• Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων έκρινε ότι τα βασικά αδικήματα στην αλλοδαπή δεν διώκονται και το συναφές ελληνικό σκέλος έχει υποπέσει σε παραγραφή
Η πολύκροτη υπόθεση ξεπλύματος χρημάτων με κατηγορούμενους τρεις Έλληνες από την Κάρπαθο ολοκληρώθηκε χθες με την παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής.
Η εξέλιξη επιβεβαίωσε όσα είχε δημοσιοποιήσει η «δημοκρατική» και τέθηκαν χθες αναλυτικά στο δικαστήριο από τον Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου και από την υπεράσπιση και συγκεκριμένα τους συνήγορους κ.κ. Παναγιώτη Αβρίθη και Δήμο Μουτάφη.
Κρίσιμος κόμβος ήταν οι απαντήσεις των ιταλικών αρχών που πιστοποίησαν πως για τα κύρια αδικήματα της απάτης και της πλαστογραφίας στην Ιταλία δεν ασκήθηκε δίωξη και ότι, σύμφωνα με το εκεί δίκαιο, ακόμη και η νομιμοποίηση εσόδων αντιμετωπίζεται ως πλημμέλημα με χρόνο παραγραφής που έχει εξαντληθεί.
Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να σταθεί περαιτέρω ποινική μομφή στην Ελλάδα για νομιμοποίηση όταν το βασικό έγκλημα στην αλλοδαπή δεν διώκεται ή έχει παραγραφεί.
Το χρονικό που οδήγησε στην κατάληξη
Η υπόθεση ήρθε στο φως στα τέλη του 2007 με αναφορές για παράνομες μεταφορές μεγάλων ποσών από ασφαλιστικές εταιρείες και τράπεζες της Ιταλίας προς λογαριασμούς στην Κάρπαθο. Τα χρήματα, κατά τα στοιχεία της δικογραφίας, διοχετεύθηκαν με παρεμβολές σε συστήματα ασφαλούς μεταφοράς και κατέληξαν για την αποπληρωμή ανύπαρκτων επενδύσεων.
Οι τρεις κατηγορούμενοι είχαν καταδικαστεί πρωτοδίκως το 2019 σε κάθειρξη έξι ετών για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα με αναγνώριση ελαφρυντικού, ενώ είχαν κριθεί αθώοι για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με περιουσιακό όφελος και ζημία άνω των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ.
Στην πορεία της έφεσης το δικαστήριο είχε ήδη αναβάλει τη συζήτηση ζητώντας, με επιμέλεια της Εισαγγελίας Εφετών Δωδεκανήσου, επίσημες απαντήσεις από το Μιλάνο σχετικά με την ύπαρξη ή μη δίωξης στην Ιταλία και την τύχη τυχόν σχετικών δικογραφιών.
Το ιταλικό σκέλος και η καθοριστική τεκμηρίωση
Οι ιταλικές αρχές απάντησαν ότι δεν υφίσταται δίωξη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και ότι παλαιότερες καταχωρίσεις είχαν τεθεί στο αρχείο ήδη από το 2012. Για έναν από τους κατηγορούμενους, ηλικίας εβδομήντα επτά ετών, τα πιστοποιητικά ποινικού μητρώου δεν εμφάνισαν επιβαρυντικά στοιχεία. Επιπλέον διευκρινίστηκε μέσω των βάσεων δεδομένων φορολογικών και σωφρονιστικών αρχών ότι δεν υπάρχουν καταγραφές σύλληψης ή κράτησης στην Ιταλία για τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Για δύο εκ των τριών δόθηκαν ρητές απαντήσεις, ενώ για την τρίτη εμπλεκόμενη δεν υπήρξε αρχικά ανταπόκριση, γεγονός που είχε οδηγήσει σε μία ακόμη αναβολή ώστε να ζητηθούν συμπληρωματικά στοιχεία. Η τελική εικόνα που σχηματίστηκε ήταν ενιαία και καθαρή. Η Ιταλία δεν κινεί ποινική διαδικασία για τα επίμαχα περιστατικά και το χρονικό πλαίσιο παραγραφής έχει παρέλθει.
Η θέση της εισαγγελικής αρχής και της υπεράσπισης
Από την έδρα τονίστηκε ότι όταν το βασικό έγκλημα τελέστηκε στην αλλοδαπή και εκεί αντιμετωπίζεται ως πλημμέλημα με απειλή ποινής που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, τότε η παραγραφή επέρχεται ταχύτερα. Στη βάση αυτή η υπεράσπιση υποστήριξε με ένσταση ότι η ελληνική έννομη τάξη δεν μπορεί να καταδικάσει για νομιμοποίηση εσόδων από πράξη που στο κράτος τέλεσης δεν διώκεται πλέον ή έχει παραγραφεί. Η επιχειρηματολογία δεν αναπτύχθηκε εν κενώ. Το ίδιο δικαστήριο είχε σε προγενέστερη «καρμπόν» υπόθεση οδηγηθεί σε αντίστοιχη κρίση, θεωρώντας ότι δεν είναι επιτρεπτή στην Ελλάδα ποινική καταδίκη που υπερβαίνει το ανώτατο ποινικό όριο της χώρας τέλεσης για τη βασική πράξη. Η χθεσινή απόφαση κινήθηκε στη γραμμή αυτής της νομολογιακής λογικής.
Τα πραγματικά περιστατικά που ερευνήθηκαν
Στο επίκεντρο βρέθηκαν εμβάσματα εκατομμυρίων ευρώ προς λογαριασμούς στην Αγροτική Τράπεζα της Καρπάθου με αιτιολογίες που αποδείχθηκαν αβάσιμες. Για έναν λογαριασμό καταγράφηκε μεταφορά άνω του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ με εντολή που φερόταν να φέρει σφραγίδα και υπογραφή στελέχους ασφαλιστικής εταιρείας. Τα χρήματα αναλήφθηκαν σχεδόν αυθημερόν, ενώ μέρος τους διοχετεύθηκε μέσω άλλων λογαριασμών σε τρίτα πρόσωπα. Σε άλλο σκέλος η δικογραφία περιείχε εμβάσματα άνω των τριών εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων ευρώ με αιτιολογίες υποτιθέμενων αγοραπωλησιών ακινήτων που δεν τεκμηριώθηκαν. Οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι εξαπατήθηκαν από κύκλωμα αλλοδαπών που παρουσιάστηκαν ως επενδυτές και ότι δεν είχαν πρόθεση συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα. Το δικαστήριο στην πρωτοβάθμια κρίση είχε αποδεχθεί μέρος των ισχυρισμών τους ως προς τα ελαφρυντικά, αλλά είχε επιβάλει ποινές για τη νομιμοποίηση. Μετά τα νεότερα στοιχεία από την αλλοδαπή τα δεδομένα ανατράπηκαν.














