Τοπικές Ειδήσεις

Ιωάννης Χατζής “Ο συντελεστής ΦΠΑ και το εργασιακό κόστος τα σοβαρότερα θέματα για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού”

Ο Ιωάννης Χατζής, Πρόεδρος του ξενοδοχειακού ομίλου Διακομιχάλης Α.Ε.. καταθέτει τις απόψεις του για την κρίση που συμπαρασύρει και το χώρο του τουρισμού και κοιτάζει την “επόμενη ημέρα”

Πώς πιστεύετε ότι θα εξελιχθεί η σεζόν βάσει των μηνυμάτων που έχετε από τους ΤΟ; Ποιές αγορές εκτιμάτε ότι θα πληγούν περισσότερο;

Oι σπουδαιότερες αγορές δεξαμενές για την Ελλάδα είναι η Αγγλία, η Γερμανία και η Η.Π.Α.. Οι τρεις αυτές αγορές αυτή την στιγμή βρίσκονται στο “μάτι του κυκλώνα”. Το μέγεθος, καθώς και τη διάρκεια του σοκ που θα υποστούν οι οικονομίες, δεν είμαστε σε θέση να τα γνωρίζουμε αυτή την στιγμή. Ακόμα και οι ειδικοί διαφωνούν στο φάσμα της ύφεσης. Για παράδειγμα, η Goldman Sachs κάνει λόγο για παγκόσμια ύφεση το 2020 της τάξης του -1%, ενώ η McKinsey κάνει λόγο για παγκόσμια ύφεση έως 4,7%. Σε απόλυτο αριθμό η διαφορά των προβλέψεων είναι 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Είναι πολύ νωρίς για προβλέψεις για την φετινή σεζόν. Κάποιοι Τour Operators έχουν ήδη αναστείλει την λειτουργία τους για μετά την 1η Ιουλίου (π.χ. Aurinkomatkat) και κάποιοι άλλοι (π.χ. Saga Holidays) επιμένουν ότι θα διεξαχθεί το πρόγραμμα του Μαΐου κανονικά. Ρεαλιστικά, όσο υπάρχει υγειονομικός κίνδυνος, τα νησιά δεν μπορούν να φιλοξενούν τουρίστες. Θετική χροιά αφήνει το γεγονός, ότι ο τουρισμός τις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί είδος πρώτης ανάγκης και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αγοραστικής συμπεριφοράς στον ανεπτυγμένο κόσμο. Συνεπώς, εάν τα πράγματα δεν εκτροχιαστούν τελείως, θα επανέλθει η ζήτηση σε λιγότερο από 2 χρόνια.

Ποιοί προορισμοί θα πληγούν περισσότερο; Η Ρόδος κατά πόσο θεωρείτε ότι είναι θα ανταπεξέλθει;

Μεγάλο κίνδυνο αποτελεί η υγειονομική αυτή κρίση να ακολουθηθεί από μια ανθρωπιστική κρίση. Αρχίζει να κυριαρχεί η άποψη, ότι τα καταλύματα πρέπει να παραμείνουν κλειστά για την σεζόν του 2020. Συμφωνώ ότι η οικονομικά ασφαλέστερη οδός, είναι τα ξενοδοχεία να μην ανοίξουν. Ένα μπαράζ πτωχεύσεων στα πρακτορεία το χειμώνα μπορεί να σταθεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην βιωσιμότητα. Πάραυτα, στην δική μας εταιρεία, η απόφαση ανοίγματος θα έχει κοινωνική χροιά. Εάν υπάρχει επαρκής ζήτηση και το επιτρέπει το κράτος,  θα λειτουργήσουμε τα ξενοδοχεία για να εργαστεί το προσωπικό μας. Θα απορροφήσουμε τον κίνδυνο που σας περιέγραψα.

Η πραγματικότητα είναι, ότι οι προορισμοί με μεγάλη εξάρτηση στην τουριστική βιομηχανία, θα ζοριστούν. Για παράδειγμα, το νότιο Αιγαίο με έμμεση έκθεση 95% στον τουρισμό, θα δυσκολευθεί πολύ περισσότερο να ανταπεξέλθει, σε όλα τα επίπεδα, συγκριτικά με την Κρήτη που η έκθεση στον τουρισμό αγγίζει μόλις το 50%. Εκτιμώ ότι η  ζήτηση για μεγάλα Resorts, θα μειωθεί αισθητά, ενώ η ζήτηση για βίλλες και μικρές ξενοδοχειακές μονάδες, θα αυξηθεί. Πιστεύω δηλαδή, ότι η κοινωνική απομόνωση, βραχυπρόθεσμα, θα επηρεάσει την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών. Η σεζόν του 2021 θα είναι ιδιόρρυθμη, ωστόσο πιστεύω ότι μετά το 2022 θα αρχίσει να επανέρχεται κάποια ισορροπία στην αγορά. Στην νέα ισορροπία, η σχέση ξενοδόχου και Tour Operator θα έχει διαφοροποιηθεί.  Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι το προϊόν της Ελλάδας είναι ισχυρό και σε βάθος χρόνου η ζήτηση θα αρχίσει να αυξάνεται.

Η ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού κατά πόσο εκτιμάτε ότι θα βοηθήσει την Ελλάδα;

Η δραστηριότητα του τουρισμού στην Ελλάδα είναι, κατά βάση, εξαγωγική. Με λίγα λόγια, κάποιος καταναλωτής από το εξωτερικό, δαπανά την αμοιβή του σε ένα προϊόν που παράγουμε εγχώρια. Τα χρήματα αυτά είναι μια νέα εισροή ρευστού στον κύκλο της Ελληνικής οικονομίας. Αυτός ο χαρακτήρας του κλάδου μας προσδίδει έναν πολλαπλασιαστή σχεδόν 2,5. Για κάθε ευρώ που δαπανά ένας αλλοδαπός στην Ελλάδα, η οικονομία διογκώνεται 2,5 ευρώ. Αυτός είναι ο λόγος που ο κλάδος αποτελεί σπουδαίο εργαλείο για την επαναφορά της Ελλάδας σε τροχιά ανάπτυξης.

Το εισόδημα του μέσου Ελληνικού νοικοκυριού, έχει συρρικνωθεί αρκετά. Σε καμία περίπτωση δεν είναι λύση για την βιομηχανία μας να στηρίζεται στις χαμηλές αποταμιεύσεις ή να διεκδικεί μέρος της χαμηλής εγχώριας κατανάλωσης. Το να ενισχυθεί προσωρινά η ζήτηση σε κάποιες περιοχές, σε μοτίβο #ΜένουμεΕλλάδα, ιδιαίτερα για τα πολύ μικρά νησιά όπως π.χ. η Σύμη, αποτελεί θεμιτό βραχυπρόθεσμο στόχο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λύση για την βαριά τουριστική βιομηχανία ή την οικονομία.

Τα μέτρα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση είναι ικανοποιητικά για τους ξενοδόχους; Πιστεύετε ότι θα υπάρξει πρόβλημα βιωσιμότητας για κάποιες επιχειρήσεις;

Τα μέτρα μέχρι σήμερα είναι επαρκή και ανταποκρίνονται σε μια προσπάθεια να κλωτσήσουμε το πρόβλημα κάτω από το «χαλάκι» για δύο μήνες. Ουσιαστικά όμως, δεν έχουν ακόμα αρχίσει να νομοθετούν λύσεις για τον κλάδο. Η κρίση ρευστότητας θα μετατεθεί για αργότερα μέσα στην σεζόν και κάποια εργαλεία με τα οποία ξεπερνούσαμε κενά ρευστότητας, όπως π.χ. προκαταβολές πρακτορείων, θα αργήσουν να επανεμφανιστούν. Προβλήματα βιωσιμότητας υπήρχαν και πριν από την υγειονομική κρίση.

Γενικά, οι επιχειρηματίες στην Ελλάδα βασίζονται πολύ στην διαχρονική ροή ρευστότητας. Πολλές από τις δραστηριότητες που αφορούν προηγούμενες χρήσεις, εξοφλούνται με χρήματα από επόμενες χρήσεις, καθιστώντας πρακτικά πολύ δύσκολο να αποτυπωθεί το πραγματικό πρόβλημα ρευστότητας από τους ισολογισμούς των εταιριών. Εγώ δεν θεωρώ απίθανο να δούμε ξενοδοχεία με καλές κερδοφορίες και δανεισμό 4 φορές πάνω το E.B.I.T.D.A.C. (Earnings Before Interest Taxes Depreciation Amortization Coronavirus) να αναγκαστούν να κλείσουν γεμάτα.

Πολλοί εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα βγει από τη κρίση με ένα δυνατότερο προφίλ σε σχέση με τις ανταγωνίστριες χώρες στη Μεσόγειο. Είναι κάτι που συμφωνείτε ή απλά είναι μια υπεραπλουστευμένη άποψη;

Πιστεύω ότι δεν υπάρχει ολοκληρωμένο τουριστικό προϊόν παγκοσμίως σαν την Ελλάδα. Καμία κυβέρνηση και κανένας πολιτικός δεν μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί το συγκυριακό αυτό άλμα στην ζήτηση για εισερχόμενο τουρισμό. Το προϊόν υπήρχε πάντα, απλώς ήταν τόσο δεδομένο και δεν υπήρχε ενδιαφέρον ενασχόλησης.

Η οικονομική κρίση έφερε την Ελλάδα στις εφημερίδες όλου του κόσμου και ενεργοποίησε την αυξημένη ζήτηση. Η υπόλοιπη δουλειά έγινε από τους Έλληνες Εργαζόμενους, τους Έλληνες Ξενοδόχους και την πανέμορφη Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι ο καλός υγειονομικός χειρισμός παρουσιάζει την εικόνα ενός σοβαρού κράτους με καλό σύστημα υγείας και σίγουρα αυτό θα μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί. Καμία στρατηγική προώθησης όμως δεν θα πρέπει να επισκιάζει το εξαιρετικό μας προϊόν.

Θα εκμεταλλευτώ την τελευταία ερώτηση όμως, για να τοποθετηθώ γενικότερα στο θέμα της ανταγωνιστικότητας. Βλέποντας το μέλλον του Ελληνικού Τουρισμού ως βραχίονα ανάπτυξης, υπάρχουν δύο πολύ σοβαρά θέματα τα οποία πρέπει να επισημάνω. Το πρώτο είναι ο συντελεστής ΦΠΑ και το δεύτερο είναι το εργασιακό κόστος.

 

Η προηγούμενη κυβέρνηση έκανε εγκληματικό λάθος με την κατάργηση του κατώτατου συντελεστή Φ.Π.Α. στην διαμονή. Σε μια περίοδο που η οικονομία διανύει παρατεταμένη ύφεση και ανεργία 20% χρειάζονται, τόνωση οι επενδύσεις και τόνωση οι εξαγωγές.  Η απάντηση της προηγούμενης κυβέρνησης στο πρόβλημα ήταν μια αύξηση 50% στον συντελεστή ΦΠΑ περιορίζοντας με αυτό το τρόπο και τα δύο. Η νέα κυβέρνηση έπρεπε εντός του πρώτου μήνα της διακυβέρνησής της να ρυθμίσει την συσταλτική αυτή πολιτική που κληρονόμησε.

Ο ΦΠΑ των ξενοδοχείων που είναι πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ, θα μπορούσε να μετατραπεί σε 3 δισεκατομμύρια αύξηση ΑΕΠ ετησίως, με την μορφή επενδύσεων ή κατανάλωσης, με ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας. Το κυβερνών κόμμα ανάλωσε πολύ χρόνο στην διεκπεραίωση μεγάλων project, όπως το Ελληνικό, και καθυστέρησε να δει με προσοχή τις στρεβλώσεις που υπάρχουν στην δομή ενός δυναμικού κλάδου, όπως είναι ο δικός μας. Ιδιαίτερα στην νησιωτική Ελλάδα που υπήρχε ειδικός συντελεστής ΦΠΑ.

Δεν έπρεπε να φθάσουμε στο σημείο να διαπραγματευόμαστε με την βιωσιμότητα για να επέλθει ουσιαστικά το θέμα στο προσκήνιο. Μια μόνιμη λύση στον ΦΠΑ θα είναι το πρώτο βήμα της κυβέρνησης για τόνωση του κλάδου. Πιστεύω κανένας σοβαρός υπουργός οικονομικών δεν μπορεί να παραβλέψει την ανάγκη επαναφοράς του χαμηλού συντελεστή.

Το δεύτερο θέμα είναι η απασχόληση στα ξενοδοχεία και το κόστος εργασίας. Το πρώτο πρόβλημα, είναι ότι οι ασφαλιστικές εισφορές εκτοξεύουν τους μισθούς με ένα πολλαπλασιαστή που φτάνει το 1,8. Με λίγα λόγια, ένας εργαζόμενος που αμείβεται 1,000 ευρώ μπορεί να κοστίζει 1,800 ευρώ τον μήνα στον εργοδότη. Τα επιπλέον 800 ευρώ που στερείται ο εργαζόμενος πηγαίνουν σε ένα ασφαλιστικό ταμείο με διαρθρωτικά προβλήματα. Το δεύτερο πρόβλημα, είναι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.

Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, στις οποίες οι εργασιακές σχέσεις στα ξενοδοχεία είναι 100% ακριβότερες από ότι θα ήταν με την Γ.Σ.Σ.Ε.. Πάλι βέβαια, κύριοι αποδέκτες του προβλήματος είναι τα νησιά, όπου η αγορά εργασίας είναι περιορισμένη. Σε μια Ελλάδα που -προ Covid-19- υπήρχαν 800,000 άνθρωποι χωρίς δουλειά και το ΑΕΠ είναι 150 δισεκατομμύρια ευρώ μειωμένο από πριν 15 χρόνια, οι αμοιβές του προσωπικού στα ξενοδοχεία έχουν ανέλθει στα επίπεδα που ήταν πριν την οικονομική κρίση.

Σε αυτό έρχεται να προστεθεί ότι κάποιοι επιχειρηματίες δηλώνουν λιγότερες ώρες και αμείβουν το προσωπικό τους πολύ χαμηλότερα από ότι προβλέπεται στις συμβάσεις εργασίας, δημιουργώντας έτσι  στρεβλώσεις στον εγχώριο ανταγωνισμό. Σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσμα του υψηλού κόστους μισθοδοσίας, είναι τα ξενοδοχεία να προσλαμβάνουν λιγότερο προσωπικό, η υψηλή ανεργία να παραμένει και η ανταγωνιστικότητα του προϊόντος να φθίνει.

Θεωρώ πολύ θεμιτό να υπάρχουν οργανώσεις που να υποστηρίζουν τον εργαζόμενο από τις μεγάλες απρόσωπες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Όμως πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι στην πλειοψηφία τους, οι τουριστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις που έχουν άψογες εργασιακές σχέσεις με το προσωπικό τους.

Θεωρώ λοιπόν σκόπιμο, για την ανταγωνιστικότητα της χώρας και όσο υπάρχουν 800,000 άνθρωποι άνεργοι, το μισθολογικό κόστος των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων να παραμείνει παγωμένο, εάν όχι να μειωθεί. Επίσης, καλό θα ήταν να στελεχωθούν τα νησιά και εφόσον ανακτηθεί το χαμένο ΑΕΠ, οι αυξητικές τάσεις στο μισθό να έρθουν από αλλαγή στις ασφαλιστικές εισφορές, πάντα όμως με το κόστος του προσωπικού για τις επιχειρήσεις να μην αυξάνεται.

Ο Ιωάννης Χατζής, CFA είναι Πρόεδρος του ξενοδοχειακού ομίλου Διακομιχάλης Α.Ε.. Ο όμιλος έχει στην διαχείριση του 4 ξενοδοχειακές μονάδες στα Δωδεκάνησα. Είναι 6 χρόνια μέλος του ΔΣ της ένωσης ξενοδόχων Ρόδου και αποτελεί μέλος του ΔΣ στο Ίδρυμα υποτροφιών “Ανδρέα Ν. Διακομιχάλη”. Έχει προπτυχιακές σπουδές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην Α.Σ.Ο.Ε.Ε.), μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι στο ESSEC Business School και είναι κάτοχος του, πολύ υψηλού κύρους, CFA Charter.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου