Συνεντεύξεις

Μιχάλης Παπαγεωργίου: «Eνας σύγχρονος και συνδυαστικός συστηματικά και πολυεπίπεδα Χωροταξικός Σχεδιασμός θα δώσει νέα ώθηση στα νησιά μας»

Εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη του επίκουρου καθηγητή Νομικής και δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω Μιχάλη Παπαγεωργίου, με αφορμή το νέο δικαστικό έτος και τις τρέχουσες νομικές προκλήσεις της περιοχής μας και της νησιωτικότητας εν γένει.
• Κύριε Παπαγεωργίου να ξεκινήσουμε με το μείζον ζήτημα του Κτηματολογίου και να σας ρωτήσω, πώς προχωράει η λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου στα Δωδεκάνησα.
Αγαπητή μου κα Ντόκου, σας ευχαριστώ καταρχάς για την πρόσκληση και το ενδιαφέρον σας να συζητήσουμε τα καίρια θέματα που αντιμετωπίζουμε και θα αντιμετωπίσουμε νομικά και θεσμικά και το αμέσως επόμενο διάστημα της φετινής νέας περιόδου 2025-2026.
Δυστυχώς για το Κτηματολόγιο βιώνουμε έναν κυκεώνα οργανωτικών αστοχιών και λειτουργικής ανεπάρκειας ακόμα και ως προς τη σύννομη και εύρυθμη συγκρότησή του.
Το βάρος της αποκατάστασης αυτών των νομικών και πρακτικών σφαλμάτων μετακυλίεται και το επιφορτίζονται οι πολίτες για να διασφαλίσουν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα. Μάλιστα, η διακριτή και κρίσιμη διοικητική διαδικασία της κτηματογράφησης ενός συνόλου περιοχών της ελληνικής επικράτειας και των νησιών μας, μέσω της υποβολής δηλώσεων και ενστάσεων από πλευράς κάθε ενδιαφερόμενου απορροφήθηκε …άρον – άρον βεβιασμένα από τα ήδη ατάκτως λειτουργούντα Κτηματολογικά Γραφεία. Τα δε Κτηματολογικά Γραφεία υπολειτουργούν ακόμα και ως προς το ψηφιακό τους σύστημα και την ικανή πρόσβαση δικηγόρων και μηχανικών σε αυτό. Δεν μπορεί να γίνει σε αυτά ακόμα και ένας επαρκής κτηματολογικός έλεγχος τίτλων και γενικότερα του φακέλου του κάθε ακινήτου…
Σε μεγάλο βαθμό στα νησιά μας οι ιδιοκτήτες θα αναγκαστούν να προσφύγουν στα Δικαστήρια για τη διόρθωση των Κτηματολογικών Εγγραφών, όπως γίνεται ήδη σε νησιά όπως η Σύμη και η Πάτμος εδώ και 15 και πλέον χρόνια, εξαιτίας της προχειρότητας και της αταξίας που κινείται το όλο σύστημα. Ενώ δε ειδικά ο Νόμος της Μετάπτωσης (Ν. 4934/2022) του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου (για το Κτηματολόγιο Ρόδου, Κω-Λέρου) στο Εθνικό Κτηματολόγιο, που είχα την τιμή να είμαι στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή που επιμελήθηκε κατάρτισή του, έχει αδιαμφισβήτητα κατακρεουργηθεί με σειρά τροποποιήσεων, εγκυκλίων και υπουργικών αποφάσεων με αποτέλεσμα να μην έχει εφαρμοστεί ΠΟΤΕ, ενώ επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα η αυτή καθαυτή λειτουργία των οικείων Κτηματολογίων Ρόδου και Κω με σωρεία εκκρεμών Κτηματολογικών Πράξεων. Πλέον μπορούμε να μιλάμε ευθέως για μία «Λερναία Ύδρα», με το ένα πρόβλημα να αναπηδά μέσα από το άλλο…
Μέχρι και σήμερα δεν έχουμε «Κ.Α.Ε.Κ.» δηλαδή Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου με αντίστοιχες συντεταγμένες για κάθε κτηματολογική μερίδα – γεωτεμάχιο στα Κτηματολόγια Ρόδου και Κω-Λέρου, αν και έχουν ενταχθεί στο Εθνικό Κτηματολόγιο… Ενώ πάρα πολλές εκτάσεις, ειδικά παραλιακές και παράκτιες, και ως επί το πλείστον ιδιοκτησιακά δημόσιες – κοινόχρηστες ή με δυνατότητα διεκδίκησής τους από ιδιώτες που τις κατέχουν εδώ και δεκαετίες, δεν έχουν καν κτηματογραφηθεί!
Δυστυχώς, μάλιστα, για όλα τα παραπάνω, οι όποιες θεσμικές αντιδράσεις και διαβήματα του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου και του Τ.Ε.Ε. Δωδεκανήσου δεν λαμβάνονται υπηρεσιακά σοβαρά υπόψη από την άκρως αποστασιοποιημένη (και αδιάφορη) λειτουργία των κεντρικών υπηρεσιών του Εθνικού Κτηματολογίου στην Αθήνα, που μάλλον θεωρούν έναν παραπάνω πονοκέφαλο τα νησιά μας. Την ώρα που η γείτονα χώρα Τουρκία έχει ένα υπερσύγχρονο Κτηματολόγιο για τα απέναντι παράλια. Να σας πω επίσης ότι από την εμπειρία μου τα άμισθα και έμμισθα υποθηκοφυλακεία και τα Κτηματολογικά Γραφεία των νησιών, όπως της Πάτμου, της Καρπάθου και της Σύμης αντίστοιχα, λειτουργούσαν πολύ πιο αποτελεσματικά και με συνέπεια, με 1 ή 2 υπαλλήλους ή τον κατά τόπο συμβολαιογράφο, σε σχέση με αυτή την απαξίωση που βιώνουμε σήμερα.
Συνεπώς, δεν είμαι αισιόδοξος και θεωρώ ότι την επερχόμενη χρονιά θα μεγεθυνθεί έτι περαιτέρω το πρόβλημα πρωτίστως γιατί κανένας «υπεύθυνος» δεν το αντιλαμβάνεται στη βάση του…


• Στο Εθνικό Δασολόγιο είναι ίδια η κατάσταση;
Με αφορμή την κατάρτιση των Δασικών Χαρτών και τις ρυθμίσεις που έγιναν στα προηγούμενα χρόνια τα πράγματα φαίνονται πιο ελπιδοφόρα, απαιτώντας και πάλι βέβαια την κινητοποίηση και την επαγρύπνηση των διοικούμενων-πολιτών. Εδώ παρατηρούμε τη στασιμότητα των οικείων επιμέρους ελεγκτικών Επιτροπών της Διεύθυνσης Δασών ως προς τον ειδικότερο χαρακτηρισμό και την ιδιοσυστασία επιμέρους γεωτεμαχίων, αλλά και την αναγνώριση των ιδιοκτησιών σε κάθε είδους δασικές και αγροτικές-χορτολιβαδικές-βραχώδεις εκτάσεις, που αλλοιώνουν όσο και αν διακηρύσσεται το αντίθετο, την ακίνητη περιουσία των νησιωτών, αλλά και στο σύνολο της Ελληνικής Επικράτειας εν μέσω αντιφατικών και συγκεχυμένων διοικητικών διαδικασιών και εκτιμήσεων…
Άρα, ναι μεν έχουμε «χτίσει» πλέον μία ισχυρή και συνδυαστική νομική βάση προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν έχουμε όμως τα απαραίτητα διοικητικά αντανακλαστικά για την επίλυση των ζητημάτων με βάση την κοινή λογική…
Θυμίζω ότι ο χαρακτηρισμός ενός ακινήτου ως «δασική» έκταση (άνω του 20%) επηρεάζει ακόμα και τη δυνατότητα εξαγοράς του έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ σε ένα σύνολο κτηματολογικών εγγραφών έχει εγγραφεί ως ιδιοκτήτης-κύριος το Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι τίτλοι αυτών που νέμονται και κατέχουν τη γη τους πατρογονικά ήδη από τον… προηγούμενο αιώνα με βάση ακόμα και το Οθωμανικό Δίκαιο…
Σε σχέση με τα ακίνητα που χαρακτηρίζονται μερικώς – κατά τμήμα ως δασικά ή ολικώς, παρά την ως άνω σχετική νομοθετική μεταρρύθμιση με τους Νόμους υπ’ αριθμόν 4819 και 4821 του 2021 θα επεσήμαινα βέβαια και την αδυναμία και της Δικαιοσύνης και δη του πρωτοδίκη Δικαστή να εμπεδώσει και να υιοθετήσει ευθέως την εφαρμογή τους. Καθώς εμμένει, κακώς, σε μεγάλο βαθμό, σε αναχρονιστικές παλαιότερες νομολογιακές αναφορές περί δικαιωμάτων «τεσσαρούφ» επί δημοσίων γαιών «αρζί-μιρί» κατά τα Οθωμανικά πρότυπα, όπως αντίστοιχα κάνει με την αντίστοιχη δυστοκία και το ίδιο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, δίχως να προσαρμόζεται σχετικώς στις πολυάριθμες αντιδικίες μεταξύ ιδιωτών και ελληνικού Δημοσίου στα νέα νομοθετικά δεδομένα ακόμα και για την καλύτερη προάσπιση των συμφερόντων του ίδιου του Ελληνικού Δημοσίου.
• Μετά από όλα αυτά ο Χωροταξικός Σχεδιασμός μπορεί να προχωρήσει τοπικά ή περιφερειακά επαρκώς;
Λαμβάνοντας το όλο χάος που προκαλούν τα παραπάνω σε σχέση με την κτηματολογική και δασική αποτύπωση των ακινήτων, τον ιδιοκτησιακό και τον δασικό τους χαρακτήρα, αλλά και με αφορμή την ίδια την επικαιρότητα, όπως οι δραστικοί περιορισμοί στην εκτός σχεδίου δόμηση από το ΣτΕ, οι ανεπαρκείς και πλημμελείς πράξεις των νομαρχών για την επέκταση των οικισμών προ του 1923 και 2.000 κατοίκων, καθώς και οι συνθήκες που διαμόρφωσε η εν γένει νομολογία του ΣτΕ σχετικά με τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό, ακόμα – ακόμα και με βάση τις συνθήκες που αντιλαμβανόμαστε τα έργα και τις επενδύσεις στον τόπο μας, είτε μιλάμε για την τροποποίηση της χωροθέτησης και της ανάπτυξης της νέας μαρίνας Ρόδου, είτε αντίθετα για την εγκατάσταση μονάδας αποθήκευσης και διακίνησης υγραερίου 10 περίπου μέτρα από δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις στο Βάτι, καταλαβαίνετε ότι καθίσταται μονόδρομος η σοβαρή και επιμελής κατάρτιση Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων και του ευρύτερου Περιφερειακού Χωροταξικού Σχεδιασμού,
λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω όχι μόνο ως άξονες και χρήσεις γης, αλλά και στοχευμένες κανονιστικές δεσμεύσεις, εγγυήσεις και επιταγές για τη διασφάλιση των βασικών αναγκών και επιδιώξεων κάθε τόπου. Όχι μόνο με την τυπική και διεκπεραιωτική μονομέρεια των Τεχνικών Γραφείων του κέντρου που επιμελούνται πολεοδομικά επί Χάρτου τα αντίστοιχα σχέδια για λογαριασμό του ΥΠΕΝ, αλλά και υπό το βάρος μίας ουσιαστικής, ζωντανής και συνεκτικής συμμετοχής και εμπεριστατωμένης γνώμης των Δήμων και των Περιφερειών στην όλη διαδικασία προς ανάδειξη της πραγματικής βιώσιμης ανάπτυξης των νησιών μας και όλης της Ελληνικής Επικράτειας.
Χωρίς να βρεθούμε ως πολίτες, ως κοινωνία και ως οικονομία προ τετελεσμένων… σκόπιμων και μη… και χωρίς να γεμίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας με αιτήσεις για την ακύρωση των Προεδρικών Διαταγμάτων που θα εκδοθούν…
Ακόμα και η έννοια της Φέρουσας Ικανότητας ενός Τόπου δεν είναι ευχολόγιο ή μία αφηρημένη επιταγή. Είναι ένας βαθιά τεχνοκρατικός όρος, αλλά και συνάμα δημοκρατική διαγενεακή αξία που επιβάλλεται να στοιχειοθετηθεί με σαφήνεια και ευκρίνεια για το πού θέλουμε να πάμε, αλλά και πού βρισκόμαστε σε σχέση με τις αναπτυξιακές προοπτικές και την ποιότητα-προσδοκία της διαβίωσής μας σε έναν τόπο…Ένας σύγχρονος και συνδυαστικός συστηματικά και πολυεπίπεδα Χωροταξικός Σχεδιασμός θα δώσει νέα ώθηση στα νησιά μας. Αρκεί να γίνει σωστά με τομές και με υπευθυνότητα έναντι όλων, και όχι διεκπεραιωτικά και πρόχειρα υπέρ των λίγων.
Άλλωστε, ο Χωροταξικός Σχεδιασμός, το Κτηματολόγιο, ο καθορισμός ζωνών Αιγιαλού και Παραλίας και το Δασολόγιο της Χώρας είναι συνταγματικές δεσμεύσεις – εγγυήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, που παραμένουν ως παράλειψη σε εκκρεμότητα και σε αποσπασματικότητα ήδη από το 1975 που έχουμε το Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης. Μισός αιώνας νομίζω είναι… αρκετός ώστε να προχωρήσουμε ως σύγχρονο Κράτος Δικαίου στο αυτονόητο για έναν συνεκτικό και βιώσιμο Χωροταξικό Σχεδιασμό σε κάθε κλίμακα και προοπτική για τα επόμενα 20-30 χρόνια…
• Πρόσφατα αναλάβατε και καθήκοντα νομικού συμβούλου στην Π.Ε.Δ. Ν.Α., ποιες πιστεύετε ότι θα είναι οι νομικές επιδιώξεις του συγκεκριμένου θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης που έχει στους κόλπους του τους 34 νησιωτικούς Δήμους των Δωδεκανήσων και των Κυκλάδων;
Όσο ωριμάζει ο ρόλος και η θέση των Ο.Τ.Α. σε ευρωπαϊκή κλίμακα, τόσο πιο κομβικός και ενισχυμένος θα είναι ο ρόλος και η θέση των Περιφερειακών Ενώσεων των Δήμων και στην εθνική μας έννομη τάξη, ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των οργανισμών της πρώτης βαθμίδας της αυτοδιοίκησης με το Κεντρικό Κράτος σε ευθεία και δυναμική συνέργεια με τις Περιφέρειες. Δηλαδή τον δεύτερο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης με γνώμονα το κοινό καλό και την ουσιαστική πολυεπίπεδη διακυβερνητική αποκέντρωση.
Οφείλουμε να αναδείξουμε στην καρδιά της δημόσιας διακυβέρνησης το κανονιστικό πλαίσιο της Αρχής της Επικουρικότητας με πρακτικά απτά αποτελέσματα τόσο στη δημοκρατική νομιμοποίηση των επιμέρους δημόσιων παρεμβάσεων της Ελληνικής Πολιτείας που έχουν άμεσο αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες και αγορές, όσο και ως προς αυτή καθαυτή τη ρυθμιστική και σύννομη απόδοση των αντίστοιχων μέτρων και επιλογών. Εξάλλου, οι Π.Ε.Δ. ως θεσμοί-φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης οφείλουν να καταδεικνύουν τις «κοινές αλλά και διαφοροποιημένες» ανάγκες και επιδιώξεις των Δήμων – μελών τους, παράμετρος με ειδικό βάρος για την Π.Ε.Δ. Ν.Α. ως η νησιωτική Π.Ε.Δ. με ένα σύμπλεγμα 34 Δήμων παραμεθόριων και εθνικά κρίσιμων σε αναπτυξιακή κλίμακα. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές παρεμβάσεις από την πλευρά της Π.Ε.Δ. Ν.Α. προς την κεντρική Πολιτεία για τη μεταρρύθμιση χρόνιων νομοθετικών στρεβλώσεων με θετική ανταπόκριση σε μεγάλο (έστω) βαθμό από την τελευταία.
Ως νομικός σύμβουλος της Π.Ε.Δ. Ν.Α. πάνω σε αυτούς τους άξονες προτίθεμαι να κινηθώ υπηρετώντας τις πρωτοβουλίες, τους στόχους και τις ανάγκες των αιρετών μελών της, που ηγούνται αυτής της προσπάθειας σε πολιτικό επίπεδο, αντιπροσωπεύοντας τα αντίστοιχα συμφέροντα και τις αξιώσεις των οικείων Δήμων διαδημοτικά. Είμαστε δε εν αναμονή του νέου Νομοθετικού Κώδικα για τους Ο.Τ.Α., ο οποίος ευελπιστούμε να εξορθολογίσει το νομοθετικό χάος που έχει διαμορφωθεί ειδικά σε σχέση με τις αρμοδιότητες, τις λειτουργίες και τις οργανωτικές δομές των Ο.Τ.Α. Γι’ αυτό και είμαστε νομοπαρασκευαστικά σε ετοιμότητα προς διαβούλευση με συγκεκριμένες προτάσεις και αξιώσεις προς την Κεντρική Πολιτεία.
• Για το δικηγορικό επάγγελμα με βάση το επικείμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης τι έχετε να παρατηρήσετε;
Στα 35 μου χρόνια, έχω συμπληρώσει ήδη 10 έτη δικηγορίας, πλέον στον βαθμό του παρ’ Αρείω Πάγω, πέρα της διετούς άσκησης. Κάθε χρόνια βλέπω να απαξιώνεται η επιστημονική και η επαγγελματική υπόσταση και το λειτούργημα του δικηγόρου τόσο ως προς την καθημερινή λειτουργία μας, όσο και ως προς τη θεσμική του θέση και παρουσία ως «συλλειτουργού» της Δικαιοσύνης. Φταίμε βέβαια εν πολλοίς και εμείς ως κλάδος με την ανοχή, αν όχι με την ενίσχυση κατεστημένων, με την υπαλληλοποίηση νέων συναδέλφων ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως πλέον έχει γίνει και η Ρόδος, με την a la carte ανοχή ακόμα και παραδικαστικών κυκλωμάτων και την υποτίμηση της θεσμικής διάστασης και κοινωνικής αξίας του δικηγόρου, υπό την «ατομική» αν θέλετε προσδοκία ενός μερικότερου «βολέματος» στο όλο δικαιο-πολιτικό σύστημα.
Είμαι ξεκάθαρα υπέρ της αυστηροποίησης των εξετάσεων για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του δικηγόρου. Και μάλιστα όχι μόνο με την καθιέρωση ανά εξάμηνο εθνικών εξετάσεων υπό το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την επιλογή θεμάτων από Επιτροπή αποτελούμενη από καθηγητές Νομικής που ασκούν μάχιμη δικηγορία και δικαστές όλων των βαθμίδων, αλλά και με την ανταγωνιστική εισαγωγή ενός περαιτέρω κλιμακώμενου διαγωνιστικού φίλτρου «Δόκιμης Επιτυχίας» επί του ποσοστού του συνόλου των συμμετεχόντων και εισαγωγή – ένταξη στον κλάδο, λόγου χάρη, του πρώτου 30% των επιτυχόντων και με βαθμό άνω του «Πολύ Καλώς» ( 7) με δεκαδική αρίθμηση. Οι όποιοι αντίθετοι ισχυρισμοί περί «αυτορρύθμισης» της ίδιας αγοράς είναι κενό γράμμα, εντελώς ληστρικοί και ανεύθυνοι για ένα υπεύθυνο λειτούργημα – επάγγελμα όπως είναι η δικηγορία στον χώρο της απονομής Δικαιοσύνης με ευθύ αντίκτυπο στην ίδια την κοινωνία και τη διαφύλαξη των έννομων συμφερόντων του κάθε πολίτη και της κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Μόνο έτσι μαζί και με άλλες αντίστοιχες στοχευμένες παρεμβάσεις θα επανέλθει το κύρος, η αξιοκρατία και η… αξιοπρέπεια στον μάχιμο δικηγόρο, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη.
Οι εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του δικηγόρου, όπως γίνονται σήμερα, αν δεν θέλουμε να «χαϊδεύουμε αυτιά», είναι μία παρωδία και ικανοποιεί οτιδήποτε άλλο πέρα από τη νομική επιστήμη της πράξης που προμετωπίδα της έχει τη δικηγορία. Επομένως, δεν συμφέρει και δεν εξυπηρετεί κανένα μέρος, όσο και αν κλείνει το μάτι στην ανεπάρκεια και στην ικανοποίηση συγκυριακών «θέλω» του καθενός εις βάρος όλων των άλλων.
• Σε σχέση με τα Πανεπιστήμια και την περιφερειακή ανάπτυξη ως νέος πανεπιστημιακός καθηγητής πώς εκτιμάτε την παρούσα κατάσταση:
Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει δυναμική και προοπτικές, μέσα από το ίδιο το έμψυχο δυναμικό του με σπουδαίους καθηγητές, ερευνητές επιστήμονες και φοιτητές προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς με όνειρα, ενδιαφέρον και μεράκι. Βρίσκεται όμως σε φοβερές πιέσεις και υποβάθμιση ειδικά ως προς την ανταγωνιστικότητά του σε διεθνή κλίμακα εξαιτίας των γνωστών χρόνιων αγκυλώσεων, της κακώς νοούμενης γραφειοκρατίας, της υπο-χρηματοδότησης (δημόσιας και ιδιωτικής) και των κακών νοοτροπιών τόσο από τον ακαδημαϊκό-πανεπιστημιακό, όσο και από τον φοιτητικό κόσμο και το ίδιο το κράτος.
Τα Δημόσια Πανεπιστήμια, και ειδικά τα μεγάλα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Περιφέρειας, όπως το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, επιβάλλεται να αντιμετωπίζονται ως θεμέλιος πυλώνας ανάπτυξης και προόδου και όχι ως βιομηχανία διεκπαιρεωτικής χορήγησης πτυχίων ή την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών τόσο εσωτερικών, όσο και από πλευράς των στενών κομματικών μηχανισμών, που δομείται δυστυχώς η βάση της συνολικής πολιτειακής οργάνωσης του κράτους, με εμφανή αντίστοιχα κακώς κείμενα και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αλίμονο, μάλιστα, αν η ένταξη των ιδιωτικών πανεπιστημίων λειτουργήσει ακόμα περισσότερο «εκπτωτικά» και όχι «αναβαθμιστικά» της ως άνω ανταγωνιστικής προοπτικής του δημόσιου πανεπιστημίου με ποιοτικά κριτήρια κύρους και αξιοκρατίας στον ακαδημαϊκό ΣΥΝ-αγωνισμό.
Για αυτόν τον λόγο, επιβάλλεται και τα όποια ιδιωτικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα τελικώς λειτουργήσουν να ενταχθούν σε ένα στρατηγικό, ακόμα και χωροταξικά σχεδιασμό για τη βιώσιμη ανάπτυξή τους, αλλά και για την ανάπτυξη του ίδιου του τόπου. Επιβάλλεται μάλιστα να θεσμοθετηθούν αυστηροί και συνεκτικοί περιορισμοί και όροι ως προς τον αριθμό των εισακτέων, τις απαιτήσεις εκλογής και ανάδειξης των μελών Δ.Ε.Π. (δηλαδή καθηγητών όλων των βαθμίδων, αντίστοιχα των Δημόσιων), το πρόγραμμα σπουδών τους, που δεν γίνεται να στηρίζεται σε μία γελοιοποιημένη αυτόματη μετάφραση με έλλειψη βασικών γνώσεων και μαθημάτων, αλλά και επί των εγκαταστάσεών τους, με ελλιπείς υποδομές σε εργαστήρια και βιβλιοθήκες.
Ενώ μέρος από τα δημόσια έσοδα που θα εξασφαλίζονται από την αδειοδότηση και τη λειτουργία τους είναι αναπόδραστα αναγκαίο να επιστρέφει στην Παιδεία και δη στη Δημόσια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση προς ένα ισόρροπο και αντισταθμιστικά αναδιανεμητικό όφελος προς την ίδια την Ελληνική Κοινωνία συνολικά.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου