• Η στρέβλωση της στεγαστικής αγοράς δεν είναι μόνο αριθμητική, είναι κοινωνική, πολιτισμική και ηθική • Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση για το 2025 φαντάζουν ανεπαρκή και ασύμβατα με τη δυναμική της κρίσης
Ξεκίνησε η περίοδος των εξώσεων, καθώς η στέγη στη Ρόδο έχει μετατραπεί σε εποχική πολυτέλεια, απρόσιτη για τους μόνιμους κατοίκους και προνομιακά διαθέσιμη μόνο στους τουρίστες.
Βρισκόμαστε στον Μάιο του 2025 και η πλειονότητα όσων μισθώνουν σπίτια στη Ρόδο βιώνει μια ιδιότυπη στεγαστική έξωση, καθώς η τουριστική περίοδος φέρνει μαζί της ένα αμείλικτο φαινόμενο: την εκκαθάριση της αγοράς ενοικίων από μακροχρόνιους μισθωτές, προκειμένου τα ακίνητα να μετατραπούν, έστω και για λίγους μήνες, σε εξαιρετικά αποδοτικά τουριστικά καταλύματα.
Η «δημοκρατική» έχει αναδείξει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η τοπική κοινωνία, προειδοποιώντας για την ολική μετατροπή του νησιού σε ένα άνευ ορίων πεδίο βραχυχρόνιας εκμετάλλευσης.
Η Ρόδος πολιορκείται πλέον όχι μόνο από μεμονωμένους ιδιοκτήτες αλλά και από επενδυτικές εταιρείες που αναζητούν μαζικά ακίνητα για βραχυχρόνια μίσθωση. Αυτές οι εταιρείες, προσφέροντας στους ιδιοκτήτες πλήρη κάλυψη λειτουργικών εξόδων και γενναιόδωρες αποδόσεις, εκτοπίζουν κάθε έννοια μακροχρόνιας ενοικίασης.
Κατοικίες ανακαινίζονται σε ρυθμούς-εξπρές για να φιλοξενήσουν τουρίστες, ενώ ολόκληρες οικογένειες στριμώχνονται σε γκαρσονιέρες ή επιστρέφουν στα πατρικά τους για να διαθέσουν τα διαμερίσματά τους στις πλατφόρμες. Ακόμα και αποθήκες και πλυσταριά, μόλις μερικών τετραγωνικών, μετατρέπονται σε «στούντιο», αρκεί να αποφέρουν κέρδος. Και αποφέρουν. Σύμφωνα με τη Grant Thornton, η Ρόδος καταγράφει την υψηλότερη απόδοση βραχυχρόνιας μίσθωσης πανελλαδικά, με τα έσοδα να φτάνουν τις 8,21 φορές περισσότερα από εκείνα μίας μακροχρόνιας μίσθωσης.
Την ίδια ώρα, η εύρεση κατοικίας στη Ρόδο έχει μετατραπεί σε αποστολή σχεδόν αδύνατη. Ολόκληρες οικογένειες, ηλικιωμένοι, νέοι άνθρωποι που θέλουν να κάνουν ένα κοινό ξεκίνημα, βρίσκονται αντιμέτωποι όχι μόνο με το οικονομικό βάρος αλλά και με την ωμή πραγματικότητα της έλλειψης διαθέσιμων σπιτιών.
Μονογονεϊκές οικογένειες αναγκάζονται να διαθέσουν το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι ολόκληρο τον μισθό τους για να πληρώσουν ενοίκιο. Ηλικιωμένοι εξωθούνται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, μικρά διαμερίσματα και γκαρσονιέρες που μέχρι πρότινος αποτελούσαν το ασφαλές τους καταφύγιο.
Νέα ζευγάρια αναγκάζονται να αναζητήσουν στέγη δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο εργασίας τους ή τις οικογένειές τους, επειδή στην πόλη δεν υπάρχει τίποτα προσβάσιμο – ούτε σε τιμή ούτε σε διαθεσιμότητα, υποχρεώνοντάς τους να μετακινηθούν μακριά από τον τόπο εργασίας ή τα οικογενειακά τους δίκτυα.
Αυτή η στρέβλωση της στεγαστικής αγοράς δεν είναι μόνο αριθμητική· είναι κοινωνική, πολιτισμική και ηθική. Εκπαιδευτικοί, στρατιωτικοί, γιατροί, φοιτητές, εργαζόμενοι στον τουρισμό μένουν χωρίς στέγη.
Ιδιαίτερα έντονο είναι το φαινόμενο της αποχής κρίσιμων επαγγελματιών από τη Ρόδο: γιατροί, νοσηλευτές, πληρώματα ΕΚΑΒ, δημόσιοι υπάλληλοι και εκπαιδευτικοί αρνούνται πλέον διορισμούς και μεταθέσεις στο νησί, καθώς δεν μπορούν να βρουν κατοικία.
Ακόμη κι αν βρουν, το ενοίκιο είναι απλησίαστο για το εισόδημά τους ή πρέπει να εγκαταλείψουν το σπίτι τους τον Μάιο, με την έναρξη της τουριστικής περιόδου. Οι υπηρεσίες υγείας, παιδείας και κοινωνικής πρόνοιας αποψιλώνονται όχι από έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, αλλά από έλλειψη στέγης.
Μισθωτές βλέπουν τα σπίτια τους να βγαίνουν εκτός ενοικίου τον Μάιο και να τους ζητείται να φύγουν «προσωρινά» για έξι μήνες, με την αβέβαιη προοπτική να επιστρέψουν τον Οκτώβριο, αν το σπίτι δεν έχει πλέον δοθεί ξανά σε τουρίστες.
Ολόκληρες περιοχές της πόλης χάνουν τον χαρακτήρα τους και μετατρέπονται σε τουριστικούς θύλακες με πληθυσμό σε διαρκή κίνηση. Το κέντρο της Ρόδου παραμένει σχεδόν απροσπέλαστο για μακροχρόνια κατοίκηση και η φοιτητική στέγη έχει εξελιχθεί σε καθημερινή αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, όπως η ενοικίαση δωματίων σε ξενοδοχεία.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση για το 2025 φαντάζουν ανεπαρκή και ασύμβατα με τη δυναμική της κρίσης. Το ετήσιο μέτρο επιστροφής ενός μηνιαίου ενοικίου, ύψους έως 800 ευρώ, μπορεί να προσφέρει μία οικονομική ανάσα, αλλά δεν λύνει το ουσιαστικό πρόβλημα της ανυπαρξίας κατοικιών.
Αν ο ενοικιαστής δεν μπορεί να βρει σπίτι, τι να επιστραφεί και σε ποιον; Το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» με χαμηλότοκα δάνεια για νέους, προσκρούει στις διογκωμένες τιμές αγοράς και τη σχεδόν ανύπαρκτη διαθεσιμότητα κατάλληλων κατοικιών στη Ρόδο.
Όσο για το «Ανακαινίζω – Νοικιάζω», οι ρυθμοί εφαρμογής του είναι τέτοιοι που περισσότερο μοιάζει με πρόθεση παρά με πραγματική πολιτική παρέμβαση.
Στο μεταξύ, ενώ σε άλλες περιοχές της χώρας έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται περιορισμοί στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, όπως το πάγωμα νέων καταχωρίσεων σε κορεσμένες ζώνες ή η θέσπιση χρονικού ορίου στις ημερομισθώσεις, η Ρόδος εξακολουθεί να μένει εκτός τέτοιων πλαισίων.
Δεν υπάρχει ούτε μία πρόβλεψη για τοπική ρύθμιση. Η Ρόδος συνεχίζει να λειτουργεί σαν να μην αντιμετωπίζει κρίση. Κι όμως, στη Ρόδο, το πρόβλημα είναι εξόχως σημαντικό.
Οι πολιτικές στήριξης της στέγασης θα αποδώσουν μόνο όταν συνδυαστούν με θαρραλέα μέτρα για την απορρύθμιση της τουριστικής εκμετάλλευσης. Χρειάζονται ποσοτικοί περιορισμοί, υποχρεωτική αναλογία μακροχρόνιων προς βραχυχρόνιες μισθώσεις, τοπικοί κανονισμοί που να θέτουν όρια στην αλλοίωση των αστικών περιοχών και σοβαρός έλεγχος.
Χρειάζεται το κράτος να προστατεύσει τη μόνιμη κατοικία όπως προστατεύει την πρώτη κατοικία.