Τοπικές Ειδήσεις

Τα άλλα Δωδεκάνησα …

Αστυπάλαια, Χάλκη, Τήλος, Λέρος, Σύμη, Νίσυρος, Καστελόριζο. Κάθε ένα από τα νησιά αυτά έχει το δικό του χρώμα. Τα δικά του μυστικά. Τη δική του ιστορία. Ανήκουν όλα στο ίδιο νησιωτικό σύμπλεγμα κι όμως κάθε ένα είναι μοναδικό. Κι όταν πατάς το πόδι σου εκεί, εκπλήσσεσαι. Επειδή αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι καλύτερο από αυτό που δείχνουν οι φωτογραφίες.

Σύμη: αγριοκάτσικα και «Ελευθερία»
Πιο εύκολα πας με καράβι από τη Ρόδο, κάνει μία ώρα. Φτάνει το απόγευμα και πρέπει οπωσδήποτε να είσαι στο κατάστρωμα την ώρα που μπαίνει στο λιμάνι. Η εικόνα των πολύχρωμων ναυτικών σπιτιών που σκαρφαλώνουν στον λόφο σε αφήνει άφωνο. Όλη η Σύμη είναι αυτό που βλέπεις από το καράβι. Το υπόλοιπο νησί είναι βουνό και δάσος. Γενικώς για την ευχάριστη διαμονή σου εκεί πρέπει να ξέρεις δύο πράγματα: πρώτον, δεν υπάρχουν δρόμοι και αυτοκίνητα μέσα στη Χώρα και τον Γιαλό που είναι το νότιο τμήμα της, άρα καλό είναι να έχεις κλείσει ένα δωμάτιο στον Γιαλό – διαφορετικά θα σε φάνε τα σκαλοπάτια και οι ανηφοριές. Δεύτερον, κάνει πάρα πολλή ζέστη, 40άρια για πλάκα. Άρα δεν πρέπει να είσαι ποτέ στον οικισμό το μεσημέρι. Αυτό είναι εύκολο. Παίρνεις τα καραβάκια που φεύγουν κάθε μισή ώρα και πας στις παραλίες. Ούτως ή άλλως, αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πας για μπάνιο. Και ο πιο ευχάριστος – σε φυσάει το αεράκι, μυρίζεις τη θάλασσα, δεν τρως μποτιλιάρισμα και σε λίγο χρόνο απλώνεις την πετσέτα σου στην παραλία. Οι παραλίες είναι απίστευτα καθαρές, ως επί το πλείστον έχουν βότσαλα και από ένα εστιατόριο η καθεμία. Το πιο «σύγχρονο» βρίσκεται στην Αγία Μαρίνα. Στις άλλες παραλίες τα πράγματα θυμίζουν δεκαετία ’50. Ταβέρνα κάτω από τα αλμυρίκια, αγριοκάτσικα να κατηφορίζουν τους λόφους προς αναζήτηση μεζέ από τα τραπέζια και τις σεζλόνγκ και έκπληκτοι λουόμενοι να τα χαϊδεύουν και να τα ταΐζουν. Εννοείται πως οι σεζλόνγκ δεν έχουν εισιτήριο… Είναι της ταβέρνας. Και δεν υπάρχουν σερβιτόροι που σε υποχρεώνουν να πάρεις καφέ για να καθίσεις. Αν θες κάτι, πας μόνος σου και το παίρνεις. Ή κάθεσαι σε τραπέζι. Και τέλος κάτι ενδεικτικό για τον κόσμο: διαβάζουν όλοι στην παραλία. Όταν είχα πάει τελευταία φορά, τα bestseller διεθνώς ήταν δύο: «Οι 50 αποχρώσεις του γκρι» και η «Ελευθερία» του Φράνζεν. Στις παραλίες της Σύμης είδα τη λέξη «Ελευθερία» γραμμένη στα εξώφυλλα σε όλες τις γλώσσες. «Αποχρώσεις» είδα μια-δυο, μόνο στα ελληνικά.

Χάλκη: μπαλκόνια σε πασσάλους
Πας με καραβάκι από το αρχαίο λιμάνι της Ρόδου, την Κάμειρο Σκάλα, μια-δυο ώρες το πολύ. Άλλο ένα νησί χωρίς αυτοκίνητα. Μόνος οικισμός είναι το λιμάνι, με διώροφα ναυτικά σπίτια που έχουν βεράντες και μπαλκόνια στηριγμένα σε πασσάλους μέσα στη θάλασσα. Εδώ η κατάσταση δεν είναι κυριλέ, όπως στη Σύμη ή στο Καστελόριζο. Το νησί είναι πολύ μικρό, το γυρίζεις με τα πόδια, και μέχρι πριν 20 χρόνια ήταν σχεδόν ακατοίκητο. Το λιμάνι είναι πεντακάθαρο και μπορείς να κάνεις άνετα μπάνιο εκεί. Υπάρχει ένας φούρνος, όπου όλοι συρρέουν κάθε πρωί για να πάρουν τυρόπιτα (πολύ νόστιμη). Μόλις τελειώσουν οι τυρόπιτες κλείνει ο φούρνος. Επίσης, στο λιμάνι υπάρχουν δυο-τρία ζαχαροπλαστεία και άλλες τόσες ταβέρνες. Αυτά είναι όλα. Δεν έχεις κανένα άγχος επιλογής. Δεν ψάχνεις το καλύτερο στους οδηγούς. Δεν ασχολείσαι με τίποτα. Βουτάς στη θάλασσα, χαζεύεις το ειδυλλιακό λιμάνι, πεινάς, περπατάς δυο βήματα και τρως. Διακοπές στην Ελλάδα του ’50. Γνήσια ομορφιά. Αν θέλεις, για αλλαγή, παίρνεις τη βάρκα από το λιμάνι και πετάγεσαι ως το νησάκι απέναντι που λέγεται Αλημιά και έχει τροπική παραλία. Πας και μια βόλτα με τα πόδια μέχρι το κάστρο. Αυτό που χρειάζεσαι είναι καλή παρέα ή καλό βιβλίο. Το φαγητό είναι ως επί το πλείστον φρεσκοψαρεμένα ψάρια και θαλασσινά. Όταν πια φεύγεις από τη Χάλκη, αισθάνεσαι σαν να έχει γλιστρήσει από πάνω σου όλη η κούραση και η μπίχλα του χειμώνα.

Νίσυρος: πορτοκαλάδα από… πορτοκάλια (κρύα)
Πας πιο εύκολα και πάρα πολύ γρήγορα με καραβάκι από την Κω. Το νησί είναι γνωστό για δύο λόγους: πρώτον, για το ηφαίστειο που κοιμάται και δε ξέρεις πότε θα ξυπνήσει και δεύτερον, για τα θερμά λουτρά του. Τα λουτρά αξιοποιήθηκαν επί ιταλοκρατίας των Δωδεκανήσων (1912-1948). Παρότι ως κατακτητές οι Ιταλοί ήταν σκληροί, όπως λένε οι παππούδες, είχαν όραμα ανοικοδόμησης. Τα κτίριά τους σε όλη την επικράτεια του συμπλέγματος είναι αξιοθαύμαστα. Μοντερνιστικά, εργονομικά, καινοτομικά για την εποχή του μεσοπολέμου που κατασκευάστηκαν και σχεδιασμένα έτσι ώστε να ταιριάζουν τέλεια με το τοπίο αλλά και να εξυπηρετούν συγκεκριμένο σκοπό. Στη Νίσυρο, για παράδειγμα, ήθελαν να αναπτύξουν τον ιατρικό τουρισμό. Το κτίριο των λουτρών είναι ένα μνημείο αρχιτεκτονικής. Ψιλορημαγμένο, φυσικά… από τότε που πέρασε στο ελληνικό κράτος (1948), δε φαίνεται να το έχει φροντίσει κανείς… Αλλά τέλος πάντων, τουλάχιστον τα λουτρά λειτουργούν και διατηρούν τον αρχικό σχεδιασμό τους (πατώματα, μωσαϊκά, μπάνια αντίκες κλπ.). Τώρα, εκεί συχνάζουν διάφοροι yogi και εναλλακτικοί, συμπαθητικός κόσμος. Αν μη τι άλλο, δε χαλάνε την ηρεμία του τοπίου και του κτίσματος.

Το ηφαίστειο το βλέπεις από δύο χωριά, το Εμπορειό και τα Νικιά. Το Εμπορειό μέχρι πριν 15 χρόνια ήταν σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Ερειπωμένα παλιά σπιτάκια, σοκάκια, μια όμορφη ταβέρνα με θέα στο ηφαίστειο πάνω στη μικροσκοπική πλατεία. Κι ένα καστράκι στην κορυφή. Σήμερα, πολλά σπίτια έχουν ανακαινιστεί και νοικιάζονται σε κυριλέ εναλλακτικούς τουρίστες που βαρέθηκαν την Αντίπαρο. Τα Νικιά έχουν πρόσβαση στο ηφαίστειο κι ένα γηπεδάκι μπάσκετ που βλέπει ακριβώς στην καλντέρα. Φοβερός συνδυασμός. Επίσης εκεί υπάρχει το μοναδικό Ηφαιστειολογικό Μουσείο στην Ελλάδα που πραγματικά αξίζει να το επισκεφτείτε. Θα μάθετε πολλά πράγματα. Κατά τα άλλα, το χωριό είναι πολύ όμορφο με μια υπέροχη μικρή πλατεία ελλειπτικού σχήματος στρωμένη με το τυπικό δωδεκανησιακό μωσαϊκό από βότσαλα. Στην πλατεία υπάρχει το Καφενείο του Νικόλα. Εκεί, ο γιος του ιδιοκτήτη όταν είχα πάει μου πρότεινε την πορτοκαλάδα του – «θα σου την στύψω με κρύα πορτοκάλια από το ψυγείο και δε θα βάλω παγάκια. Τα παγάκια τη νερώνουν!». Και πράγματι, είχε δίκιο.

Η Χώρα της Νισύρου είναι επίσης ένα μικρό αριστούργημα. Η κεντρική πλατεία της Ηλικιωμένης είναι σκεπασμένη από φυλλωσιές και δροσερή, ακόμα και το μεσημέρι. Εκεί τα καφενεία σερβίρουν γλυκά του κουταλιού, ντόπια. Η πόλη είναι γεμάτη μικρά λευκά σπιτάκια μέσα σε πεντακάθαρα σοκάκια. Στην άκρη της βρίσκεται ο βράχος με το Κάστρο και την Παναγία τη Σπηλιανή (πρέπει να ανέβεις 130 σκαλοπάτια για να πας). Η εκκλησία είναι χτισμένη μέσα σε σπηλιά. Κάτω από τον βράχο, βρίσκεται μια μαγική παραλία με μαύρα τεράστια ηφαιστειογενή βότσαλα. Πεντακάθαρη, αλλά δύσκολη. Η εύκολη παραλία του νησιού και η πιο δημοφιλής, τρόπος του λέγειν, είναι η Παχιά Άμμος – εκεί υπάρχουν και λίγοι γυμνιστές. Γενικώς, δεν σας το είπα, στη Νίσυρο χρειάζεσαι αυτοκίνητο. Η χώρα καταλήγει στο λιμάνι, το Μανδράκι. Η έτερη πλατεία της, πιο καινούργια, βλέπει στη θάλασσα. Εκεί υπάρχει και το μικρό παντοπωλείο που φέρνει τσιγάρα για όλο το νησί ή τουλάχιστον έφερνε όταν πήγα εγώ. Τότε, το 2012, είχε δίπλα στο ταμείο μια μικρή χάρτινη ταμπέλα που έγραφε: «Αν δεν έχουμε τα τσιγάρα σας δεν θα έρθουν ποτέ στην Νίσυρο! Μην μας τα ζητάτε κάθε μέρα. Είναι κουραστικό!». Όσο για το φαγητό, παντού είναι πεντανόστιμο. Ψάρια, θαλασσινά, κατσικάκια και μαγειρευτά. Όλα τα λαχανικά παράγονται στο ηφαιστειογενές άνυδρο έδαφος του νησιού και μαγειρεύονται απλά, σπιτικά. Άρα οι γεύσεις είναι απερίγραπτες.

Καστελόριζο: πληρώνεις και παγώνεις…
Εκεί πας με καράβι από τη Ρόδο (περίπου τρεισήμισι ώρες) ή με μικρό αεροπλάνο από τη Ρόδο και την Αθήνα. Στην περίπτωση του αεροπλάνου, υπάρχει λεωφορείο για τη μεταφορά στη Χώρα ή αλλιώς Μεγίστη και πολύ λίγα ταξί. Όταν πήγα εγώ το 2013 υπήρχε ένα ταξί, που του είχα τηλεφωνήσει και με περίμενε. Ο μοναδικός οικισμός και εδώ βρίσκεται στο λιμάνι. Είναι πανέμορφος, όπως και στη Σύμη. Αντίστοιχη είναι και η ζέστη – το Καστελόριζο είναι σαν χυτράκι που βράζει όσο ο ήλιος είναι ψηλά.  «Ένα είναι το ξενοδοχείο! Το άλλο είναι μπουρδέλο», μου είχε πει ένας ντόπιος παππούς. Οι ηλικιωμένοι του νησιού έχουν τσαγανό και προσωπικότητα. Ο παππούς, λοιπόν, είχε δίκιο. Το ξενοδοχείο είναι ένα, σύγχρονο και αρκετά πολυτελές, λέγεται «Καστελόριζο» και βρίσκεται στην άκρη του λιμανιού. Το διπλανό αναπαλαιωμένο κτίριο είναι ξενώνας, λέγεται «Mediterraneo» και το προτιμούν οι διεθνείς σταρ και οι trendy τουρίστες που επισκέπτονται το νησί. Ο παππούς το χαρακτήρισε «μπουρδέλο» για δύο λόγους: πρώτον, εκεί επιδιδόταν στο αρχαιότερο επάγγελμα η Βάνα Μπάρμπα, στην ομώνυμη οσκαρική ταινία, η οποία έβαλε το νησί στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Δεύτερον, κατά την αναπαλαίωση του κτιρίου η ιδιοκτήτρια, για να μην καταστρέψει το χρώμα και την εμπειρία του να μένεις σε ένα τέτοιο κατάλυμα, δεν έβαλε κλιματιστικά… Προτίμησε ανεμιστήρες οροφής. Αυτό από τη μια δείχνει ατμοσφαιρικό, από την άλλη με τη ζέστη που κάνει στο νησί (40άρια με το καλημέρα), δε ξέρω πόσο αποτελεσματικό μπορεί να είναι… Πάντως οι ένοικοι δεν πτοούνται…

Η παραλία του νησιού είναι το λιμάνι. Μεγάλο και πολύ καθαρό. Βουτάς και το φχαριστιέσαι. Υπάρχουν και θαλάσσιες χελώνες, που το βράδυ ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τις ξύλινες ψαρόβαρκες μπροστά στις ταβέρνες και τις ταΐζεις με ψωμί. Το λιμάνι είναι όλη η ατραξιόν του νησιού. Μια φορά την εβδομάδα έρχεται το μεγάλο καράβι από την Αθήνα και κάνει μια φοβερή μανούβρα πιάνοντας όλο το πλάτος του. Όπου κι αν κάθεσαι, νιώθεις σαν να ξεφυτρώνει ένας επιβλητικός πύργος μπροστά σου και δεν μπορείς παρά να νιώσεις δέος για την επιδεξιότητα των ελλήνων καπετάνιων. Φημίζονται άλλωστε. Ταβέρνες, πέντε-έξι, είναι όλες απλωμένες γύρω από το νερό. Περνάς το μεσημέρι, ζητάς το τραπέζι που θέλεις για το βράδυ και τέλος. Σερβίρουν όλες ολόφρεσκα ψαρικά που τα φέρνουν οι ιδιοκτήτες με τις βάρκες την ίδια μέρα. Μαγειρευτά σερβίρουν δύο εστιατόρια. Το ένα βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της Νέας Αγοράς (πολύ όμορφο παλιό κτίριο, μάλλον ιταλικό) και το άλλο είναι τα «Πλατάνια», σε μια κατάφυτη αυλή που βρίσκεται στο επάνω τμήμα της Χώρας – η περιοχή εκεί λέγεται Χωράφια. Αξίζει να πάτε στα Χωράφια, έστω για βόλτα στα παλιά δρομάκια με τα ερειπωμένα σπίτια. Το Καστελόριζο έχει βασανισμένη ιστορία. Τον 18ο και 19ο αιώνα υπήρξε σπουδαία εμπορική δύναμη. Ωστόσο τον 20ο ερήμωσε εξαιτίας των πολέμων. Λόγω θέσης, το διεκδικούσαν η Τουρκία, η Βρετανία και η Γερμανία. Οι μάχες έδιωξαν τους κατοίκους. Κατά την επιστροφή τους, πολλοί πνίγηκαν σε ναυάγιο με το πλοίο που τους έφερνε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μέση Ανατολή. Όσοι επέστρεψαν αντίκρισαν τα αποκαΐδια των σπιτιών τους. Όλο το νησί κάηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσία βρετανικής φρεγάτας που ήταν αραγμένη στο λιμάνι. Ο καπετάνιος το έβλεπε να καίγεται από το κατάστρωμα και άκουγε κλασσική μουσική, όπως γράφει στο ημερολόγιό του. Οι ντόπιοι λένε πως το έκαψαν οι Άγγλοι, για να μην το βρουν οι αντίπαλοι. Οι Άγγλοι λένε πως η πυρκαγιά ήταν ατύχημα… Όλα αυτά θα τα μάθετε αν πάτε στο μουσείο του νησιού – που πρέπει να πάτε. Θα σας δώσει το σχετικά φυλλάδια ο παππούς στην είσοδο «για να αναγνώσετε». Παίζει το ρήμα «αναγιγνώσκω» να το άκουσα στην καθομιλουμένη για πρώτη φορά στο Καστελόριζο. Το άλλο αξιοθέατο που πρέπει να δείτε είναι το Grotto, δηλαδή το Γαλάζιο Σπήλαιο, που το δείχνει και η ταινία. Πας με βάρκα και αν θέλεις κολυμπάς στα τιρκουάζ νερά του. Η σύγχρονη φυσιογνωμία του νησιού είναι ο Ζορζ Λαζαράκης, που έχει την ομώνυμη ταβέρνα στον μικρό μώλο. Αυτό είναι το πιο κυριλέ εστιατόριο. Σερβίρει απίθανο ψάρι, και αν το νησί ήταν ταινία, αυτός θα ήταν ο πρωταγωνιστής. Έχει πολλές ιστορίες να πει και τις λέει με πηγαίο χιούμορ. Έχει σερβίρει τους πάντες – μέχρι και τον Κάρολο με την Καμίλα και την κουστωδία τους. Τέτοιος κόσμος έρχεται στο νησί και τους βλέπεις όλους χαλαρούς, με σαγιονάρες, να ιδροκοπάνε από τη ζέστη. Γι’ αυτό όλα εκεί είναι κάπως ακριβά. «Πληρώνεις και παγώνεις…», όπως λένε. Ο άλλος λόγος που εξηγεί την ακρίβεια είναι πως οι ντόπιοι, όλα τα είδη πρώτης ανάγκης, για το σπίτι και τα μαγαζιά τους, τα προμηθεύονται από την Τουρκία που είναι απέναντι. Το καραβάκι πηγαινοέρχεται δυο-τρεις φορές τη μέρα – ακούς τον Τούρκο τελάλη στο μεγάφωνο όταν πλησιάζει για να δέσει στο λιμάνι. Τέλος, το Καστελόριζο έχει ένα μπαρ, τον Φάρο. Βρίσκεται στο άκρο του λιμανιού, απέναντι από το ξενοδοχείο. Εκεί μαζεύονται όλοι όταν κλείνουν τα μαγαζιά τους, για να απολαύσουν επιτέλους λίγη δροσιά.

Αστυπάλαια: ρομαντζάρισμα μέχρι τελικής πτώσης
Πηγαίνεις με καράβι από την Αθήνα και τη Ρόδο και με αεροπλάνο επίσης από την Αθήνα και τη Ρόδο. Είναι ένα νησί – αποκάλυψη για πολλούς λόγους. Γενικώς φημίζεται για τις πολλές παραλίες της, οργανωμένες και μη. Εγώ δεν πήγα σε όλες, διότι δεν υπήρχε λόγος. Ακόμη και η παραλία στο Παλιό Λιμάνι, κάτω από το ρετρό ξενοδοχείο «Ο Παράδεισος» όπου έμενα, ήταν υπέροχη. Δεν είμαι και πολύ τύπος της εξερεύνησης, ούτως ή άλλως. Πάντως, όλες είναι καταπληκτικές και καμία δε συγκεντρώνει πολύ κόσμο. Κάποιες είναι και εντελώς ερημικές. H μόνη με beach bar όταν είχα πάει εγώ βρισκόταν στο Λιβάδι. Επίσης, η Αστυπάλαια φημίζεται για το εξαιρετικό φαγητό της σε πολύ χαμηλές τιμές. Παίρνεις αστακομακαρονάδα και πληρώνεις μπριζόλα. Είναι δε και πολύ γραφική. Η Χώρα, που βρίσκεται κάτω από το Κάστρο με την εκκλησία, είναι κάτασπρη και ενώνεται από τη μία πλευρά κατηφορικά με τον οικισμό του Παλιού Λιμανιού και από την άλλη με το αγροτικό παραθαλάσσιο χωριό Λιβάδι. Όλα αυτά τα διανύεις με αυτοκίνητο ή με το απίστευτα συνεπές λεωφορείο που κάνει τέρμα στο Παλιό Λιμάνι. Το άλλο ενδιαφέρον στοιχείο του νησιού είναι ότι ο κόσμος εκεί διαβάζει. Και διαβάζει καλά βιβλία. Ο Σταύρος Πετσόπουλος, ο εκδότης του Άγρα, έχει κάποια σχέση με το νησί και προμηθεύει όλα τα καταστήματα με βιβλία. Καλοδιαλεγμένα, ό,τι πρέπει για διακοπές – εκεί βρήκα όλη τη σειρά με τα αστυνομικά του Σιμενόν. Υπάρχουν παντού: στα βιβλιοπωλεία, στα παλαιοπωλεία, στα μίνι μάρκετ, στα φαρμακεία, στους υπαίθριους πάγκους βιβλίων μέσα στη Χώρα και στις δύο δανειστικές βιβλιοθήκες του νησιού, την ελληνική και τη διεθνή, που στεγάζονται στην κεντρική πλατεία σε δύο ανεμόμυλους αντίστοιχα.

Στη Χώρα εκτυλίσσεται και η νυχτερινή ζωή του νησιού. Όταν είχα πάει έκανε εκεί διακοπές ο Πουλικάκος και το βράδυ τραγούδησε σ’ ένα από τα μπαρ της πλατείας. Το άλλο βραδινό σημείο συνάντησης είναι το ζαχαροπλαστείο – μπαρ «Αρχιπέλαγος» κάτω από το κάστρο. Πας για ποτό και τελικά τρως τα γλυκά ημέρας που βλέπεις στα ταψιά μέσα στα ψυγεία… και αγναντεύεις το καθρέφτισμα του φεγγαριού και τα τεράστια ιστιοφόρα στα μαύρα νερά-λουστρίνια της θάλασσας του Λιβαδιού κάτω μπροστά σου. Από εστιατόρια, δοκίμασα και σας συστήνω, αυτό που βρίσκεται πάνω στην άμμο με τα αλμυρίκια στο Παλιό Λιμάνι για ψαρικά. Το Γεράνι για μαγειρευτά με ντόπια υλικά στο Λιβάδι. Όταν είχα πάει έπαιζε τα άπαντα του Στράτου Διονυσίου. Μου θύμισε τις κασέτες που ακούγαμε στις διαδρομές με το οικογενειακό αυτοκίνητο όταν ήμασταν παιδιά… Συστήνω επίσης τον Κροκόδειλο στην παραλία του Λιβαδιού, πάνω στην άμμο σε ένα μεγάλο αλμυρίκι. Η κουζίνα είναι κάπως πιο διεθνής αλλά καθόλου επιτηδευμένη. Και για αστακομακαρονάδες, θα πάτε στο χωριό Μαλτεζάνα – αποφύγετε το μεσημέρι γιατί έχει πολλές οικογένειες με ξαμολημένα παιδάκια. Στη Χώρα το hot spot εστιατόριο είναι το Μπαρμπαρόσα. Επειδή είναι μικρό καλό είναι να κλείσετε τραπέζι (τηλ. 2243061577). Αλλά προτού πάτε, κάνετε οπωσδήποτε μια βόλτα στο μεσαιωνικό κάστρο με τα σπιτάκια ακριβώς δίπλα. Η θέα και η ατμόσφαιρα εκεί είναι κάτι που δεν πρέπει να χάσετε.

Λέρος: ένας παράδεισος με πικρή ιστορία
Φτάνεις από Αθήνα με αεροπλάνο και πλοίο από Αθήνα, Ρόδο, Κω, Σάμο. Η Λέρος είναι ένα πανέμορφο νησί. Με καταπληκτικούς ανθρώπους, που έζησαν τη μαύρη ιστορία της Ελλάδας, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μεταπολεμικά, και που με αξιοπρέπεια και μόνοι τους χτίζουν σιγά σιγά την καλή φήμη του τόπου τους. Το πρώτο πράγμα που έμαθα για τη Λέρο ήταν το τρελάδικο. Στη Ρόδο, απ’ όπου κατάγομαι, λένε «είσαι για τη Λέρο» όπως στην Αθήνα λένε «είσαι για το Δαφνί». Στην πραγματικότητα στη Λέρο έστελναν τους τροφίμους από Αθήνα και Θεσσαλονίκη που ήταν στα αζήτητα για 12 μήνες. Το φρενοκομείο στεγαζόταν σε πρώην ιταλικές ναυτικές και αεροπορικές εγκαταστάσεις, παντελώς ανεπαρκείς για τον αριθμό και τη φροντίδα των ασθενών. Και οι γιατροί για τους περίπου 2000 φρενοβλαβείς ήταν μόνο δύο. Εκεί, στις ίδιες εγκαταστάσεις, επί Χούντας, έστελναν και πολιτικούς κρατούμενους για να συνετιστούν. Στις ίδιες εγκαταστάσεις μεταπολεμικά, η Φρειδερίκη είχε ιδρύσει οικοτροφείο για την ανατροφή και τον συνετισμό στο εθνικό φρόνημα των παιδιών των νεκρών ή καταδιωκόμενων ανταρτών, ΕΑΜιτών και γενικώς αριστερών. Σήμερα, εκεί έχει φτιαχτεί δομή για τους μετανάστες που έρχονται με τις τούρκικες βάρκες στο Αιγαίο. Πριν απ΄ όλα αυτά, οι εγκαταστάσεις ήταν μία πρότυπη ναυτική και αεροπορική βάση και σχολή η οποία δημιουργήθηκε το 1932 επί ιταλοκρατίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατελήφθη από τα βρετανικά στρατεύματα και εν συνεχεία από τα γερμανικά. Όταν έφυγαν όλοι, βούλιαξαν, έκαψαν και κατέστρεψαν όλο το στρατιωτικό υλικό. Οι ντόπιοι που έβλεπαν τις καταστροφές έλεγαν πως ένας ολόκληρος πλούτος πάει χαμένος… Δεν φαντάζονταν ότι το εν συνεχεία ελεύθερο ελληνικό κράτος θα έδινε τη χαριστική βολή στο νησί. Ευτυχώς, στη Λέρο δεν καταστράφηκε το Λακκί. Μια πρότυπη μοντερνιστική ιταλική πόλη, σε μοντερνιστικό στιλ, την οποία κατασκεύασαν εξ ολοκλήρου οι Ιταλοί για να υποστηρίξουν τη στρατιωτική βάση. Πρόκειται για μία πόλη με εξαιρετική ρυμοτομία, με κτίρια δημόσιων υπηρεσιών, με κινηματοθέατρο, με αγορά και με σπίτια, μονοκατοικίες, τα οποία διατηρούνται ως σήμερα. Η πόλη αυτή συγκεντρώνει το διεθνές αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και θα μπορούσε να λειτουργήσει ως χώρος παγκόσμιων αρχιτεκτονικών συνεδρίων, αλλά πάω στοίχημα ότι στα αρμόδια υπουργεία οι μισοί τουλάχιστον ιθύνοντες δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή του.

Στη Λέρο οι βασικές πόλεις είναι τρεις: ο Πλάτανος (πρωτεύουσα), η Αγία Μαρίνα με τα παλιά αρχοντικά (συμπρωτεύουσα) και το Λακκί, με το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτές προστίθεται και το γραφικό ψαροχώρι Παντέλι. Κατά τα άλλα υπάρχουν πολλοί οικισμοί διάσπαρτοι σε όλο το νησί. Οι παραλίες είναι επίσης πολλές και όλες ωραίες. Τα αλμυρίκια φτάνουν σχεδόν παντού μέχρι τη θάλασσα, οπότε κάθεσαι από κάτω και μετά βουτάς στα κρυστάλλινα νερά.

Το νησί έχει σοβαρή αγροτική παραγωγή, επίσης οι κάτοικοι εκτρέφουν ζώα και ψαρεύουν. Καλύπτουν εν γένει τις ανάγκες τους και τα καλοκαίρια οι νοικοκυρές μαγειρεύουν και για τους τουρίστες. Άρα, δεν υπάρχει εστιατόριο που να μη σερβίρει εκλεκτό φαγητό. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Τήλος: ο δήμαρχος και ο Μητροπολίτης
Στον αντίποδα της Λέρου, που κατακτητές και πολιτικάντηδες την έκαναν κουρέλι και οι κάτοικοι την έκαναν να λάμψει ξανά, η Τήλος που γνωρίζουμε σήμερα είναι το δημιούργημα ενός δημάρχου, του Τάσου Αλιφέρη. Οι ντόπιοι μιλάνε γι’ αυτόν συνέχεια και παντού. Στις ταβέρνες, στα καφενεία, στα σοκάκια… Πριν από τον Αλιφέρη, το νησί ήταν σχεδόν έρημο, με 270 γέρους κατοίκους, χωρίς λύκειο, με έναν ερειπωμένο οικισμό (Μικρό Χωριό) και τους υπόλοιπους μισοάδειους και το επισκέπτονταν μόνο κυνηγοί κάθε καλοκαίρι για να ρημάξουν τη φύση του. Είχε όλες κι όλες 170 κλίνες φιλοξενίας. Μετά τον Αλιφέρη, το νησί κατάργησε το κυνήγι και προήγαγε τον φυσιολατρικό τουρισμό, απέκτησε δικό του καταμαράν για να επικοινωνεί με Κω και Ρόδο καθημερινά, αύξησε τον πληθυσμό του στους 780 κατοίκους, κατέβασε τον μέσο όρο ηλικίας, απέκτησε λύκειο, φιλοξένησε τον πρώτο ομοφυλοφιλικό γάμο στην Ευρώπη και πλέον είναι το πρώτο ενεργειακά αυτόνομο νησί στη Μεσόγειο. Αύξησε και τις κλίνες φιλοξενίας σε 1.700. Στην Ελλάδα λίγοι γνωρίζουν την ύπαρξή του. Ωστόσο τα δημοσιεύματα του Guardian, της Le Monde, του BBC, του Reuters το έκαναν γνωστό σε όλο τον κόσμο. Όλα αυτά οφείλονται, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, στον δήμαρχο, ο οποίος πρωτοπήγε στην Τήλο ως αγροτικός γιατρός, εξελέγη το 1995 και άσκησε καθήκοντα ως το 2012 που πέθανε από καρκίνο. «Έβγαλε τον καρκίνο από τις κατάρες του Μητροπολίτη, όταν έκανε τον γάμο», λένε και κουνάνε το κεφάλι…

Σε κάθε περίπτωση, η Τήλος είναι ένα πολύ όμορφο, λιτό νησάκι, που προσφέρει ήρεμες και ευχάριστες διακοπές, οικονομικές και ξεχωριστές. Είναι ένα νησί που το εξερευνάς. Κινείσαι κυρίως με τα πόδια στα πολλά μονοπάτια του, στις παραλίες, στα χωριά, στα κάστρα του… Λιμάνι είναι τα Λιβάδια. Πρωτεύουσα το Μεγάλο Χωριό που χτίστηκε τον 19ο αιώνα, πριν οι κάτοικοι ζούσαν στο κάστρο. Η αρχιτεκτονική του θυμίζει Κυκλάδες – λευκοί κύβοι και πεντακάθαρα σοκάκια. Λίγο πιο πάνω υπάρχει το Μικρό Χωριό που εγκαταλείφθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πλέον είναι όλο ερείπια. Εκεί, όμως, υπάρχει το μπαρ ορόσημο του νησιού, που φωτίζει και τα γύρω ερείπια και δημιουργεί ατμόσφαιρα. Πιο δημοφιλής παραλία είναι η Έριστος, αλλά όλες είναι ωραίες, δεν κολλάς μόνο σ΄ αυτήν. Ας πούμε, και η Πλάκα είναι καταπληκτική και έχει και λίγα φοινικόδεντρα, για το τροπικό του πράγματος. Πίσω της ακριβώς βρίσκεται το Περιφραγμένο Πάρκο. Ανοίγεις τη συρμάτινη πόρτα και περπατάς με διακριτικότητα ανάμεσα στα χρωματιστά πτηνά.

Το νησί συγκεντρώνει πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, τα βλέπεις παντού αλλά υπάρχει και το Μουσείο των Νάνων Ελεφάντων στο Μεγάλο Χωριό. Τα οστά τους βρέθηκαν στο Σπήλαιο Χαρκαδιό, το 1971, από τον καθηγητή Παλαιοντολογίας και Γεωλογίας Νικόλαο Συμεωνίδη. Αυτοί οι ελέφαντες, που το ύψος τους δεν ξεπερνάει το 1,40 μ., εξαφανίστηκαν εξαιτίας του μεγάλου σεισμού που δημιούργησε τα νησιά του Αιγαίου πελάγους.

Όσον αφορά στο φαγητό, είναι γνήσιο και ντόπιο. Ψάρια που μόλις ψαρεύτηκαν, φρούτα και λαχανικά που μόλις κόπηκαν, κρέας από τα ντόπια ζώα. Τη μαγειρική στα εστιατόρια αναλαμβάνουν τα καλοκαίρια και εδώ οι νοικοκυρές. Κι όταν η δουλειά τελειώνει, βγαίνουν όλες στα σοκάκια, στις καρέκλες που γράφουν το όνομά τους (προς αποφυγήν παρεξηγήσεων) και το τυπικό «ποσπέρισμα» – δηλαδή για την ψιλοκουβέντα με τους περαστικούς. Μέχρι που πλακώνει η νύχτα και το νησί πέφτει για ύπνο.

www.athensvoice.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου