• Αναλυτικά η υπόθεση που εξελίχθηκε σε νομικό θρίλερ με διεθνή ένταλμα, σοβαρές καταγγελίες και κρίσιμα επιχειρήματα για παραγραφή, έλλειψη εμπλοκής και επιβαρυμένη υγεία
Την Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου έλαβε μία απόφαση με ιδιαίτερη νομική και πολιτική βαρύτητα: αποφάσισε να μην εκδώσει στις ινδικές αρχές μία 72χρονη γυναίκα με καναδική υπηκοότητα, η οποία είχε συλληφθεί στα τέλη Μαΐου στη Ρόδο, ύστερα από κοινοποίηση διεθνούς εντάλματος μέσω Interpol. Η σύλληψη είχε λάβει χώρα επάνω σε κρουαζιερόπλοιο που προσέγγισε το λιμάνι της Ρόδου και εκτελέστηκε σε συνεργασία των ελληνικών και διεθνών αρχών, έπειτα από έγκριση της Εισαγγελίας Εφετών Δωδεκανήσου.
Η υπόθεση συνδέεται με οικονομικά εγκλήματα που φέρεται να τελέστηκαν σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν, μεταξύ 1992 και 1998, στη Βομβάη της Ινδίας. Οι κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί από τις ινδικές διωκτικές αρχές περιλαμβάνουν υπεξαίρεση τεράστιου χρηματικού ποσού, πλαστογραφία, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, παραβίαση εμπιστοσύνης και εικονικές εξαγωγικές συναλλαγές.
Σύμφωνα με τα ινδικά έγγραφα, η ζημία που προκλήθηκε ανέρχεται στα 440 εκατομμύρια ινδικές ρουπίες, ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 4,9 εκατομμύρια ευρώ.
Τα πρώτα βήματα της διαδικασίας
Μετά τη σύλληψή της, η γυναίκα οδηγήθηκε στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ρόδου και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση. Παρά το βαρύ κατηγορητήριο, το δικαστικό συμβούλιο αποφάσισε προσωρινή αποφυλάκισή της με αυστηρούς περιοριστικούς όρους. Της απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα, κατασχέθηκαν τα ταξιδιωτικά της έγγραφα και υποχρεώθηκε να διαμένει σε συγκεκριμένο ξενοδοχείο στη λεωφόρο Ιαλυσού, με τακτική παρουσίαση στις αστυνομικές αρχές κάθε δεκαπέντε ημέρες.
Η Ινδία είχε προθεσμία 40 ημερών για να διαβιβάσει το πλήρες αίτημα έκδοσης μέσω διπλωματικής οδού. Στο μεταξύ, το νομικό επιτελείο της εκζητούμενης προετοίμασε την υπερασπιστική του στρατηγική, καταθέτοντας υπόμνημα στο Συμβούλιο Εφετών με μία σειρά από επιχειρήματα που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα της έκδοσης.
Η παραγραφή ως νομικό εμπόδιο
Το βασικό και πρώτο επιχείρημα των συνηγόρων της γυναίκας κ.κ. Γιάννη Χριστοδούλου και Αθηνάς Λιόλιου, επικεντρώθηκε στην παραγραφή των φερόμενων αδικημάτων. Όπως τονίστηκε στο υπόμνημα, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η γυναίκα είχε εμπλοκή στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, αυτές χρονολογούνται πριν από το 1998. Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, τα κακουργήματα που τιμωρούνται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης παραγράφονται μετά από 15 χρόνια, ακόμα και στην περίπτωση αναστολής της παραγραφής. Κατά συνέπεια, οι υποθέσεις αυτές θεωρούνται παραγεγραμμένες τουλάχιστον από το 2018.
Οι συνήγοροι επικαλέστηκαν το άρθρο 438 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που απαγορεύει ρητά την έκδοση όταν έχει ανακύψει νομικό εμπόδιο που αποκλείει τη δίωξη. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι ακόμα και η ελληνοϊνδική σύμβαση έκδοσης του 1912 προέβλεπε την απόρριψη του αιτήματος, όταν έχει επέλθει παραγραφή κατά τους νόμους του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Αμφισβήτηση της εμπλοκής
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στον ρόλο της εκζητούμενης στην επίμαχη υπόθεση. Όπως περιγράφεται στο νομικό υπόμνημα, η γυναίκα κατείχε θέση εκτελεστικού μέλους στο διοικητικό συμβούλιο της εμπλεκόμενης εταιρείας, κατόπιν πρωτοβουλίας του συζύγου της, που ήταν και ο βασικός διαχειριστής. Όλες οι επιχειρηματικές αποφάσεις λαμβάνονταν από τον ίδιο, ενώ εκείνη περιοριζόταν σε βοηθητικές λειτουργίες, κυρίως γύρω από τον ποιοτικό έλεγχο προϊόντων. Η απουσία της από τη λήψη αποφάσεων φέρεται να επιβεβαιώνεται και από μαρτυρικές καταθέσεις στη δικογραφία που κοινοποιήθηκε από τις ινδικές αρχές.
Η ίδια δεν είχε καμία επίσημη ειδοποίηση, ούτε είχε αναζητηθεί διεθνώς για δεκαετίες, γεγονός που ενίσχυσε τον ισχυρισμό της περί παντελούς άγνοιας για την ύπαρξη ποινικής δίωξης εις βάρος της.
Κρίσιμη υγειονομική κατάσταση
Το τρίτο και καθοριστικό ζήτημα που επικαλέστηκε η υπεράσπιση αφορούσε την κατάσταση της υγείας της. Σύμφωνα με ιατρικές γνωματεύσεις που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, η γυναίκα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, μεταξύ των οποίων σοβαρή υπερτροφία καρδιάς, η οποία απαιτεί άμεση εμφύτευση απινιδωτή, διαδικασία που είχε προγραμματιστεί στον Καναδά για τον Ιούνιο αλλά δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της κράτησής της. Επίσης αναφέρθηκε αιφνίδια απώλεια ακοής, ύποπτη κύστη στον θυρεοειδή και εκκρεμότητα κρίσιμης οδοντιατρικής επέμβασης.
Οι συνήγοροι επεσήμαναν ότι οποιαδήποτε μεταφορά της σε ινδικές φυλακές θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο την υγεία και τη ζωή της, λόγω των ελλιπών ιατρικών υποδομών και των σκληρών συνθηκών κράτησης.
Η απόφαση και οι συνέπειες
Το Συμβούλιο Εφετών, συνεκτιμώντας το νομικό και ιατρικό υλικό, απέρριψε την αίτηση έκδοσης. Η απόφαση θεωρείται σταθμός για την εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών σε συνδυασμό με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και για την οριοθέτηση του ρόλου της Ελλάδας σε διεθνείς διώξεις που εγείρουν νομικά και ηθικά ζητήματα.