Ειδήσεις

Η καθίζηση του τουρισμού «ψαλιδίζει» το ΑΕΠ κατά 10%

Στο 10% του ΑΕΠ υπολογίζεται ότι θα φτάσουν φέτος οι απώλειες για την ελληνική οικονομία εξαιτίας του πλήγματος στον τουρισμό.
Η εκτίμηση αυτή προκύπτει από την πρόβλεψη του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων και της κυβέρνησης για πτώση των σχετικών εισπράξεων κατά 80% σε σχέση με το 2019, σε συνδυασμό με το γεγονός πως η άμεση δραστηριότητα του τουρισμού πέρυσι αντιστοιχούσε στο 12,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) που δημοσιεύθηκε χθες Τρίτη.

Ειδικότερα, η νέα μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ «Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2019» καταλήγει στο συμπέρασμα πως «ο τουρισμός συνέβαλε άμεσα στην οικονομία της χώρας με 23,4 δισ. ευρώ (+10,9% ή +2,3 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2018), ενώ συνολικά (άμεσα και έμμεσα) συνέβαλε από 51,6 δισ. ευρώ έως 62,1 δισ. ευρώ». Η άμεση δραστηριότητα του τουρισμού αντιστοιχεί στο 12,5% του ΑΕΠ και η συνολική από 27,5% έως 33,1%, σημειώνει το ΙΝΣΕΤΕ.

Η πανδημία του κορωνοϊού επέφερε δραστική μείωση της τουριστικής δραστηριότητας σε όλο τον κόσμο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού εκτιμά ότι η μείωση των εσόδων το 2020 σε σχέση με το 2019 θα υπερβεί το 60% και ίσως πλησιάσει και το 80%. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ισχυρές απώλειες κατέγραψε και ο ελληνικός τουρισμός.

Σύμφωνα με χθεσινή ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση μειώθηκε κατά 80,1% και διαμορφώθηκε στα 3,006 εκατ. ταξιδιώτες, έναντι 15,08 εκατ. ταξιδιωτών την αντίστοιχη περίοδο του 2019.

Το ίδιο διάστημα οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν μείωση κατά 86,2% και διαμορφώθηκαν σε 1,255 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, οι εισπράξεις από τη Γερμανία μειώθηκαν κατά 85,4%, οι εισπράξεις από τη Γαλλία μειώθηκαν κατά 89,1%, από το Ηνωμένο Βασίλειο κατά 92,1%, από τις ΗΠΑ κατά 89,7% και από τη Ρωσία κατά 94,7%.

Με βάση τα πρώτα διαθέσιμα στοιχεία για τον Αύγουστο, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από το εξωτερικό διαμορφώθηκαν πλησίον του 1,5 δισ. ευρώ, λίγο υψηλότερα δηλαδή απ’ ό,τι ολόκληρο το προηγούμενο επτάμηνο του 2020. Αυτό προκύπτει από επεξεργασία δεδομένων που έχουν στη διάθεσή τους το υπουργείο Οικονομικών, φορείς του τουρισμού αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος.

Το τελευταίο τετράμηνο, δηλαδή το διάστημα Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου, αναμένεται να συνεχίσει να εξελίσσεται το δεύτερο κύμα της πανδημίας, ενώ η αγορά των συνεδρίων και εκδηλώσεων καθώς και αυτή των ταξιδιών city break, που συντηρούν τον τουρισμό μετά την πάροδο του καλοκαιριού, θα γνωρίσουν βαθιά ύφεση. Ετσι, κατά το τελευταίο τετράμηνο υπολογίζεται πως δεν θα εισπραχθούν από το εξωτερικό περισσότερα από 600-700 εκατ. ευρώ και αυτό μόνον εφόσον δεν εκτραχυνθεί η κατάσταση με την πανδημία ένθεν και ένθεν των συνόρων.

Αρα οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από το εξωτερικό θα διαμορφωθούν φέτος συνολικά κοντά στα 3,5 δισ. ευρώ, ποσό κατά 81% χαμηλότερο από τα 18,2 δισ. ευρώ του 2019, υπολογίζουν οι ειδικοί. Αυτό είναι το βασικό σενάριο για το εύρος του πλήγματος στον τουρισμό τόσο της κυβέρνησης όσο και του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων.

Με δεδομένο το εύρημα του ΙΝΣΕΤΕ πως η άμεση συνεισφορά της τουριστικής δραστηριότητας στην οικονομία πέρυσι έφτασε να αντιστοιχεί το 12,5% του ΑΕΠ, καθίσταται σαφές πως η πτώση του 81% αντιστοιχεί σε άμεση συνεισφορά μόλις 2,5% του ΑΕΠ. Λείπουν δηλαδή δέκα ποσοστιαίες μονάδες.

Αγορά εργασίας

Πάντως, οι επιπτώσεις αυτής της υστέρησης αναμένεται να αντισταθμιστούν έως ένα βαθμό από τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για την προστασία της απασχόλησης και τη στήριξη των επιχειρήσεων.

Κίνηση που εξηγείται καλύτερα αν αναλογιστεί κανείς τα μεγέθη του τουρισμού στην αγορά εργασίας: σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσίευσε χθες το ΙΝΣΕΤΕ, στην αιχμή της τουριστικής περιόδου, οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό αντιστοιχούσαν άμεσα στο 17,1% της απασχόλησης (και συνολικά άμεσα και έμμεσα μεταξύ 37,6% και 45,2%).

Παράλληλα, οι κυριότερες ηλικιακές ομάδες απασχολουμένων στα καταλύματα και στην εστίαση προέρχονται από τις ηλικίες 30-44 ετών, ενώ ο τομέας προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης σε ομάδες του πληθυσμού που δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στην αγορά εργασίας – τρίτο τρίμηνο 2019: 25-29 ετών (17,2%), 45-64 ετών (31,2%) και γυναίκες (48,2%).

Πηγή: kathimerini.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου