπίτες του, σε μια αναμέτρηση με τη φωτιά που έμοιαζε να μην έχει τελειωμό. Στις 19 Ιουλίου, δεύτερη ημέρα πυρκαγιάς, πήγε μαζί με δεκάδες εθελοντές στον Προφήτη Ηλία, σε μια απότομη πλαγιά, και έριχναν χώμα πάνω στην καρβουνιασμένη γη. Βρέθηκε και στο Γεννάδι, όπου σχημάτισαν ανθρώπινη αλυσίδα για να προσεγγίσουν με τη μάνικα μια εστία, βοηθώντας επαγγελματίες πυροσβέστες που είχαν εξουθενωθεί από την πολυήμερη μάχη στο μέτωπο.

Mια από αυτές τις ημέρες περιγράφει ότι περικυκλώθηκε από τον καπνό. Φορούσε μια μάσκα για την COVID-19 που δεν του παρείχε την καλύτερη δυνατή προστασία για αυτές τις συνθήκες. «Εψαχνα να βρω ανάσα. Εκανα ένα βήμα δεξιά, δεν έβρισκα, ένα βήμα αριστερά, δεν έβρισκα», λέει. «Το δάσος το αγαπάμε, δεν θα το ξεπεράσουμε εύκολα αυτό που συνέβη. Ειδικά τα παιδιά που κατάγονται από αυτές τις περιοχές και θα βλέπουν τα καμένα κάθε μέρα».

Στα Απόλλωνα
Στις 18 Ιουλίου, σύμφωνα με την Πυροσβεστική, δηλώθηκε στις 19.11 πυρκαγιά σε περιοχή κοντά στα Απόλλωνα της Ρόδου. Τότε κυκλοφόρησε η πληροφορία ότι η φωτιά ξεκίνησε από παλιό σκουπιδότοπο και επεκτάθηκε σε δάσος, κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει επιβεβαιωθεί από την αρμόδια αρχή. Κατά μια άλλη εκδοχή, η αρχική εστία ήταν σε χαράδρα, η οποία κατάληγε σε παρθένο δάσος.

Ο Παναγιώτης Εγγλέζος, επικεφαλής της Εθελοντικής Ομάδας Αντιμετώπισης Καταστροφών Σαλάκου, λέει ότι με τη συνδρομή συντοπιτών τους που τους τροφοδοτούσαν με νερό κράτησαν τη φωτιά μακριά από το χωριό την επόμενη ημέρα. Στο σημείο είχε βρεθεί και ο Βασίλης Μαυρίκος, ζαχαροπλάστης στο επάγγελμα, που είχε έρθει μαζί με άλλους κατοίκους από τη Λίνδο για να βοηθήσει. «Με φτυάρια και αξίνες κάναμε μικρές αντιπυρικές ζώνες για να ανακόψουμε τη φωτιά, οι άνεμοι ήταν σχετικά καλοί. Την επομένη, όμως, αναζωπυρώθηκε».

 

Τα εναέρια μέσα που είχαν επιχειρήσει κατά τις πρώτες ημέρες δεν κατάφεραν να ανακόψουν την πορεία της φωτιάς, η οποία βρήκε μπροστά της άφθονη καύσιμη ύλη. Σε δηλώσεις του, εκπρόσωπος της τοπικής αυτοδιοίκησης, στις 19 Ιουλίου, καθησύχαζε λέγοντας ότι δεν υπήρχε απειλή για το τουριστικό κομμάτι του νησιού και το πρόβλημα εντοπιζόταν στον ορεινό όγκο. Η εξέλιξη, όμως, αποδείχθηκε διαφορετική.

Η μεγάλη εκκένωση
Η φωτιά έφθασε μέχρι τη θάλασσα, καταστρέφοντας ολοσχερώς ένα μπαρ στην παραλία της Γλύστρας. Στο Κιοτάρι, ένα από τα πιο ανεπτυγμένα τουριστικά σημεία στη νότια Ρόδο, πλάι σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες αντικρίζεις πλέον καμένη γη. Συναντάμε τον υπεύθυνο ξενοδοχείου που έχει υποστεί φθορές. Ζητάει να μη δημοσιευθεί το όνομά του, ούτε της επιχείρησης, καθώς ακόμη δεν έχουν καταγραφεί όλες οι ζημιές και εκκρεμεί η συνεννόηση με την ασφαλιστική εταιρεία.

«Μας ρωτούσαν οι τουρίστες τι συμβαίνει. Κάθε πρωί διαβάζαμε ότι η φωτιά είναι σε ύφεση και κάθε βράδυ τη βλέπαμε και ένα λόφο πιο κοντά», λέει. Το πρωί του Σαββάτου 22 Ιουλίου, ο καπνός είχε πλησιάσει απειλητικά. Το μεσημέρι στάλθηκε μήνυμα για εκκένωση του χωριού Λάρδου και κάποια μέλη του προσωπικού έφυγαν για τα σπίτια τους. «Μετά άλλαξε ο αέρας και η φωτιά κατέβηκε γρήγορα», περιγράφει ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου. Λέει ότι δόθηκε εντολή για εκκένωση της περιοχής και μετακίνηση χιλιάδων τουριστών αρχικά προς Γεννάδι, στα έξι χιλιόμετρα μακριά, χωρίς διευκρίνιση όμως για το πώς θα μεταβούν εκεί.

Εξηγεί ότι οι επιχειρήσεις της περιοχής είχαν σχέδιο πυρασφάλειας, αλλά για να αντιμετωπίσουν μια φωτιά που θα ξεσπούσε μέσα σε ξενοδοχείο, όχι στο δάσος. Διέθεταν κυρίως μίνι βαν, όχι λεωφορεία, οπότε η μαζική μετακίνηση τόσων τουριστών δεν ήταν απλή υπόθεση. Μετά την εκκένωση, στο ξενοδοχείο του έμειναν πίσω ο υπεύθυνος συντήρησης μαζί με πυροσβέστες για να αντιμετωπίσουν τις φλόγες. Κάποια στιγμή αργά το απόγευμα, όταν η φωτιά έδειχνε να τους κυκλώνει, κατέφυγαν σε κτίριο για να γλιτώσουν.

Νωρίτερα, μετά το σήμα του 112, αρκετοί τουρίστες διέφυγαν με τα πόδια, περπατώντας χιλιόμετρα μέσα στον ήλιο, ενώ άλλοι ανέβηκαν στις καρότσες αγροτικών. Υπήρξε πάντως και περίπτωση μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδας που μίσθωσε δύο λεωφορεία και έβαλε μέσα δύο μέλη του προσωπικού της για να συνοδεύσουν τους τουρίστες, όπως ανέφερε στην «Κ» ο Ελβετός Μαρσέλ Ζόσο, ο οποίος παραθέριζε στο Κιοτάρι με την οικογένειά του. Εκείνη την ημέρα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Αστυνομίας, 19.000 άνθρωποι μεταφέρθηκαν σε ασφαλή σημεία, εκ των οποίων οι 3.000 με πλωτά μέσα.

«Ο καπνός είναι ο ρουφιάνος της φωτιάς. Βλέπαμε πώς θα κινηθεί, είχαμε στήσει τα αυτοκίνητα και ξαφνικά με τον άνεμο άνοιγε νέο μέτωπο αλλού», λέει στέλεχος της Πυροσβεστικής.
Αρκετοί Ροδίτες με τους οποίους μίλησε η «Κ» θεωρούν ότι τότε, μόλις στις 22 Ιουλίου, όταν οι φλόγες απείλησαν τουριστικές υποδομές του νησιού, στράφηκε η προσοχή στον τόπο τους, παρότι η φωτιά έκαιγε ήδη τέσσερις ημέρες. Δυνάμεις της Πυροσβεστικής είχαν διασπαστεί εκείνη την εβδομάδα στα άλλα μεγάλα πύρινα μέτωπα της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ άνθρωποι που είχαν άμεση εικόνα του μετώπου στη Ρόδο από τις πρώτες κιόλας ημέρες, κάνουν λόγο για προβλήματα στον συντονισμό όσων πόρων ήταν άμεσα διαθέσιμοι.

Ντόπιοι έχουν μιλήσει στην «Κ» για την αυταπάρνηση πυροσβεστών στο πεδίο ή, για παράδειγμα, πώς κάτοικοι υπερασπίστηκαν τα Λάερμα με την καθοριστική συνδρομή του τοπικού πυροσβεστικού κλιμακίου. Παράλληλα, όμως, επισημαίνουν τις δυσκολίες όταν δυνάμεις από άλλες περιοχές της χώρας επιχειρούσαν σε ένα άγνωστο για εκείνες μέρος. Ενδεικτικά, ένας κτηνοτρόφος είπε ότι απέτρεψε στο μέτωπο τον εγκλωβισμό πυροσβεστικού οχήματος που όδευε προς αδιέξοδο.

Αφού δεν περιορίστηκε εγκαίρως, με την υποβοήθηση και ισχυρών ανέμων, η πυρκαγιά ξέφυγε το επόμενο διάστημα από κάθε έλεγχο, θυμίζοντας έως ένα βαθμό όσα είχαν συμβεί το 2021 στα χωριά της Εύβοιας. Για αρκετές ημέρες τα πρωινά υπήρχε αισιοδοξία ότι η κατάσταση θα αντιμετωπιστεί και το μεσημέρι προέκυπταν νέες μεγάλες αναζωπυρώσεις. Στη Ρόδο εκτιμάται ότι καταστράφηκαν πάνω από 188.000 στρέμματα, τα οποία αντιστοιχούν στο 13% της έκτασης του νησιού. Σε αυτά περιλαμβάνονται και πάνω από 21.900 στρέμματα προστατευόμενων εκτάσεων (περιοχές του δικτύου Natura, καθώς και καταφύγια άγριας ζωής). Αυτή η εκτίμηση για τις πληγείσες εκτάσεις δεν είναι ακόμη οριστική.

Η καμένη έκταση στη Ρόδο. Πηγή: COPERNICUS

Οσο η πυρκαγιά συνέχιζε ανεξέλεγκτα το έργο της, κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες για εμπρηστές. «Περιορίζαμε όσο μπορούσαμε τη φωτιά σε κάποια μέρη, μέχρι να κουραστούμε πάρα πολύ, και μετά ακούγαμε πληροφορίες για εμπρησμούς, για το “τάδε μηχανάκι ή το τάδε άτομο”. Σου δημιουργείται μια ανησυχία, ότι όλοι είναι ύποπτοι, καταλαβαίνετε την ατμόσφαιρα», λέει ο κ. Νικολέττος.

Τα βράδια, σε διάφορα σημεία του νησιού οργανώθηκαν περιπολίες πολιτών με βάρδιες μέχρι το ξημέρωμα. Σε κάποια χωριά, σύμφωνα με μαρτυρία ντόπιου στην «Κ», πολίτες σταμάτησαν για έλεγχο ακόμη και κατοίκους που επέστρεφαν στα σπίτια τους έπειτα από άλλες περιπολίες που έκαναν στα καμένα για να προλάβουν αναζωπυρώσεις.

Η έκταση της καταστροφής προκάλεσε σε μερίδα κόσμου καχυποψία, ενώ, στο ίδιο μήκος κύματος με αυτές τις προσεγγίσεις, ο δήμαρχος Ρόδου Αντώνης Καμπουράκης ανακοίνωσε ότι θα υποβάλει μήνυση κατ’ αγνώστων για εμπρησμό εκ προθέσεως. Παράλληλα, έχει ζητηθεί από τις εισαγγελικές αρχές του νησιού να διερευνηθούν τα αίτια της πυρκαγιάς, καθώς και αν οι αρμόδιες υπηρεσίες προέβησαν σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την έγκαιρη αντιμετώπισή της.

Στις 25 Ιουλίου, μία από τις διαδοχικές αναζωπυρώσεις απειλούσε το Βάτι. Ενώ δημοσιογράφοι και ντόπιοι είχαν εστιάσει το βλέμμα σε ένα μέτωπο που έκαιγε μια πλαγιά, ξαφνικά ξεπρόβαλαν μεγάλες φλόγες σε λόφο στην αντίθετη πλευρά. «Αυτό δεν είναι εμπρησμός;» φώναξε ένας κτηνοτρόφος με απόγνωση, ενώ άλλος συντοπίτης του προσπάθησε να τον καθησυχάσει, εξηγώντας ότι φωτιές δεν μπαίνουν μόνο από δόλο.

Στέλεχος της Πυροσβεστικής με προϋπηρεσία στην ΕΜΑΚ, που έφθασε στο νησί από την Αθήνα και είχε εικόνα της πυρκαγιάς εκείνη την ημέρα, λέει στην «Κ» ότι η νέα εστία έξω από το Βάτι είχε προκληθεί από κηλίδωση, δηλαδή «την εξακόντιση αναμμένων τεμαχίων καύσιμης ύλης» σε μεγάλη απόσταση από τον άνεμο. Μεταξύ των δύο μετώπων υπήρχε φυσικό χώρισμα, ξεροπόταμος πλάτους τουλάχιστον 400 μέτρων, καθώς και ο δρόμος που οδηγούσε στο χωριό. Κι όμως, η φωτιά μεταδόθηκε. «Μας δυσκόλευε το ανάγλυφο», λέει πυροσβέστης. «Το βουνό είναι κατακερματισμένο, έχει ρεματιές, λόφους, ξανά ρεματιές, πευκοδάσος και χαμηλή βλάστηση που φούντωνε και “έτρεχε” τη φωτιά».

 

Υπήρξαν και στιγμές που οι δυνάμεις πυρόσβεσης φαίνεται πως αιφνιδιάστηκαν. Περίμεναν, όπως αναφέρθηκε στην «Κ», παρατεταγμένοι την πυρκαγιά να φθάσει σε ένα σημείο, όμως εκείνη έπαιρνε άλλη κατεύθυνση. «Ο καπνός είναι ο ρουφιάνος της φωτιάς», λέει στέλεχος της Πυροσβεστικής. «Βλέπαμε πώς θα κινηθεί, είχαμε στήσει τα αυτοκίνητα και ξαφνικά με τον άνεμο άνοιγε νέο μέτωπο αλλού. Συνέβη στα Λάερμα και όταν πήγε και προς το Κιοτάρι. Είχαμε στήσει όλα τα φορτηγά, την εγκατάσταση με τους σωλήνες, και είδαμε τη φωτιά να τραβερσάρει. Επρεπε να μαζέψουμε όλο το δίκτυο και να μεταφερθούμε αλλού», λέει.

Η αυτοοργάνωση
Τις προσπάθειες Ελλήνων και ξένων πυροσβεστών ενίσχυαν σημαντικά όλες αυτές τις ημέρες και ντόπιοι εθελοντές. Αυτοοργανώθηκαν κυρίως μέσω μιας σελίδας στο Facebook, τον «Κυκλώνα Ρόδου», που αριθμεί πλέον πάνω από 50.000 μέλη. Φαίνεται πως δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 2012 για να μοιράζονται μετεωρολογικές προγνώσεις για τη Ρόδο και τα υπόλοιπα νησιά των Δωδεκανήσων. Μετά τις 18 Ιουλίου, όμως, τα μέλη της, που όλο και αυξάνονταν, αναρτούσαν πληροφορίες για αναζωπυρώσεις. Μέσω της σελίδας έκλειναν ραντεβού για να μεταβούν στο μέτωπο ή για να σβήσουν «καντηλάκια» στην καμένη γη. Κάποιοι μοιράζονταν το τηλέφωνό τους για να φιλοξενήσουν εκτοπισμένους ντόπιους ή τουρίστες ή ρωτούσαν πού υπάρχει ανάγκη για παροχή νερών, ισοτονικών και τροφίμων.

Ο Θανάσης Μακριάς είναι ένας από τους ντόπιους που συμμετείχε σε παρόμοιες δράσεις. Οπως λέει, μετέφερε με το αγροτικό του τουρίστες κατά την εκκένωση στο Κιοτάρι και μια άλλη βραδιά άνοιγε με κατοίκους αντιπυρικές ζώνες για να μη φθάσει η φωτιά προς Μαλώνα.

Ο 65χρονος Αμερικανός φωτογράφος Μάικλ Χέλερ συντονίστηκε μέσω Facebook με τους εθελοντές και τους ακολούθησε στα μέτωπα τρεις βραδιές. Τον τελευταίο χρόνο ζει μόνιμα στη Ρόδο, ενώ στην πατρίδα του επί 32 έτη υπήρξε εθελοντής πυροσβέστης. «Είναι τραγικό, είχα επισκεφθεί παλιότερα αυτά τα χωριά και κανείς δεν ήθελε να δει τα δάση τους να καίγονται», λέει.

Υπεύθυνος ξενοδοχείου στο Γεννάδι, όπου φιλοξενήθηκαν για κάποιο διάστημα πυροσβέστες από το εξωτερικό, λέει πως όταν το νησί κηρύχθηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ακυρώθηκαν κρατήσεις. «Υπάρχει μια ανησυχία εάν είναι ασφαλές να έρθουν στη Ρόδο για διακοπές. Γι’ αυτό χρειάζεται να δοθεί έμφαση προς το εξωτερικό ότι παρά τη μεγάλη καταστροφή δεν είχαμε ανθρώπινες απώλειες», αναφέρει και επισημαίνει ότι η πυρκαγιά έπληξε το νησί τη χειρότερη στιγμή για τον τουρισμό. «Το τραύμα θα είναι διπλό, και οικονομικό και οικολογικό», λέει.

Πηγή kathimerini.gr

Γιάννης Παπαδόπουλος

 

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου