Συνεντεύξεις

Γιάννης Χατζής, πρόεδρος ΠΟΞ: «Ο ελληνικός τουρισμός έχει αφεθεί στον αυτόματο πιλότο»

Για όλα τα καυτά θέματα του τουρισμού μιλάει σήμερα σε συνέντευξή του προς τη “δ” ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων, κ. Γιάννης Χατζής: από την εθνική πολιτική της επιβολής τελών, το αίτημα για τη μείωση των συντελεστών για τις παραλίες, την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας μέχρι και τη βραχυχρόνια μίσθωση, μιλάει χωρίς περισπασμούς, ξεκαθαρίζοντας τη θέση ενός δυναμικού επιχειρηματικού κλάδου που βάλλεται πανταχόθεν, την ώρα που η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι δυνατός παίκτης στον τουρισμό…

• Κύριε Χατζή, θα ήθελα να ξεκινήσουμε ζητώντας από εσάς ένα σχόλιο για τις συνεχείς επιβαρύνσεις στις ξενοδοχειακές – τουριστικές επιχειρήσεις. Από τη μία το τέλος ανθεκτικότητας, από την άλλη ο αυξημένος ΦΠΑ, η ακρίβεια, ο πληθωρισμός κ.λπ. Τελικά, μπορούμε να πούμε ότι το τουριστικό προϊόν και η ανταγωνιστικότητά του έχουν περιθώρια ενίσχυσης, τη στιγμή που οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν κύμα φορολογίας και ανατιμήσεων;
Ο ελληνικός τουρισμός έχει αφεθεί στον αυτόματο πιλότο. Στη ζήτηση παραμένουμε σταθεροί, όμως στις έμμεσες επιβαρύνσεις έχουμε ξεπεράσει τα όρια αντοχής των επιχειρήσεων και, κυρίως, των επισκεπτών που επιμένουν στο value for money. Το κρίσιμο δεν είναι μόνο το ύψος των τελών και των φόρων, αλλά και η εσφαλμένη φιλοσοφία που αντιμετωπίζει τη φιλοξενία σαν ανεξάντλητη πηγή εσόδων, χωρίς μάλιστα να επιστρέφει ούτε ένα μέρος για την ουσιαστική βελτίωση των τόπων που παράγουν αυτόν τον πλούτο. Συνεπώς, υπάρχει τεράστιο περιθώριο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Χρειάζεται λογική στους έμμεσους φόρους, ring-fencing των εσόδων υπέρ έργων στον προορισμό και επένδυση στην εμπειρία: καθαριότητα, ύδρευση, διαχείριση ροών, προσβασιμότητα. Εκεί κρίνεται τελικά και η τιμή και η φήμη.


• Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ και της PwC, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της ΠΟΞ, η εικόνα των αριθμών είναι ξεκάθαρη: η Ελλάδα έχει περάσει στην τελευταία θέση μεταξύ των βασικών μεσογειακών ανταγωνιστών της. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;
Η συγκεκριμένη μελέτη αποτελεί μία από τις πιο εκτενείς και τεκμηριωμένες έρευνες του είδους που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα για τον ελληνικό ξενοδοχειακό κλάδο. Αποτυπώνει με ακρίβεια το συγκριτικό φορολογικό και λειτουργικό προφίλ των ελληνικών ξενοδοχείων έναντι των βασικών ανταγωνιστριών χωρών της Μεσογείου, προσφέροντας στη δημόσια συζήτηση συγκεκριμένα, μετρήσιμα δεδομένα και όχι απλώς εντυπώσεις ή εκτιμήσεις. Η μελέτη αναδεικνύει, με τρόπο κατανοητό, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου, στο να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Σε ένα ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων, από κάθε 150 € που πληρώνει ο πελάτης, μένουν στην επιχείρηση (πριν από φόρους, τόκους και αποσβέσεις) μόλις 25,4 €, για να πληρωθούν κατόπιν οι δανειακές υποχρεώσεις και ο φόρος εισοδήματος. Δηλαδή περιθώριο 38,4% χαμηλότερο από ένα ξενοδοχείο στην Κύπρο. Για να βρεθούμε στο ίδιο σημείο, θα έπρεπε το ανωτέρω δωμάτιο να διατίθεται προς 220 €, δηλαδή 70 € περισσότερα την ημέρα.
Ενώ η χώρα βελτιώθηκε θεαματικά ως προς το γενικό εταιρικό φορολογικό καθεστώς την τελευταία δεκαετία, ο ξενοδοχειακός κλάδος υποβαθμίστηκε ανταγωνιστικά λόγω των έμμεσων επιβαρύνσεων. Στη μελέτη του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ αποτυπώνεται ξεκάθαρα πως το ύψος των έμμεσων φόρων έχει εκτοξευθεί πολύ πάνω από τον μέσο όρο των μεσογειακών ανταγωνιστών, εξαιτίας των σωρευτικών επιβαρύνσεων από τον υψηλό ΦΠΑ, το τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση και το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων. Δεν είναι φυσιολογικό σε εξαγωγικούς κλάδους να επιβάλλουμε ΦΠΑ διαμονής 13% και ΦΠΑ εστίασης 24%, όταν οι βασικοί – Ευρωπαίοι και μη – μεσογειακοί ανταγωνιστές κινούνται μεταξύ 9% και 10%. Το ελληνικό ξενοδοχείο ξεκινά την εμπορική του πολιτική με έως και 40% υψηλότερη έμμεση επιβάρυνση στο πακέτο του. Αυτό το χάσμα δεν περιορίζει μόνο τα περιθώρια, αλλά και τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να διατηρούν ανταγωνιστικές τιμές και να επενδύουν στην ποιότητα του προϊόντος. Δεν είναι «γκρίνια», είναι τεκμηριωμένη διάγνωση που απαιτεί πολιτικές: εξορθολογισμό έμμεσων φόρων, διαφάνεια στη χρήση τελών και κίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις.
• Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι δυνατός παίκτης στον τουρισμό; Βλέπουμε ρεκόρ αφίξεων στα αεροδρόμια τα τελευταία τρία χρόνια.
Ναι. Στην WTM την περασμένη Τρίτη ήταν ξεκάθαρο ότι παραμένουμε ισχυροί στις προτιμήσεις. Η κίνηση στα αεροδρόμια είναι θετική, με αστικούς προορισμούς να λειτουργούν ως «μηχανές» επιμήκυνσης της σεζόν μέσω city break. Όμως η επιτυχία δεν είναι ομοιόμορφη: κάποια νησιά πιέζονται, άλλα ανακάμπτουν, και η χώρα εμφανίζει μεγαλύτερη εξάρτηση από λιγότερες αγορές. Αυτό αποδυναμώνει τη διασπορά κινδύνου: μια διαταραχή στη Γερμανία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια μεταβολή στις αεροπορικές χωρητικότητες, μπορούν να επηρεάσουν δυσανάλογα τα αποτελέσματα. Η απάντηση είναι διεύρυνση πηγών ζήτησης (μακρινές αγορές υψηλής δαπάνης, θεματικές εμπειρίες), προϊόν υψηλής προστιθέμενης αξίας και ουσιαστική βελτίωση στις δημόσιες υποδομές του προορισμού.

• Με σχετική επιστολή σας ζητήσατε μείωση των συντελεστών για τις παραλίες, καθώς επιβαρύνονται υπέρμετρα οι επιχειρήσεις. Τι ακριβώς συμβαίνει;
Ο συντελεστής που σχετίζεται με την ανάπτυξη ομπρελοκαθισμάτων εφαρμόζεται ενιαία για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές εισπράττουν ή όχι αντίτιμο. Αυτό όμως δημιουργεί μια ουσιαστική στρέβλωση, ειδικά στην περίπτωση των ξενοδοχείων, όπου η χρήση των ομπρελοκαθισμάτων παρέχεται χωρίς επιπλέον χρέωση στους διαμένοντες πελάτες.

Για τον λόγο αυτό θεωρούμε εύλογο να προβλεφθεί ειδικός, μειωμένος συντελεστής για τις περιπτώσεις όπου δεν εισπράττεται αντίτιμο. Με αυτόν τον τρόπο θα αποτυπώνεται πιο δίκαια η πραγματική οικονομική αξία της δραστηριότητας. Πέρα από το ζήτημα της αναλογικότητας, μια τέτοια ρύθμιση θα συμβάλει στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών ξενοδοχείων.
Με αφορμή τη συγκεκριμένη ερώτηση, θα ήθελα να αναφερθώ και σε ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλές επιχειρήσεις. Οι αλλαγές που εισήγαγε ο ν. 5092/2024 στη διαδικασία παραχώρησης της απλής χρήσης του αιγιαλού προκάλεσαν σημαντικές διοικητικές καθυστερήσεις. Ως αποτέλεσμα, αρκετές επιχειρήσεις, πιεσμένες από συμβατικές υποχρεώσεις απέναντι σε tour operators και πελάτες, προχώρησαν στη χρήση του αιγιαλού μπροστά από τις εγκαταστάσεις τους πριν από την τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας παραχώρησης, όχι από πρόθεση παρανομίας, αλλά προκειμένου να μη χαθεί η τουριστική σεζόν. Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις επιβλήθηκαν οι προβλεπόμενες κυρώσεις, μεταξύ των οποίων και ο πενταετής αποκλεισμός από το δικαίωμα παραχώρησης απλής χρήσης αιγιαλού, μια κύρωση που μπορεί να απειλήσει άμεσα τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης. Δεδομένου ότι οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες παραχώρησης, ιδίως μετά την εμπλοκή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, είναι γνωστές σε όλους, αλλά και πλήρως αντιληπτή η ανάγκη των επιχειρήσεων να ξεκινήσουν έγκαιρα τη λειτουργία τους, ζητούμε δύο πράγματα: πρώτον, την αναστολή των κυρώσεων του πενταετούς αποκλεισμού που έχουν ήδη επιβληθεί (υπό σαφείς όρους και προϋποθέσεις), και δεύτερον, την καθιέρωση συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, ώστε η διαδικασία παραχώρησης της απλής χρήσης του αιγιαλού σε όμορες επιχειρήσεις να ολοκληρώνεται έως τα τέλη Νοεμβρίου κάθε έτους, για την επόμενη τουριστική σεζόν.


• Τι γίνεται με τη βραχυχρόνια μίσθωση; Η ανεξέλεγκτη εξάπλωσή της δημιουργεί περιβάλλον αθέμιτου ανταγωνισμού; Πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί στη χώρα μας;
Η βραχυχρόνια λειτουργεί ως παράλληλο, άτυπο ξενοδοχειακό σύστημα. Ενώ ξεκίνησε με τη λογική προστασίας των μικροϊδιοκτητών, σήμερα μεγάλο τμήμα της αγοράς λειτουργεί ως επαγγελματικά χαρτοφυλάκια πολλών ακινήτων, με ελάχιστες υποχρεώσεις σε ασφάλεια, πυρασφάλεια, υγιεινή, προσβασιμότητα και φορολογία, προσφέροντας το ίδιο προϊόν με ασύμμετρους κανόνες έναντι των ξενοδοχείων. Το πληρώνει ο νόμιμος επιχειρηματίας, το πληρώνουν και οι γειτονιές. Οι επιπτώσεις στην ύδρευση και τη στάθμευση, η αύξηση των απορριμμάτων και η δυσκολία εύρεσης στέγης, που η ανεξέλεγκτη λειτουργία της συγκεκριμένης δραστηριότητας προκαλεί, γίνονται πιστεύω αντιληπτές από όλους.
Η λύση είναι η έξυπνη ρύθμιση και η σύγκλιση με την Ευρώπη. Δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό. Σαφής διαχωρισμός ιδιώτη–επαγγελματία. Για τον ιδιώτη, όριο ημερών ώστε η δραστηριότητα να παραμένει συμπληρωματική• για τον επαγγελματία, τουλάχιστον ίδιες βασικές υποχρεώσεις με τα ξενοδοχεία. Η ευρωπαϊκή εμπειρία είναι ξεκάθαρη. Το Άμστερνταμ περιορίζει τη διάρκεια εκμίσθωσης στις 30 νύχτες, το Βερολίνο απαιτεί άδεια αλλαγής χρήσης, η Βαρκελώνη οδεύει προς την πλήρη κατάργηση αδειών έως το 2028, η Πορτογαλία απαιτεί την εγγραφή στο μητρώο Alojamento Local, στο Παρίσι μειώθηκε το όριο διανυκτερεύσεων σε κύρια κατοικία στις 90, στην Ιταλία απαιτείται η εγγραφή των ακινήτων στη βάση δεδομένων (BDSR) για την απόκτηση εθνικού κωδικού ταυτοποίησης, ενώ επιβάλλονται επιπλέον έλεγχοι και ανώτατα όρια σε περιοχές με υψηλό αριθμό τουριστών και η Δανία εφαρμόζει όρια ημερών (30–70, έως 100 για καταλύματα που χρησιμοποιούν συνεργαζόμενες πλατφόρμες). Ίδιο προϊόν, ίδιοι κανόνες.
• Η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας βοήθησε τους εργοδότες και τους εργαζομένους, όπως ήταν ο σκοπός για τον οποίο δημιουργήθηκε; Και πώς συνδέεται με τη νέα ΕΚΣΣΕ;
Η ψηφιακή κάρτα εργασίας είναι ένα μέτρο που καταρχήν κινείται στη σωστή κατεύθυνση, μπορεί δε να αποτελέσει εργαλείο εμπιστοσύνης, διασφαλίζοντας διαφάνεια σε ωράρια, υπερωρίες και ρεπό. Ωστόσο παρατηρούμε πως συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες του ξενοδοχειακού κλάδου δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τον σχεδιασμό του μέτρου, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τον χρόνο προσέλευσης και αναχώρησης, ο οποίος ορίζεται σε 10 λεπτά, ενώ στη βιομηχανία ορίστηκε σε 30. Πρόκειται για μια ρύθμιση που αγνοεί πλήρως τον πρόσθετο χρόνο που απαιτείται για την προετοιμασία των εργαζομένων, καθώς και τις σημαντικές αποστάσεις που υπάρχουν, ειδικά στα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, μεταξύ των αποδυτηρίων και των τμημάτων εργασίας. Επίσης κατά την άποψή μας πριν την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας θα έπρεπε να έχει προηγηθεί εκσυγχρονισμός συγκεκριμένων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη αναφορά και στην τελευταία Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Πρόκειται για μια σύμβαση ορόσημο με μέση αύξηση 5% το 2025 και 3% το 2026, με βασικό μισθό 1.000 € στην κατηγορία Α’ και 950 € στη Δ’ (τουλάχιστον +14,5% έναντι του νομοθετημένου κατώτατου). Επίσης, το Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) που ιδρύεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων αποτελεί μια τομή για τα εργασιακά δεδομένα του τουρισμού και, ταυτόχρονα, μια έμπρακτη απόδειξη κοινωνικής ευθύνης του ξενοδοχειακού κλάδου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ιδιωτικό ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης που δημιουργείται στην Ελλάδα, με εργοδοτική εισφορά 2% επί του βασικού μισθού, προσφέροντας στους εργαζόμενους πρόσθετη συνταξιοδοτική κάλυψη πέραν του υποχρεωτικού συστήματος. Δεν είναι ένα ακόμα γραφειοκρατικό σχήμα• είναι ένας πυλώνας ασφάλειας και εμπιστοσύνης για τον άνθρωπο του τουρισμού, που του δίνει τη δυνατότητα να βλέπει το επάγγελμα ως μακροπρόθεσμη προοπτική και όχι ως εποχική διέξοδο. Παράλληλα, ενισχύει την ελκυστικότητα του κλάδου για νέους εργαζομένους, δημιουργώντας ένα πιο δίκαιο, διαφανές και σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον. Με το ΤΕΑ, οι ξενοδόχοι αποδεικνύουν ότι δεν επενδύουν μόνο σε υποδομές και κτήρια, αλλά επενδύουν στο ανθρώπινο κεφάλαιο — στη σταθερότητα, στην προοπτική και στην αξιοπρέπεια αυτών που κρατούν καθημερινά ζωντανό τον ελληνικό τουρισμό.
• Επιστρέφω στο «τέλος ανθεκτικότητας». Είπατε ότι φέτος θα αγγίξει περίπου τα 600 εκατ. ευρώ. Γιατί το θεωρείτε άδικο και τι στερεί από τις τοπικές κοινωνίες; Προσθέστε και το ζήτημα διαφάνειας στους δήμους για την ανταποδοτικότητα.
Η εθνική πολιτική των τελών είναι παντελώς παράλογη.
Πρώτον, επιβαρύνει μονομερώς τη φιλοξενία, ενώ ο τουρισμός διαχέει εισόδημα σε όλη την οικονομία.
Δεύτερον, τα έσοδα δεν επιστρέφουν στους προορισμούς που τα παράγουν• κατευθύνονται εξ ολοκλήρου σε αποζημιώσεις για ζημιές που προκλήθηκαν από φυσικές καταστροφές. Ασφαλώς και πρόκειται για μια εθνική ανάγκη, αλλά δεν μπορεί αυτή να χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τους πελάτες των ξενοδοχείων.
Τρίτον, υπάρχει πλήρης έλλειψη διαφάνειας και ανταποδοτικότητας σε τοπικό επίπεδο: ο πολίτης δεν γνωρίζει «πού, πότε, πόσο» και με ποιο αποτέλεσμα αξιοποιούνται τα ποσά που καταβάλλει. Έτσι, οι προορισμοί και οι κάτοικοί τους στερούνται ορατά έργα και ουσιαστικές βελτιώσεις στην καθημερινότητά τους.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου