Ειδήσεις

Η Ολομέλεια του Σ.τ.Ε. δεν δεσμεύεται από την απόφαση της 7μελούς σύνθεσης για τον ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ

Με αφορμή νέα δημοσιεύματα στα οποία αναπαράγονται τα όσα είχε αποκαλύψει πρώτη “η δημοκρατική” αναδημοσιεύουμε δισέλιδο άρθρο μας, της 4ης Δεκεμβρίου 2013…

Ολόκληρο το σκεπτικό των υπ’ αριθμ. 3930 και 3931/2013 αποφάσεων του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σε 7μελή σύνθεση με τις οποίες αποφασίζεται η παραπομπή του θέματος της συνταγματικότητας του Δημοτικού Φόρου στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω μείζονος σπουδαιότητας και αρμοδιότητας, φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας η “δημοκρατική”.

Οι αποφάσεις του δικαστηρίου δεν είναι αμετάκλητες, δεν παράγουν δεδικασμένο και φυσικά δεν έχουν έννομα αποτελέσματα.
Στις τάξεις του Επιμελητηρίου Δωδεκανήσου, που δεν ενεπλάκη στην ένδικη διαφορά η οποία οδήγησε στην έκδοση των ως άνω αποφάσεων, έχει ξεκινήσει στο μεταξύ να αναπτύσσεται κίνημα “δεν πληρώνω ΔΗΦΟΔΩ”.
Η κρίση όμως του δικαστηρίου δεν δεσμεύει την Ολομέλεια και ουσιαστικά η εκδίκαση της υπόθεσης επαναλαμβάνεται.

Εν πάση περιπτώσει το δικαστήριο συνεδρίασε με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι.
Εξέτασε την από 31 Ιουλίου 2006 αίτηση της Κοινοπραξίας με την επωνυμία “Κοινοπραξία Νοσοκομείου Ρόδου ΤΕΡΝΑ Α.Ε. – ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε. – ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε. – J & P ΑΒΑΞ Α.Ε. – IMEC GMBH” και το διακριτικό τίτλο «Κοινοπραξία Κατασκευής Νοσοκομείου Ρόδου», όπως μετονομάσθηκε η Κοινοπραξία με την επωνυμία «ΓΕΚ Α.Ε. – ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ Α.Ε. – Α.Τ.Ε. ΓΝΩΜΩΝ Α.Ε. – ΑΒΑΞ Α.Ε. – IMEC GMBH», η οποία παρέστη με τους δικηγόρους Σπυρίδωνα Μαράτο και Φιλιώ Μεντή κατά του Δήμου Ρόδου, ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους Θεόδωρο Παπαγεωργίου και Γλυκερία Σιούτη.
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
“Επειδή, μετά την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, στις 31-3-1947, με τις διατάξεις των άρθρων 2 του α.ν. 798/1948 (Α’ 248) διατηρήθηκαν «προσωρινώς» σε ισχύ οι διατάξεις των 187/1938 και 132/1939 Τοπικών Κυβερνητικών Διαταγμάτων της Ιταλικής Διοικήσεως περί επιβολής τοπικού φόρου κατανάλωσης υπέρ των δήμων και κοινοτήτων της Δωδεκανήσου επί των εισαγομένων σ’ αυτήν εμπορευμάτων, καθώς και των εξαγομένων από αυτήν, αναστελλομένης της ισχύος των αντιστοίχων διατάξεων του Κώδικος Δήμων και Κοινοτήτων. Στην συνέχεια, όταν, με τις διατάξεις του α.ν. 1910/1951 (Α’ 221) ρυθμίσθηκαν τα των εσόδων όλων των δήμων και κοινοτήτων της Χώρας, περιλαμβανομένης, συνεπώς, και της Δωδεκανήσου, με το άρθρο 79 ορίσθηκε ειδικότερα ότι διατηρούνταν σε ισχύ οι υπέρ των Δήμων και Κοινοτήτων της Γεν. Διοικήσεως Δωδεκανήσου εισπραττόμενοι φόροι, τέλη και δικαιώματα, περί των οποίων δεν προέβλεπε ο νόμος αυτός, και οι οποίοι επιτρεπόταν να καταργηθούν με βασιλικό διάταγμα, το οποίο, πάντως, ποτέ δεν εκδόθηκε. Συνεπώς, υπό το καθεστώς αυτό, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης της Δωδεκανήσου, επιπλέον των προβλεπόμενων από τις πάγιες ρυθμίσεις περί δήμων και κοινοτήτων εσόδων, συνέχιζαν να απολαμβάνουν και του προαναφερθέντος ειδικού τοπικού φόρου κατανάλωσης, κρίθηκε δε ότι η διατήρηση αυτή σε ισχύ των εν λόγω διατάξεων, όπως, άλλωστε, και άλλες φορολογικές αποκλίσεις σχετικά με τη Δωδεκάνησο, δεν παραβίαζαν τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας και συνεισφοράς των Ελλήνων αδιακρίτως στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών τους ενόψει, μεταξύ άλλων, των «διαφόρων συνθηκών» υπό τις οποίες τελούσαν οι φορολογούμενοι στη Δωδεκάνησο σε σχέση με τους φορολογούμενους στη λοιπή Ελλάδα.

Αργότερα, όμως, ύστερα από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, όταν εγέρθηκαν αμφισβητήσεις σχετικά με τη συμφωνία των πιο πάνω διατάξεων προς το κοινοτικό δίκαιο και απέληξαν σε αποφατική κρίση του ΔΕΚ, αυτές καταργήθηκαν από 1-7-1994 με την παράγραφο 2 του άρθρου 65 του ν. 2214/1994 «Αντικειμενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις» (Α’ 75). Παράλληλα, με τη διάταξη του άρθρου 60 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι «1. Επιβάλλεται, υπέρ των Ο.Τ.Α. Νομού Δωδεκανήσου, φόρος με την ονομασία “Δημοτικός φόρος Δωδεκανήσου”, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. Ο φόρος επιβάλλεται στα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιούνται από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στην περιφέρεια του Νομού Δωδεκανήσου, από κάθε πρόσωπο που θεωρείται ως επιτηδευματίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992). 3. Ως ακαθάριστα έσοδα νοούνται τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προσδιορίζονται για την εφαρμογή των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος. 4. Ο φόρος υπολογίζεται με την εφαρμογή συντελεστή επί των ακαθάριστων εσόδων ανάλογα με το ύψος του συντελεστή καθαρού κέρδους, που προβλέπεται για την οικονομική δραστηριότητα του επιτηδευματία, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Συντελεστής καθαρού κέρδους Συντελεστής φόρου
Μέχρι 5% 0,2 %
πάνω από 5% και μέχρι 10% 0,4 %
πάνω από 10% και μέχρι 15% 0,6 %
πάνω από 15% και μέχρι 20% 0,8 %
πάνω από 20% 1,0 %

Όταν ο επιτηδευματίας ασκεί μικτή δραστηριότητα πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών, ο φόρος υπολογίζεται ξεχωριστά για κάθε δραστηριότητα. Στην περίπτωση που ο επιτηδευματίας: α) Ασκεί περισσότερες από μια οικονομικές δραστηριότητες, για τις οποίες προβλέπονται διαφορετικοί συντελεστές καθαρού κέρδους, λαμβάνεται υπόψη ο συντελεστής καθαρού κέρδους της οικονομικής δραστηριότητας στην οποία αντιστοιχούν τα περισσότερα ακαθάριστα έσοδα. β) Ασκεί οικονομική δραστηριότητα, για την οποία δεν προβλέπεται συντελεστής καθαρού κέρδους, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των συντελεστών καθαρού κέρδους της κατηγορίας στην οποία εντάσσεται η οικονομική δραστηριότητα του επιτηδευματία. Ως συντελεστής καθαρού κέρδους νοείται, κατά περίπτωση, ο μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους επί των ακαθάριστων εσόδων ή ο συντελεστής καθαρών αμοιβών, όπως ορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, ή ο συντελεστής καθαρού κέρδους ή καθαρών αμοιβών που ορίζεται, αντίστοιχα, με τις διατάξεις του άρθρου 36 και 46 του ν.δ. 3323/1955».

Αφού γίνεται μνεία στις απαλλακτικές διατάξεις του νόμου για ορισμένους επιτηδευματίες αλλά και τον τρόπο είσπραξής του, τονίζονται και τα εξής:
«Από τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή σχετικά με την διάταξη του άρθρου 60 του ν. 2214/1994, η οποία, σημειωτέον, εισήχθη ως προσθήκη σε σχέδιο νόμου με άλλο αντικείμενο ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, προκύπτει ότι ο επίδικος φόρος, που επιβλήθηκε δίχως μελέτη και επίκληση ειδικών συνθηκών διαφοροποίησης της Δωδεκανήσου έναντι των λοιπών περιφερειών του Κράτους, προορίσθηκε να αποτελέσει, και μάλιστα μόνιμα και όχι προσωρινά, «υποκατάστατο» του καταργηθέντος με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 του ίδιου νομοθετήματος φόρου, προς ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας.

Επειδή, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του χρόνου επιβολής του επιδίκου φόρου, 50 περίπου χρόνια μετά την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, είναι, προφανώς, διαφορετικές εκείνων που υπήρχαν κατά τα αμέσως επόμενα της ένωσης αυτής έτη και δικαιολογούσαν μιαν ειδική, έναντι άλλων περιοχών της χώρας με τα αυτά χαρακτηριστικά, μεταχείριση. Τούτο προκύπτει άλλωστε και από τη διαφαινόμενη σε σειρά νεότερων φορολογικών ρυθμίσεων μεταβολή της ουσιαστικής εκτίμησης του νομοθέτη, σύμφωνα με την οποία η Δωδεκάνησος δεν αντιμετωπίζεται μεμονωμένα, αλλά μαζί με άλλες περιοχές με τα αυτά χαρακτηριστικά, ενιαία. Ειδικότερα, α) προβλέφθηκε υπό προϋποθέσεις (άρθρο 17 παρ. 4 ν. 1642/1986, Α’ 125, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 παρ. 26 ν. 2093/1992, Α’ 181, άρθρο 21 παρ. 4 ν. 2859/2000, Α’ 248) κατά ενιαίο τρόπο για τα νησιά των νομών Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου, Κυκλάδων και τα νησιά του Αιγαίου Θάσο, Σαμοθράκη, Βόρειες Σποράδες και Σκύρο, μείωση κατά 30% των συντελεστών φ.π.α., αφού, με το άρθρο 8 του ν. 1881/1990 (Α’ 42) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 1884/1990 (Α’ 81), είχε εγκαταλειφθεί η πρόβλεψη σχετικής μείωσης μόνο για τη Δωδεκάνησο (άρθρο 17 εδ. β’ ν. 1642/1986, άρθρο 2 ν. 1676/1986, Α’ 204), β) ο νομοθέτης, ο οποίος είχε αρχικώς ορίσει ειδικά για τη Δωδεκάνησο ότι η κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 ν.δ. 3323/1955 (Α’ 214) κλίμακα φορολογικών συντελεστών και ο κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου συμπληρωματικός φόρος εφαρμόζονται μειωμένοι στο ήμισυ, από το ποσό δε του φόρου αυτού ποσοστό 20% αποτελεί έσοδο υπέρ των Δήμων και Κοινοτήτων της Δωδεκανήσου, προέβη ακολούθως σε ειδικές ευνοϊκές ρυθμίσεις ως προς τη φορολογία εισοδήματος που αναφέρονταν μεν στη Δωδεκάνησο, μαζί, όμως, με άλλες περιοχές (νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου, καθώς και περιοχές των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, περιλαμβανόμενες σε ζώνη βάθους 20 χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή), ενώ, εξάλλου, με το άρθρο 118 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α’ 151, που προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2459/1997, Α’ 17) προέβη σε φορολογικές απαλλαγές και μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος, καθώς και σε λοιπές φορολογίες (ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών, φόρο μεταβίβασης ακινήτων), για λόγους αναπτυξιακούς και εθνικούς (συγκράτηση και αύξηση πληθυσμού) σε περιοχές, τις οποίες, όμως, καθόρισε με γενικό και αντικειμενικό τρόπο (νησιά με πληθυσμό κάτω από 3.100 κατοίκους).
Κατά τα λοιπά, λόγοι που δικαιολογούν, και μάλιστα με πάγιο τρόπο, την επιβολή του ένδικου φόρου υπέρ μόνων των ΟΤΑ Δωδεκανήσου και, συνεπώς, σε βάρος εκείνων μόνον που ασκούν εκεί οικονομική δραστηριότητα, κατ’ εξαίρεση όλων όσοι την ασκούν στην λοιπή ελληνική επικράτεια, ούτε από τη φύση του φόρου αυτού συνάγεται ούτε, όπως προαναφέρθηκε, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης της σχετικής διάταξης, αναδεικνύεται (πρβλ. ΣΕ 3037/2008 Ολ., 650/1995 7μ.). Ειδικότερα, επίκληση, με συγκεκριμένο τρόπο, συνθηκών που θα δικαιολογούσαν μια τέτοια διαφοροποίηση, δεν γίνεται ούτε στις προσκομισθείσες από 1-10-1995 και 21-8-2012 γνωμοδοτήσεις του Καθηγητή Σπ. Φλογαΐτη και της Επίκουρης Καθηγήτριας Ελ. Θεοχαροπούλου, αντιστοίχως, ούτε στο προσκομισθέν 3153/2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικών ΟΤΑ του Υπουργείου Εσωτερικών, όπου γίνεται χρήση εκφράσεων και επίκληση συνθηκών που προσιδιάζουν, όμως, και σε άλλες περιοχές της Χώρας, όπως, γενικώς, ιδιαίτερων τοπικών συνθηκών και γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων παραμεθόριου νησιωτικού συμπλέγματος με απομονωμένα νησιά, αύξησης εσόδων ΟΤΑ προς εκπλήρωση της αποστολής τους ενόψει και του άρθρου 102 του Συντάγματος και, συνεπώς, σκοπού δημοσίου συμφέροντος, τουριστικού προορισμού κλπ.
Πρόκειται για συνθήκες που θα δικαιολογούσαν μεν ενδεχομένως τη διαφοροποίηση των εν λόγω κατηγοριών με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια (πρβλ. ΣΕ 2626/1980, 3442/1981, 986/1982, 2543/2004 7μ.), όχι όμως μόνης της Δωδεκανήσου.
Για τον λόγο αυτό, δεν αρκεί να στηρίξει θεμιτά την προσβαλλόμενη ρύθμιση, όπως αβασίμως υποστηρίζεται, μόνη η, χωρίς συγκεκριμένη εξειδίκευση των λόγων που το επιβάλλουν, επίκληση των διατάξεων των άρθρων 102 παρ. 6 (παρ. 5, μετά την αναθεώρηση με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, Α’ 84/17-4-2011) και της προστεθείσας, άλλωστε, με το ίδιο πιο πάνω ψήφισμα ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 101 του Συντάγματος περί των ιδιαίτερων συνθηκών των νησιωτικών περιοχών, ούτε εκείνων του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος για την ανάπτυξη των παραμεθόριων νησιωτικών περιοχών, ή εκείνων του άρθρου 9 του ν. 1850/1989 «Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονομίας» (Α’ 114) που ορίζουν ότι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν δικαίωμα, στα πλαίσια της εθνικής οικονομικής πολιτικής, σε επαρκείς ίδιους πόρους τους οποίους μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους (παρ. 1) τουλάχιστον δε ένα μέρος αυτών πρέπει να προέρχεται από τοπικούς φόρους και τέλη των οποίων το ύψος έχουν το δικαίωμα να ορίζουν μέσα στα όρια του νόμου (παρ. 4), τα προβλεπόμενα από τις οποίες μέτρα οφείλουν να κινούνται εντός των ορίων που τάσσουν οι λοιπές συνταγματικές διατάξεις και αρχές.

Κατόπιν των ανωτέρω, η επιβολή του ένδικου φόρου, και μάλιστα πάγια, σε μόνους όσους ασκούν οικονομική δραστηριότητα στη Δωδεκάνησο υπέρ των ΟΤΑ αυτής αντίκειται στην αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου και καθιστά εκ του λόγου τούτου ανίσχυρη τη σχετική ρύθμιση».
Μειοψήφισε η Σύμβουλος Βασιλική Καλαντζή, η οποία υποστήριξε ότι η επιβολή του ένδικου φόρου, ως εκ του είδους και του σκοπού του, δεν είναι αυθαίρετη, ούτε συνταγματικώς ανεπίτρεπτη.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου