• Η απουσία σταθερού πλαισίου ψυχοκοινωνικής φροντίδας οδηγεί συχνά σε ανακύκλωση της βίας, εσωτερίκευση του τραύματος, απομόνωση • Το σχολείο μπορεί και πρέπει να είναι μέρος ενός δικτύου προστασίας με διακριτικότητα, με επίγνωση και κυρίως με σταθερή παρουσία
Τους τελευταίους μόνο μήνες, τρεις ξεχωριστές υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικων κοριτσιών αποκαλύφθηκαν στη Ρόδο, όλες εντός οικογενειακού ή στενού κοινωνικού περιβάλλοντος. Εχουν προηγηθεί δεκάδες άλλες που πήραν τον δρόμο της δικαιοσύνης.
Όπως αποκάλυψε η «δημοκρατική» η μία υπόθεση αφορά στη θετή κόρη γνωστού αθλητή του νησιού, η δεύτερη μια 15χρονη που, σύμφωνα με τη μητέρα της, κακοποιούνταν από υπάλληλο οικογενειακής επιχείρησης, ενώ η πιο πρόσφατη και πιο φρικιαστική αφορά στην 31χρονη γυναίκα που κατήγγειλε ότι ο πατέρας της τη βίαζε από την ηλικία των 16 ετών μέχρι και πριν από τέσσερα χρόνια.
Η τοπική κοινωνία, μετά και το πρόσφατο περιστατικό αιμομιξίας παρακολουθεί αποσβολωμένη τις εξελίξεις. Οι καταγγελίες αυτές αφορούν πρόσωπα που κινούνταν επί χρόνια μέσα στον κοινωνικό ιστό του νησιού, ζώντας μια κατά τα άλλα «φυσιολογική» καθημερινότητα. Και ακριβώς αυτό είναι που καθιστά τις υποθέσεις τόσο βαριές διότι το ερώτημα δεν είναι μόνο «πώς έγινε» αλλά κυρίως «πώς δεν το αντιλήφθηκε κανείς εγκαίρως».
Οι πράξεις αυτές έγιναν μέσα σε περιβάλλοντα που θεωρητικά ήταν προστατευτικά. Τα παιδιά δεν μίλησαν αμέσως, υπέμεναν το βασανιστήριό τους σιωπηλά.
Η σιωπή τους, όπως συμβαίνει συνήθως, δεν σήμαινε τίποτα λιγότερο από ανάγκη για επιβίωση. Και όταν τελικά μίλησαν, έφεραν στο φως όσα δύσκολα αντέχει (ή δεν αντέχει) να διαχειριστεί η κοινή γνώμη.
Η Δικαιοσύνη έχει αναλάβει τη διερεύνηση. Τα επίσημα πορίσματα έχουν προχωρήσει, οι καταθέσεις συγκεντρώνονται, τα στοιχεία αναλύονται. Το νομικό σκέλος έχει πάρει τον δρόμο του.
Όμως αυτή είναι μόνο η μία πλευρά. Γιατί κάθε φορά που ένας φερόμενος ως δράστης οδηγείται ενώπιον της Δικαιοσύνης, ένα άλλο κεφάλαιο παραμένει ανοιχτό. Τι γίνεται με τα ίδια τα παιδιά που βίωσαν την κακοποίηση, που μεγάλωσαν μέσα στον φόβο και στη σιωπή. Η δικαστική διαδικασία σίγουρα δεν αποτελεί κάθαρση.
Στη Ρόδο δεν υπάρχει μηχανισμός που να παρακολουθεί και να υποστηρίζει συστηματικά τα παιδιά-θύματα μετά την αποκάλυψη μιας τέτοιας υπόθεσης. Οι κοινωνικές υπηρεσίες ενεργοποιούνται κατά βάση όταν υπάρχει εισαγγελική παραγγελία ή επίσημη αναφορά, και η εμπλοκή τους σταματά συχνά στα πρώτα στάδια της διερεύνησης. Από εκεί και πέρα, τα παιδιά χρειάζονται στήριξη, αλλά δεν υπάρχει θεσμοθετημένος τρόπος να τη λάβουν μακροπρόθεσμα.
Η ψυχολογική αποκατάσταση ενός παιδιού που έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση είναι εύθραυστη, απαιτεί πολυετή ψυχοθεραπεία και υποστηρικτικό πλαίσιο. Δεν αφορά μόνο τη θεραπεία του τραύματος. Αφορά την εμπιστοσύνη, την αίσθηση ασφάλειας, την επαφή με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Χρειάζεται χρόνος, συνέπεια και ένα σταθερό υποστηρικτικό περιβάλλον. Όταν αυτό λείπει, το παιδί κινδυνεύει να παραμείνει εγκλωβισμένο σε μια εμπειρία που δεν τελειώνει ποτέ όταν ο δράστης τιμωρηθεί.
Αυτή τη στιγμή, με τις απανωτές αποκαλύψεις η κοινωνία βρίσκεται σε σοκ. Το ζητούμενο είναι να είμαστε πιο έτοιμοι και πιο εκπαιδευμένοι σε τέτοια φαινόμενα που δυστυχώς δεν θα είναι τα τελευταία.
Η ύπαρξη ενός δικτύου προστασίας με επαγγελματίες ειδικούς, μεθοδικότητα και μακροχρόνια παρακολούθηση είναι στοιχειώδης υποχρέωση ενός κράτους δικαίου. Και αυτή η υποχρέωση δεν μπορεί να ικανοποιείται μόνο όταν υπάρχει δημόσια πίεση.
Η κοινωνία της Ρόδου, όπως και κάθε τοπική κοινωνία, οφείλει να σταθεί στο πλάι των παιδιών που βίωσαν κακοποίηση. Να τα ακούσει, να τα προστατεύσει, να μην αφήσει αυτά τα παιδιά να σηκώσουν μόνα τους το βάρος.
Η πρόληψη ωστόσο δεν ξεκινά όταν φτάσει μία υπόθεση στη Δικαιοσύνη.
Ξεκινά νωρίτερα, με την εκπαίδευση των ενηλίκων που βρίσκονται καθημερινά δίπλα σε παιδιά, με την ενημέρωση των ίδιων των παιδιών για τα δικαιώματά τους, με διαδικασίες που επιτρέπουν σε ένα παιδί να μιλήσει χωρίς φόβο και χωρίς ντροπή. Όσο η κοινωνία δεν γνωρίζει πώς να αναγνωρίζει τη βία και πού να απευθυνθεί όταν τη διακρίνει, η σιωπή θα προηγείται της αποκάλυψης.
Ο ρόλος του σχολείου σε αυτή τη διαδικασία είναι καθοριστικός. Οι εκπαιδευτικοί συχνά είναι οι πρώτοι που βλέπουν αλλαγές στη συμπεριφορά ενός παιδιού, αλλά δεν έχουν πάντα τα εργαλεία να προχωρήσουν. Χρειάζονται ενημέρωση, υποστήριξη και σαφείς οδηγίες για το πώς να αντιδράσουν σε περιπτώσεις που έχουν υποψίες. Το σχολείο μπορεί και πρέπει να είναι μέρος ενός δικτύου προστασίας με διακριτικότητα, με επίγνωση και κυρίως με σταθερή παρουσία.
Τα παιδιά που υφίστανται τέτοια βία, ιδιαίτερα σε περιβάλλον όπου υποτίθεται ότι είναι ασφαλή, βιώνουν έναν τύπο τραύματος που είναι ταυτόχρονα ψυχικό, κοινωνικό και υπαρξιακό. Η κακοποίηση δεν αφορά μόνο την πράξη, αλλά και τη διάλυση κάθε έννοιας εμπιστοσύνης προς τους ενήλικες και το περιβάλλον τους.
Η κακοποίηση αφήνει μακροχρόνια σημάδια, που χωρίς κατάλληλη υποστήριξη διαμορφώνουν τη μετέπειτα ταυτότητα και τις σχέσεις των παιδιών.
Η απουσία σταθερού πλαισίου ψυχοκοινωνικής φροντίδας οδηγεί συχνά σε ανακύκλωση της βίας, εσωτερίκευση του τραύματος, απομόνωση και σιωπηλή απόσυρση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μετέπειτα πορεία του παιδιού και την πορεία της ενήλικης ζωής του.
Ευτυχώς οι κοινωνικές υπηρεσίες της Ρόδου, στον βαθμό που έχουν αρμοδιότητα και με τα μέσα που διαθέτουν, ανταποκρίνονται με σοβαρότητα, ενσυναίσθηση και επαγγελματισμό στις περιπτώσεις που καλούνται να χειριστούν. Η στήριξή τους είναι καθοριστική, ιδίως στην πρώτη φάση μιας καταγγελίας.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι η ποιότητα της δουλειάς τους η οποία δεν αμφισβητείται, αλλά η έλλειψη ενός σταθερού και ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου που να τους επιτρέπει να παρακολουθούν κάθε παιδί που έχει βιώσει κακοποίηση, σε βάθος χρόνου και σε σταθερή βάση.