• Διεκδικούν επαναφορά και καταβολή δώρων και επιδόματος άδειας • Αμφισβητούν τη συνταγματικότητα της οριζόντιας κατάργησης των παροχών του 2012 και αξιώνουν 475.250 ευρώ για την περίοδο 2022–2025 με νόμιμους τόκους
Ένα πολυπρόσωπο κύμα διεκδικήσεων φτάνει στην αίθουσα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου στις 16 Σεπτεμβρίου 2025, όπου 154 ενάγοντες, εργαζόμενοι και συνταξιούχοι της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης Αποχέτευσης Ρόδου, ζητούν την αναβίωση και καταβολή των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας.
Η αγωγή τους δεν περιορίζεται σε μια απλή μισθολογική αξίωση αλλά θέτει στο επίκεντρο, εκ νέου, το μεγάλο ερώτημα της συνταγματικότητας της οριζόντιας κατάργησης των «δώρων» που επιβλήθηκε το 2012 εν μέσω μνημονιακών περικοπών.
Το πλαίσιο της υπόθεσης και ποιοι προσφεύγουν
Σύμφωνα με την αγωγή, από τους 154 ενάγοντες οι 137 παραμένουν μέχρι σήμερα σε υπαλληλική σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με τη ΔΕΥΑΡ, ενώ οι υπόλοιποι 17 είναι ήδη συνταξιούχοι, έχοντας προσληφθεί και αποχωρήσει σε προγενέστερους χρόνους.
Η αξίωση εστιάζει στα τρία επιδόματα που προέβλεπε το άρθρο 16 του Ν. 4024/2011: 500 ευρώ για τα Χριστούγεννα, 250 ευρώ για το Πάσχα και 250 ευρώ για την ετήσια άδεια, με συγκεκριμένες ημερομηνίες καταβολής ανά έτος.
Οι ενάγοντες διεκδικούν τα ποσά αυτά για το χρονικό διάστημα από 1η Απριλίου 2022 έως 30 Απριλίου 2025, με τον ισχυρισμό ότι η μεταγενέστερη οριζόντια κατάργηση των επιδομάτων με την υποπαράγραφο Γ.1 του Ν. 4093/2012 είναι αντισυνταγματική και, συνεπώς, ανεφάρμοστη. Το συνολικό κονδύλι που ζητείται ανέρχεται σε 475.250 ευρώ, νομιμοτόκως από τη «δήλη ημέρα» κάθε παροχής ή άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κεντρικός άξονας της αγωγής είναι ότι η ολοσχερής κατάργηση των «δώρων» προσκρούει στην αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην ισότητα και την αναλογικότητα, καθώς και στην προστασία της εργασίας. Προβάλλεται ότι πρόκειται για κεκτημένες μισθολογικές παροχές που είχαν ήδη ρυθμιστεί με μειώσεις στο Ενιαίο Μισθολόγιο του 2011 και συνεπώς η sweeping κατάργηση του 2012 υπερέβη το συνταγματικό όριο, θίγοντας τον πυρήνα του περιουσιακού δικαιώματος των εργαζομένων. Επικαλούνται, επιπλέον, ασυμβατότητα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, τονίζοντας τον δυσανάλογο χαρακτήρα του μέτρου σε συνδυασμό με τις προηγηθείσες περικοπές και τις φορολογικές επιβαρύνσεις.
Οι ενάγοντες διατυπώνουν το επιχείρημα ότι, εφόσον η διάταξη του 2012 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ως αντισυνταγματική, τότε πρέπει να «αναβιώσει» το προϊσχύσαν καθεστώς του άρθρου 16 του Ν. 4024/2011 και να προσδιοριστούν οι αποδοχές με βάση αυτό. Η επιλογή της περιόδου 2022–2025 δεν είναι τυχαία: αποτυπώνει μια τριετία κατά την οποία, όπως υποστηρίζουν, διατηρείται αδικαιολόγητα η στέρηση των συγκεκριμένων παροχών παρά την υποτιθέμενη προσωρινότητα και τον οριζόντιο χαρακτήρα του μέτρου του 2012.
Στο δια ταύτα, οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, να καταδικαστεί η ΔΕΥΑΡ στην καταβολή συνολικού ποσού 475.250 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από τη λήξη κάθε παροχής ή άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιδικαστεί η δικαστική τους δαπάνη.
Την υπόθεση χειρίζονται οι δικηγόροι κκ. Μανώλης Παπαϊωάννου και Απόστολος Γκάτσιος.