• Η νύχτα που οι Ιταλοί συνέλαβαν τους Έλληνες της Ρόδου και τους φυλάκισαν στο «Concentramento»
Hταν τρεις τα ξημερώματα της Δευτέρας, 28 Οκτωβρίου 1940, όταν ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, επισκέφθηκε στο σπίτι του τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά και του παρέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Ο Μεταξάς, μετά την ανάγνωση, στράφηκε προς τον πρέσβη και είπε στα γαλλικά: «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο» και λίγο αργότερα, τη φράση που θα γινόταν σύμβολο: «ΟΧΙ!» Την ίδια ώρα, στα Δωδεκάνησα, η Ρόδος κοιμόταν. Όμως για τους κατοίκους της, η 28η Οκτωβρίου δεν ξημέρωσε απλώς ως ημέρα πολέμου, ξημέρωσε ως μέρα συλλήψεων και τρόμου. Ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Δωδεκανήσου, ο διαβόητος τετράρχης του φασισμού Τζεζάρε Μαρία Ντε Βέκκι, είχε ήδη λάβει εντολή από τη Ρώμη να «προλάβει» κάθε κίνηση ελληνικής αντίδρασης.
Το πρωί εκείνο, οι Ιταλοί καραμπινιέροι εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επιχείρηση σε όλη τη Ρόδο. Οι στρατιώτες εισέβαλαν στα σπίτια πριν ακόμη χαράξει. Οι άνδρες ξύπνησαν έντρομοι από το χτύπημα στις πόρτες, πολλοί συνελήφθησαν με τις πιτζάμες τους, χωρίς εξήγηση, χωρίς καν να προλάβουν να ντυθούν. Όλοι οι Έλληνες υπήκοοι ηλικίας 18 έως 60 ετών, φυλακίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που στήθηκε πρόχειρα στην τάφρο, το περιβόητο «Concentramento».
Το κολαστήριο της τάφρου
Σε λίγες ώρες, εκατοντάδες Ροδίτες, πατέρες και νέοι, βρέθηκαν στοιβαγμένοι στην υγρή τάφρο του μεσαιωνικού κάστρου, χωρίς να γνωρίζουν τι τους περίμενε. Οι συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο ήταν απάνθρωπες. Δεν υπήρχαν κρεβάτια, ούτε επαρκής χώρος ή τροφή. Οι βροχές του Οκτωβρίου μετέτρεψαν την τάφρο σε λασπότοπο. Οι ασθένειες εξαπλώθηκαν γρήγορα, ενώ η εξάντληση και η πείνα λύγιζαν τους κρατουμένους. Μέσα στην καταχνιά, όμως, γεννήθηκε ένα κύμα αλληλεγγύης.
Οι κάτοικοι της Ρόδου οργάνωσαν εράνους και συγκέντρωναν τρόφιμα και ρούχα για τους αιχμαλώτους. Πρωτοστάτησαν ο αρχιδιάκονος Απόστολος Παπαϊωάννου (μετέπειτα Μητροπολίτης Καρπάθου-Κάσου), ο αδελφός του Μανώλης Παπαϊωάννου, ο ιερέας Αναστάσιος Κυριατσούλης, ο Μανώλης Παπαναστάσης, οι αδελφοί Λάζαρος και Νικόλαος Τηλιακός και ο Μανώλης Μπακίρης. Αυτό που ξεκίνησε ως φιλανθρωπική πρωτοβουλία εξελίχθηκε σύντομα σε πατριωτική οργάνωση που συντόνιζε βοήθεια, ενίσχυε το ηθικό των εγκλείστων και κατέγραφε τις παραβιάσεις των Ιταλών. Μετά από διεθνείς πιέσεις και παρέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν προσωρινά στους στάβλους της φασιστικής νεολαίας, τα γνωστά «Αλογάκια», στο κέντρο της πόλης.

Μια «ήπια κατοχή» που δεν ήταν ποτέ ήπια
Η ιταλική κατοχή στα Δωδεκάνησα (1912–1943) παρουσιάζεται συχνά, λανθασμένα, ως περίοδος ήπιας διακυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, η πολιτική που εφάρμοσαν οι Ιταλοί (ιδίως μετά την άνοδο του φασισμού) ήταν μια προμελετημένη απόπειρα εθνολογικής αλλοίωσης και αφελληνισμού. Στην αρχή, επί διοίκησης Μάριο Λάγκο (1923–1936), οι Ιταλοί επεδίωξαν να κερδίσουν τις τοπικές κοινωνίες μέσω έργων, εξωραϊσμών και αρχαιολογικών αποκαταστάσεων, προβάλλοντας τη «λατινική αποστολή πολιτισμού». Όμως αυτή η επίφαση προόδου κάλυπτε έναν καλά μελετημένο στόχο: τη σταδιακή αποδυνάμωση της ελληνικής ταυτότητας των κατοίκων. Όταν ανέλαβε ο Ντε Βέκκι, ο μανδύας της ήπιας πολιτικής έπεσε. Ξεκίνησε ένα σκληρό πρόγραμμα εκφασισμού και αφελληνισμού. Η ελληνική γλώσσα εκδιώχθηκε από τη δημόσια διοίκηση, οι ελληνικοί δήμοι διαλύθηκαν, και τα σχολεία τέθηκαν υπό ιταλικό έλεγχο. Τα παιδιά υποχρεώνονταν να διδάσκονται ιταλικά, να φορούν στολές της φασιστικής νεολαίας και να αποδίδουν τιμές στον Μουσολίνι. Η οργάνωση των Balilla στρατολογούσε ανήλικους με στόχο να δημιουργήσει «νέους Ιταλο-δωδεκανήσιους».
Η ιταλική διοίκηση επιχείρησε να αλλάξει τη μνήμη και την εικόνα του τόπου. Οδοί και οι πλατείες ιταλοποιήθηκαν, τα ελληνικά τοπωνύμια αντικαταστάθηκαν, οι δημόσιες επιγραφές γράφονταν μόνο στα ιταλικά. Η ανάρτηση της ελληνικής σημαίας απαγορεύθηκε, ενώ ακόμη και η χρήση του όρου «Έλληνας» σε δημόσιες περιστάσεις θεωρούνταν ύποπτη. Η Ρόδος προβαλλόταν ως «το λαμπρότερο μαργαριτάρι της ιταλικής Μεσογείου». Όμως πίσω από τη βιτρίνα των αναστηλωμένων μνημείων, κρυβόταν η προσπάθεια να σβηστεί το ελληνικό παρελθόν του νησιού.

Η Εκκλησία υπό διωγμό
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, θεματοφύλακας της ελληνικής συνείδησης, δέχτηκε σφοδρή πίεση. Οι Ιταλοί προσπάθησαν να αποκόψουν τα Δωδεκάνησα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ιδρύοντας την «Αυτόνομη Εκκλησία Δωδεκανήσου», υπό ιταλική εποπτεία. Ήταν μια κίνηση με ξεκάθαρο πολιτικό στόχο, να απομονώσουν πνευματικά τον ελληνικό πληθυσμό. Οι ιερείς που αντιστάθηκαν εξορίστηκαν ή τέθηκαν υπό παρακολούθηση.
Ωστόσο, μέσα από τους ναούς και τα κατηχητικά, η Εκκλησία κράτησε ζωντανή τη γλώσσα, την πίστη και την ελληνική ταυτότητα. Μετά τον πόλεμο, διαδόθηκε ο «μύθος» της ήπιας ιταλικής κατοχής, ως μιας περιόδου πολιτισμού και ανοχής. Όμως για τους Δωδεκανήσιους, η κατοχή αυτή ήταν ένας πόλεμος εναντίον της ψυχής. Οι Ιταλοί μπορεί να μην άφησαν πίσω τους καμένα χωριά, άφησαν όμως γενιές ανθρώπων που έζησαν υπό τη βουβή απειλή της αφομοίωσης. Ο αφελληνισμός τους δεν επιβλήθηκε με όπλα, αλλά με σχολικά βιβλία, επιγραφές και διοικητικές σφραγίδες.

Η μεταπολεμική δικαίωση
Μετά την απελευθέρωση, το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου (1945) κατέγραψε τα ιταλικά εγκλήματα ως :α) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, β) πολιτικά εγκλήματα, που περιελάμβαναν το σχέδιο διαμελισμού της Ελλάδας και τον συστηματικό αφελληνισμό των Δωδεκανήσων, γ) εγκλήματα οικονομικής φύσης. Ανάμεσα στα τεκμήρια περιλαμβανόταν και η υπόθεση του στρατοπέδου «Concentramento» της Ρόδου, ένα σύμβολο καταπίεσης αλλά και αντίστασης. Η ιταλική κατοχή υπήρξε, τελικά, πιο επώδυνη από τη γερμανική, γιατί στόχευσε όχι στα σώματα, αλλά στις συνειδήσεις. Κι όμως, δεν πέτυχε.
Οι κάτοικοι της Ρόδου, της Κω, της Καλύμνου, της Σύμης, της Χάλκης και όλων των νησιών κράτησαν αναμμένη τη φλόγα του ελληνισμού. Έτσι, όταν το 1948 τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν επίσημα με την Ελλάδα, η πράξη αυτή δεν ήταν μόνο πολιτική, ήταν ηθική δικαίωση ενός λαού που αντιστάθηκε σιωπηλά, αλλά ακατάβλητα, σε τρεις δεκαετίες εθνολογικής πίεσης και ξένης κυριαρχίας.



















